Της Ελένης Μπετεινάκη
Λένε πως είναι μοναδικό μνημείο σ΄όλη την Ευρώπη, που σώζεται ολόκληρο, που «μιλάει», αντέχει και πλάθει ιστορίες για πράγματα που έγιναν κάποτε και σημάδεψαν για πάντα την ιστορία, τους ανθρώπους, τα κτίρια , τον πολιτισμό της πόλης μας.
Aν και ο Σεπτέμβρης πήγαινε να τελειώσει, η ζέστη δεν έλεγε να υποχωρήσει . Σουρούπωνε και τα χρώματα τ’ ουρανού ήταν υπέροχα. Εκεί ψηλά μπορούσε κανείς να αγναντεύει όλο το Μεγάλο Κάστρο, τη θάλασσα και την Ντία απέναντι. Ένα αεράκι φυσούσε κι έφερνε μυρωδιές, αρώματα, θύμησες και εικόνες.
Εικόνες μιας πολύπαθης πόλης. Σαν αστραπή ένοιωσα για λίγο το χρόνο να γυρίζει πίσω και χίλια δύο να ξετυλίγονται μπροστά στα μάτια μου σαν ταινία .Όλοι εκείνοι οι κατακτητές , Βυζαντινοί, Άραβες, Γενουάτες, Ενετοί πέρασαν από μπροστά μου.
Τούτοι οι τελευταίοι εδραιώθηκαν πολλά χρόνια και έγινε το λιοντάρι σύμβολο της πόλης. Άκουγα το βρυχηθμό του σήμερα, άγριο, ανήσυχο πολύ σαν λαβωμένο, θεριό πραγματικά ανήμερο που δεν μπορούσε να επιτεθεί άλλο από τις αμέτρητες πληγές του. Λυπημένο ήταν κι εκείνο, δεν ήθελε τούτη την καινούργια κατάκτηση, τούτη την καινούργια παράδοση στους νέους « αφέντες». Ένα κάστρο απόρθητο ήταν ο Χάνδακας.
Για 22 ολόκληρα χρόνια προσπαθούσαν οι Τούρκοι να τον κάνουν δικό τους και τα κατάφεραν. Νόμισα πως έβλεπα εκείνα τα τελευταία γαλιόνια να πλέουν στο πέλαγος, πέρα μακριά κοντά στο μικρό ξερονήσι κι άκουγα τον τελευταίο θρήνο. Ψυχές που αναγκάζονταν να φύγουν για άλλες πατρίδες κουβαλώντας ότι μπορούσαν, αφήνοντας έρημο τούτο το Κάστρο, μόνο του, να υποδεχτεί τη νέα του μοίρα.
Σαν σήμερα πριν από 347 χρόνια!… έμελλε να ‘ ναι η αποφράδα μέρα που όλα τα κλειδιά της καστρόπολης δόθηκαν στους Τούρκους, μιας πόλης που ελάχιστα πράγματα είχαν μείνει να δει κάποιος. Ερείπια, βρωμιά, σκουπίδια και λιγοστοί άνθρωποι που δεν κατάφεραν ή δεν ήθελαν να φύγουν, έμειναν να υποδεχτούν τον Μεγάλο Βεζύρη, τον Αχμέτ Κιοπρουλή με το προσωνύμιο Φεζίλ, δηλαδή Δίκαιος, να μπαίνει θριαμβευτής στην πόλη φάντασμα, στο αλλοτινό κόσμημα των Ενετών και της Μεσόγειου...
Και τότε θυμήθηκα εκείνο το παραμύθι που λέω και στα παιδιά κάθε χρόνο μιας κι εμείς φιλοξενούμαστε πάνω στο τείχος κοντά στην Πύλη του Μόλου κι εκείνη της Σαμπιονάρα. Μόνο που τούτη η ιστορία συνέβη στ ΄αλήθεια κάποτε κι όλα τα μάτια ανοίγουν διάπλατα περιμένοντας ν΄ ακούσουν για το φοβερό θεριό που πάλευε χρόνια κάτω από την αυλή μας…
Μια φορά κι έναν καιρό … μια μαύρη Παρασκευή, 27 του Σεπτέμβρη 1669, στο Μεγάλο Κάστρο, την Candia, τον Χάνδακα, την πόλη που όλοι ήθελαν να έχουν, που της άλλαζαν ονόματα κι όσες φορές κι αν κατακτήθηκε, ερήμωσε, πληγώθηκε, κατάφερε να ορθοποδήσει, να αντέξει και να υπάρχει μέχρι σήμερα.
Και μπήκανε οι θύμησες και τα βιβλία στο μυαλό μου …και συνέχισα την βόλτα μου να νοιώσω, να πατήσω τούτα τα μέρη που τόσο πολύ « κτυπήθηκαν » κάποτε… Σαν να μου φάνηκε πως είδα εκείνη την λευκή σημαία στον Προμαχώνα του Αγίου Ανδρέα… σημάδι ειρήνης μέχρι να τελειώσουν οι διαπραγματεύσεις… κι ύστερα απόλυτη σιωπή και ένα βουβό κλάμα από άρχοντες κι απλούς ανθρώπους….
Κι αφήκαν δίχως άνθρωπον την χώραν σφαλισμένην
κι ουδένα πράγμα ζωντανό μέσα δεν απομένει…
Κοίταξα από την έξω πλευρά των τειχών και μου φάνηκε πως αντίκρυσα, σαν μέσα σε ένα σύννεφο, και ας μην έφτανε μέχρι εκεί, το μάτι, από το τόσο τσιμέντο, εκείνη την άλλη πολιτεία την οθωμανική, στη νότια πλευρά, στη Φορτέτσα, με τα πεντακόσια πέτρινα σπίτια, τα σαράγια και τα χαμάμ το Inadiye ή Κale-I Cedit ή Νέα Κάντια .Εκεί και το τζαμί του Σουλτάνου Ιμπραχήμ κι άλλα έξι πιο πέρα. Κι άστραφταν τα χρυσομέταξα υφάσματα κι οι μιναρέδες. Υπήρχαν, λένε, 160 χώροι λατρευτικοί στην πόλη και στα άλλα τρία ορμητήρια έξω από τα τείχη του δικού μας Χάνδακα. Και παραπέρα στους λόφους κι απέξω απ τα δικά του τείχη εφτά χιλιάδες σπίτια, πέντε σχολειά, και δυο χιλιάδες καταστήματα κι ένα σωρό καφενέδες και χάνια.
Και πιο κοντά στο δικό μας το Κάστρο , ένας απέραντος στρατός με σκηνές και σπίτια εκεί δίπλα στη θάλασσα και πιο πολύς κόσμος εδώ. Λένε πως 3.000 αριθμούσαν τα μαγαζιά τους κατά μήκος δυο μεγάλων δρόμων, που χάραξαν και οδηγούσαν στο απόρθητο κάστρο του Χάνδακα και πάλι σαράγια με χαμάμ και πόρτες από κυπαρισσόξυλα. Μποστάνια και περιβόλια και τριανταφυλλιές που σε μεθούσαν με τ΄ άρωμά τους και μια τεράστια αγορά ζώων και δημητριακών. Απίστευτη η φασαρία και το παιδομάνι. Άλλες μυρωδιές από τούτη την μεριά, άλλος κόσμος, άλλες συνήθειες και χρώματα ,άλλες φωνές, μιλήματα, έθιμα και τραγούδια.
Μια ζωντανή πόλη, παράξενη κι αλλόκοτη. Και συνέχιζαν το σκάψιμο των χαρακωμάτων, των λαγουμιών μόνο που σήμερα κάτι πλανιόταν στον αέρα… Ήταν σαν να ΄χαν γιορτή . Επιτέλους θα κατάφερναν να μπουν στο Κάστρο , που για χάρη του είχαν απαρνηθεί τα δικά τους σπίτια. Άλλοι έσκαβαν σαν μέσα σε λαγούμια, άλλοι έτρεχαν αλαφιασμένοι εδώ κι εκεί, μάζευαν ότι μπορούσαν, δεν ήξεραν τι θα αντίκριζαν, δεν ήξεραν…
Από την μέσα μεριά των τειχών μια απίστευτη ηρεμία. Σχεδόν ψυχή δεν ακουγόταν… τίποτα δεν είχε μείνει , μόνο ερείπια, πέτρες , σωροί από σκουπίδια και μικροαντικείμενα που …ξεχάστηκαν.
Ήταν μια άσχημη μέρα …
Κάστρο και που΄ν΄οι πύργοι σου και τα καμπαναριά σου…
«…Την Παρασκευή 1 Τζεμαζιέλεβελ του 1080 ( Σεπτεμβρίου 1669),νωρίς το απόγευμα, οι άπιστοι παρέδωσαν στον αντιπρόσωπο του πολυχρονεμένου, τον πορθητή του Χάνδακα , Φεζίλ Αχμετ Πασά τα έξι χιλιάδες εξακόσια έξι κλειδιά από το κάστρο ,τις αποθήκες πολεμοφοδίων, το θησαυροφυλάκιο και τις αποθήκες προμηθειών …».
Έτσι αναφέρει ο Τούρκος Εβλιά Τσελεμπί στην περιγραφή του για την παράδοση της πόλης στους Τούρκους. Ήταν 27 Σεπτεμβρίου του 1669 . Μια μέρα πριν ύστερα από 465 χρόνια κατοχής και 22 χρόνια πολιορκίας το λάβαρο του Αγίου Μάρκου κατεβαίνει οριστικά από το φρούριο του Χάνδακα .
Γράφει ο Νικόλαος Σταυρινίδης πως τα μεσάνυχτα της 26ης Σεπτεμβρίου του 1669 οι Ενετοί κατέβασαν και τον πελώριο Σταυρό που είχαν στήσει στα 1648 στο πιο ψηλό μέρος του φρουρίου στο Πύργο του Μαρτινέγκο . Ο σταυρός αυτός είχε στηθεί σε ανάμνηση μιας άλλης μεγάλης νίκης των Ενετών κατά των Τούρκων πάλι από προδοσία που παραλίγο τότε να πέσει στα χέρια των Τούρκων και ο Χάνδακας. Και παρακάτω συμπληρώνει πως κατά την παράδοση των 83 κλειδιών των δημοσίων κτιρίων της Πολιτείας και του φρουρίου μέσα σε ένα ασημένιο πιάτοκαι πιθανόν και όλων των άλλων που λέει ο Τσελεμπί, ο Κιοπρουλής έριξε 600 δουκάτα μέσα στο καπέλο του Βενετσάνου απεσταλμένου και από 400 για τους δύο συνοδούς του.
Την ίδια στιγμή φόρεσε στους δύο συνεργάτες του , Παναγιωτάκη Νικουσίου και Καρακουλάκ Αχμέτ Αγά πολύτιμους μανδύες για τις υπηρεσίες που προσέφεραν για τους όρους της ειρήνης. Μέσα στους επίσημους που παραβρέθηκαν για την παραλαβή ήταν ο μικρός αδελφός του Κιοπρουλή, Μουσταφάς Μπέης καιο Ανδρέας Μπαρότσης , ο προδότης του Μεγάλου Κάστρου, προφανώς για να εισπράξει το τίμημά του.
Δάκρυα συγκίνησης και χαράς λένε πως έχυσαν οι επίσημοι πηγαίνοντας να φιλήσουν την άκρα του μανδύα του Κιοπρουλή…
Η τελετή παράδοσης έγινε πάνω στο εξωτερικό προπύργιο του Αγίου Πνεύματος, τον μικρό προμαχώνα δηλαδή του Αγίου Ανδρέα με θέα τη θάλασσα…
Ξέρουμε πως οι Τούρκοι είχαν δώσει σαν περίοδο χάριτος δώδεκα μέρες στους Ενετούς, ή και λίγο παραπάνω αν ο καιρός δεν βοηθούσε, να μαζέψουν τα υπάρχοντά τους και να φύγουν . Ο Morosini είχε την πρόνοια να μην αφήσει στην πόλη τα αρχεία του « Βασιλείου της Κρήτης ». Σύμφωνα με την συνθήκη που είχε υπογραφεί ,από τις 6 του Σεπτέμβρη, όλα συσκευάστηκαν και φορτώθηκαν σε πέντε πλοία. Τρία από αυτά έφτασαν στον τελικό τους προορισμό, την Βενετία. Πολλά πολύτιμα σκεύη, άμφια, ιερά λείψανα, εικόνες όπως αυτή της Παναγιάς της Μεσοπαντίτισσας, αλλά και ξακουστών ζωγράφων ,του Τιντορέτο, του Βερονέζε και άλλων, έφυγαν, αρκετά μακριά, χωρίς επιστροφή.
Ακόμα και ο μεγάλος μπρούτζινος αετός που χρησιμοποιούσαν σαν αναλόγιο στην εκκλησία των Φράγκων του Αγίου Σαλβαδόρου ή Βαλιδέ τζαμί όπως το ονόμασαν αργότερα οι Τούρκοι. Τα περισσότερα σκεύη και πράγματα μεταφέρθηκαν στα νησιά του Ιονίου από διάφορους ιδιώτες και τις συντεχνίες του Μεγάλου Κάστρου.
Επτακόσια χρόνια κτυπούσε η καρδιά της Χριστιανοσύνης στο Μεγάλο Κάστρο και τώρα οι εκκλησίες θα γίνονταν τζαμιά και παντού θα κτίζονταν μιναρέδες. Ο μουεζίνης θα ακουγόταν πέντε φορές την ήμερα και στίχοι από το Κοράνι θα ακούγονταν πια παντού.
Σαν τέλειωσε η τελετή της παράδοσης των κλειδιών στον Κιοπρουλή, αυτός με τη σειρά του τα έδωσε στον αρχηγό των Γενίτσαρων Αβδουρραχμάν Αγά με την διαταγή να μην επιτρέψει σε κανέναν άλλον να μπει μέσα στην πάλη ούτε να ανέβει στα τείχη αν δεν εκκενωθεί τελείως από τους Βενετσιάνους. Το πρωί της 27ης Σεπτεμβρίου φεύγει από τον Χάνδακα και ο τελευταίος Χριστιανός Γερμανός Αξιωματικός ο Χριστόφορος Ντεγκενφέλδ .
Ο Τσελεμπί, πάλι, γράφει πως έμειναν στο φρούριο δύο Έλληνες παπάδες, μια γυναίκα και οι Εβραίοι και στα απογραφικά κατάστιχα της περιόδου του Κρητικού Πολέμου αναφέρεται πως τελικά στον Χάνδακα παρέμειναν μετά την παράδοση και πλήρωσαν κεφαλικό φόρο δεκατρείς Έλληνες και είκοσι δύο Εβραίοι.
Λίγο αργότερα, μετά από την οριστική εκκένωση της πόλης, ο Κιοπρουλής αποφασίζει να στείλει ιδιόχειρο γράμμα στον Σουλτάνο για την χαρμόσυνη αυτή είδηση της παραλαβής της. Λένε πως η απάντηση του Σουλτάνου ήταν γραμμένη με χρυσό μελάνι τοποθετημένη μέσα σε μια πολύτιμη θήκη και τα δώρα που στάλθηκαν στον Κιοπρουλή ήταν δύο βαρύτιμα σπαθιά με αδαμαντοκόλλητα θηκάρια, πολλής μεγάλης αξίας και ένα καφτάνι που το φορούσε ο ίδιος . Δεν ξέχασε να στείλει δώρα και στους επτά μπέηδες αντίστοιχα καφτάνια και γούνες.
Ο Κιουπρουλής μόλις τελείωσε η τελετή παράδοσης πήγε να δει την μητέρα του που έμενε στη Φορτέτσα, στο κάστρο του Ινάντιε , την μεγάληΑισέ Χανούμ. Με δάκρυα στα μάτια τον αγκάλιασε και τον παρακάλεσε να την αφήσει να πάει στην Μέκκα μαζί με τον μικρότερο γιό της τον Μουσταφά Μπέη για να ευχαριστήσουν τον Ύψιστο για την μεγάλη νίκη που τους χάρισε. Στη συνέχεια έγιναν μεγάλες γιορτές που κράτησαν επτά μερόνυχτα . Η θριαμβευτική είσοδος του Κιοπρουλή στο Μεγάλο Κάστρο γίνεται έξι μέρες μετά στις 4 Οκτωβρίου 1669 με μεγάλη τελετή στην εκκλησία του αγίου Φραγκίσκου που από κείνη την ήμερα κυμάτιζε στο ψηλό κωδωνοστάσιο της η σημαία της ημισελήνου και η εκκλησία μετονομάστηκε σε Μουσουλμανικό Τέμενος του Σουλτάνου Μεχμέτ του Δ΄(Χιουνκιάρ Τσαμισί).
Η Ενετοκρατία στην Κρήτη είχε τελειώσει μαζί και το τελευταίο οχυρό της Χριστιανοσύνης . Η Καντιγιέ όπως μετονόμασαν τον Χάνδακα οι Τούρκοι ήταν μια πόλη που χρειάστηκαν πολλά χρόνια για να ξαναβρεί τους ρυθμούς της. Τα ερείπια που παρέλαβε ξανάχτισαν χιλιάδες χριστιανικά χέρια με υποχρεωτική εργασία ώστε να ξαναγίνει κατοικήσιμη.
Κι όπως λέει ο μεγάλος Ρεθεμνιώτης ποιητής Μαρίνος Τζάνε Μπουνιαλής:
Ω Κάστρο μου περίδοξο,τάχατες όσοι ζούνε
τάχατες να σαι κλαίσινε και να σ΄ αναζητούνε,
έπρεπε ούλοι οι Καστρινοί μαύρα για να βαστούσι
να κλαίγουσι καθημερινό κι όχι να τραγουδούσι,
άντρες, γυναίκες και παιδιά και πάσα κορασίδα
να δείχνουν πως εχάσασι τέτοιας λοής πατρίδα.
Συνέχισα την βόλτα μου… Εδώ ψηλά, όλα δείχνουν ένα άλλο πρόσωπο μιας πόλης κουρασμένης και πολύ τσιμεντένιας… «Περπάτησα» έναν ένα τους προμαχώνες, τα δρομάκια. Άγιος Ανδρέας, Βηθλεέμ, Μαρτινέγκο. Κι ύστερα προχώρησα, έφτασα μέχρι την Νέα πια Πύλη του Ιησού …Χαμογέλασα από χαρά αυτή τη φορά... Άλλαξαν κι εδώ τα πράγματα. Κατέβηκα κι είδα ξανά την Πύλη του Αγίου Γεωργίου κι έφτασα μέχρι την κάτω μεριά κοντά στη θάλασσα εκεί στην ολοκαίνουργια πια Πύλη Σαμπιονάρα. Κοίταζα τον παραλιακό δρόμο , τα αυτοκίνητα, τα φώτα, τους ανθρώπους που περπατούσαν βιαστικοί στο πεζοδρόμιο. Θέλησα να περάσω απέναντι σε εκείνη την μικρή σφραγισμένη Πύλη που ελάχιστοι προσέχουν και οδηγούσε κι αυτή, κάποτε, μέσα στην πόλη.
Ξεχάστηκα κι η δυνατή κόρνα ενός αυτοκινήτου με την απαραίτητη χειρονομία και « Γαλλική διάλεκτο» του οδηγού ,για την απροσεξία μου να περάσω χωρίς να ελέγξω , με επανέφεραν στο σήμερα…
…Η ζωή συνεχίζεται , κανονικά, σκέφτηκα… Ποιος νοιάζεται για θύμησες …
Άλλωστε έχουν περάσει μόνο 345 χρόνια… σαν σήμερα !
ΠΗΓΕΣ:
Ο Κρητικός Πόλεμος, Χρυσούλα Τζομπανάκη , Εκδ. Χρ. Τζομπανάκη, 2008
Ανδρέας Μπαρότσης, ο προδότης του Μεγάλου Κάστρου, Κρητικά Χρονικά , Ηράκλειο
Η τελευταία περίοδος της πολιορκίας του Μ. Κάστρου,Νικ. Σταυρινίδη, 1979
Χάνδακας, η πόλη και τα τείχη, Χρυσούλα Τζομπανάκη, ΕΚΙΜ 1996
Αρχεία Βικελαίας Δημοτικής Βιβλιοθήκης Ηρακλείου
Φωτ. Αρχείο Μηνά Γεωργιάδη
Ο Κρητικός Πόλεμος, Μαρίνου Ζάνε Μπουνιαλή, εκδ. Αγαθ. Ξηρουχάκη 1908
Οδοιπορικό στην Ελλάδα ( 1668-1671) Εβλιά Τσελεμπί, Εκάτη 2005
http://zhtunteanagnostes.blogspot.com/
0 Comments:
Δημοσίευση σχολίου