Όμορφη η παραθαλάσσια διαδρομή που ενώνει τη Σητεία με τον Άγιο Νικόλαο και η αίσθηση του Αιγαίου Πελάγους πιο οικεία, καθώς έχει άλλη υφή από εκείνη του Λιβυκού.
Έχοντας μόλις την προηγούμενη μέρα διασχίσει μια αντίστοιχη διαδρομή στον νότο του Λασιθίου και όντας αρκετά κουρασμένοι από το σαφάρι στους δύο ανατολικούς νομούς του νησιού, νιώθαμε το δροσερό αιγαιοπελαγίτικο αεράκι αναζωογονητικό και γάργαρο, σε αντίθεση με τον ζεστό, πηχτό αέρα που έφερναν μαζί τους τα μυστήρια κύματα του Λιβυκού όπως έσκαγαν στις ακτογραμμές της Κρήτης.
Μετά από 75 χιλιόμετρα οδήγηση, σε μια στροφή του δρόμου είδαμε μπροστά μας τον κόλπο του Μιραμπέλου και τον Γιαλό, όπως συνηθίζουν να αποκαλούν οι χωριανοί την πρωτεύουσα του νομού, τον Άγιο Νικόλαο, που είναι χτισμένος μπροστά στη θάλασσα, πάνω και γύρω από πέντε λόφους.
Κοσμοπολίτικη, τουριστική, δημοφιλής, μια μικρή υδάτινη πόλη 27.785 κατοίκων, που, εκτός από την εγγύτητα στη θάλασσα, βρίσκεται και πλάι στις εκβολές του χειμάρρου Ξεροπόταμος κι έχει στην αγκάλη της τη μικρή λίμνη Βουλισμένη.
Κατευθυνθήκαμε βόρεια προς τον Ξηρόκαμπο, ένα προάστιο στα δύο χιλιόμετρα από το κέντρο του Αγίου Νικολάου. Εκεί βρίσκεται ο Γύπας, ένα πολύ δημοφιλές καφενείο στην ευρύτερη περιοχή της πρωτεύουσας, μια από κοινού πρόταση των πληροφορητών μας στον νομό Λασιθίου. Δεν βρίσκεται σε κεντρικό σημείο, τουναντίον θέλει μεταφορικό μέσο ή κάνα μισάωρο περπάτημα από τη λίμνη Βουλισμένη, δεν βλέπει θάλασσα κι ούτε έχει καμιά άλλη αξιόλογη θέα.
Ένας συνοικιακός καφενές είναι ανάμεσα σε χαμηλά σπίτια και πολυκατοικίες, που όμως καταφέρνει και συγκεντρώνει το πιστό, ετερόκλητο κοινό του εδώ και 45 χρόνια που λειτουργεί, από όταν το άνοιξε ο Μανώλης Κοκολάκης, το 1978. Εκείνη τη μέρα που πήγαμε, το μαγαζί γέμισε τίγκα, καρφίτσα δεν έπεφτε.
«Πριν ανοίξω εγώ τον καφενέ, εδώ ήταν μοναχό του ένα παλιό σπίτι, πάνω στον κεντρικό δρόμο που οδηγούσε στο Ηράκλειο και στο Οροπέδιο», διηγείται ο κύριος Μανώλης. «Τον πρώτο καιρό το μαγαζί ήταν πολύ πιο μικρό, να, μέχρι εκεί που βλέπεις το ραμποτέ διαχωριστικό της κουζίνας με την εικόνα του Αγίου Στυλιανού, κι είχαμε με το ζόρι τέσσερα πέντε τραπέζια. Πολλοί κάθονταν όρθιοι μπροστά στο τεζιάκι και κάνανε παρέες».
Τη Μαρία τη γυναίκα του, που ήταν νοσηλεύτρια, τη στάμπαρε όταν ήρθε με άδεια στον Άγιο Νικόλαο και το 1980 έβαλε και του την προξένεψαν, κι ύστερα αγαπήθηκαν και παντρεύτηκαν. «Υγεία, δουλειά, εκτίμηση και σεβασμός με τον άνθρωπο που ζεις μαζί», συμβουλεύει ύστερα από 43 χρόνια γάμου.
«Το μαγαζί το δουλεύαμε αρχικά ως καφέ-μπαρ, με κρέατα της ώρας, αγγουροντομάτες και πατατούλες τηγανητές. Οι ρακές έβγαιναν σε μικρά ποτηράκια, γιατί εδώ ερχόταν κυρίως φτωχός κόσμος, εργάτες με τα ρούχα της δουλειάς τους. Για κάθε γύρα με ρακές βάζανε στην άκρη ένα ξερό κουκί ή ένα φιστίκι για να ξέρουν πόσες γύρες ήπιαν».
Από εδώ έφυγε καρφί για το μαιευτήριο η κυρία Μαρία, «αφού πρώτα άνοιξα μια κονσέρβα καλαμαράκια κι έκανα και μια ομελέτα, μην το έχω έγνοια πως έμειναν νηστικά τα κοπέλια (οι πελάτες) που δούλευαν όλη μέρα», λέει γελώντας. Είχε μόλις κατέβει από το σπίτι τους, που βρίσκεται στον επάνω όροφο από τον καφενέ και η είσοδός του βγαίνει πίσω από τις καρέκλες, στο πλαϊνό μας τραπεζάκι.
«Την κούνια με το μωρό την είχα μέσα στην κουζίνα», αναπολεί. Το καφενείο είναι και σπίτι, κυριολεκτικά. Μια εποχή μάλιστα κάλυπταν με εφημερίδες τα τζάμια κι άναβαν τον προτζέκτορα, κάνανε παρέες, έβλεπαν μαζί ταινίες, έφερναν και λυράρηδες και «εγινόντουσαν μεγάλα γλέντια».
Όταν φτάσαμε στον καφενέ, πριν ακόμα ανοίξουν, βρήκα τον Μανώλη και τη Μαρία να καθαρίζουν τα βλίτα και να ετοιμάζουν τα κρέατα για τα κάρβουνα. Στα κρητικά καφενεία έχουν συνήθεια από παλιά να σερβίρουν κρέας ψητό όχι μόνο με τα κρασιά, αλλά και με τις ρακές. Κάθονταν όπως πάντα στο μικρό δωματιάκι με το τζαμένιο χώρισμα, αυτό που προτιμούν κυρίως οι μεγαλύτερης ηλικίας πελάτες, που αγκαζάρει καθένας το τραπέζι του.
Πολλοί μπορεί να τηλεφωνήσουν για να τους κρατήσει τραπέζι ο Κωνσταντίνος, ο γιος του Μανώλη και της Μαρίας, που έχει πλέον αναλάβει τον καφενέ, όμως οι παλιοί πελάτες έχουν καπαρωμένα κι εξασφαλισμένα τα… στασίδια τους, δεν έχουν ανάγκη από ρεζερβέ. Μάλιστα ο κυρ Παναγιώτης, ένας παλιός πελάτης, έχει τη δική του μεριά μέσα στο ψυγείο, όπου φυλάει από τις ρακές του μέχρι τα κουκιά, τα αυγά ή ό,τι άλλο δικό του φέρει, και κάνει μόνος του τα κανονίσματα και τα κουμάντα για την πάρτη του.
Τη μέρα της άφιξής μας είχε μόλις βγει η άδεια στο όνομα του Κωνσταντίνου. Και επίσημα ιδιοκτήτης πλέον, μας κέρασε για τα καλορίζικα ρακές μέσα απ’ τα παλιά μπουκαλάκια του Perrier. Ο Κωνσταντίνος, πρώην ποδοσφαιριστής στην ομάδα νέων του Ολυμπιακού, είναι η καινούργια, δυνατή μεταγραφή του Γύπα.
Μαζί του έχει φέρει μια αύρα ανανέωσης, χωρίς όμως να έχει πειράξει την αυθεντικότητα του μαγαζιού, κι αυτό το διαβεβαιώνουν οι παλιοί πελάτες. Μας βγάζει την περίφημη ομελέτα τους με τα βλίτα και μας λέει ότι είναι τόσο δημοφιλές πιάτο, που δεν τους φτάνουν πάντα τα δικά τους αυγά από το κοτέτσι τους.
Οι ίδιοι καλλιεργούν και μερικά κηπευτικά, έχουν δικά τους λεμόνια, λάδι και ελιές. Την αγροτιά δεν την έχουν εγκαταλείψει, είναι κληρονομική από τους παππούδες τους. Οι επόμενες ρακές συνοδεύονται από λάχανο χοντροκομμένο με το ξίδι και το αλάτι, μαυρομάτικα σαλάτα, ασκορδουλάκους, φάβα, πατάτες με σάλτσα και μια πιατέλα με ψητά.
Παλαιά Εθνική Οδός Ηρακλείου-Αγίου Νικολάου 7, Ξηρόκαμπος, Άγιος Νικόλαος, Λασίθι
- Τηλέφωνο: 28410-26.783
- https://www.gastronomos.gr/
0 Comments:
Δημοσίευση σχολίου