Ίσως είναι εύκολο να γράψεις για τη διαδικασία κατεδάφισης ενός κτιρίου όμως εξαιρετικά δύσκολο να περιγράψεις την κατεδάφιση αναμνήσεων.
Οδός Ινάτου. Έτος 1956 και στο Ηράκλειο κάνει την εμφάνισή του ένα θερινό σινεμά, ο κινηματογράφος «ΚΥΠΡΟΣ», όταν στην περιοχή των Καμινίων δεν υπήρχαν παρά μόνο ελάχιστα κτίσματα.
Λίγα χρόνια μετά μετονομάζεται σε "Ριβολί", ενώ την τελική ονομασία "Ολύμπια" την αποκτά το 1969, όπου αρχίζει να λειτουργεί και ως χειμερινός, με την πρωτοποριακή για την εποχή εκείνη, συρόμενη οροφή.
Οι αναμνήσεις ξεκινάνε περίπου 10 χρόνια μετά. Είναι τότε που ο πατέρας μου αρχίζει να μας παίρνει (εμένα και τον αδερφό μου) στην οικογενειακή επιχείρηση και είναι η ηλικία που αρχίζω να γνωρίζω την τέχνη του κινηματογράφου. Όχι, δεν ασχολήθηκα με αυτήν επαγγελματικά, αν και τώρα που το σκέφτομαι, ίσως η λατρεία μου για τη φωτογραφία να έχει κάποιες βαθιές ρίζες σ’ αυτές τις εποχές.
Όμως από πιτσιρικάς έβλεπα πως δουλεύει η μηχανή, πως αλλάζουν τις ταινίες, πως τις ενώνουν όταν κοβόντουσαν και άλλα πολλά. Τότε έμαθα και τι σημαίνει η λέξη «τσόντα», όχι η πονηρή, η άλλη. Δεν έμαθα όμως ποτέ να λειτουργώ μόνος μου τη μηχανή, όχι γιατί ήταν πολύπλοκη, αλλά ίσως γιατί τον νου μου τον είχα στα πατατάκια και τα κοκ που είχε το μπαρ. Αχ αυτά τα κοκ, νοστιμότερα δεν έχω ξαναφάει. Δεν ξέρω αν μ’ ακούει ο πατέρας μου από κει που είναι, αλλά το παραδέχομαι, είχα βουτήξει αρκετές φορές κοκ χωρίς να του το πω. Δεν πειράζει όμως, αφού εκείνος με έβαζε πολλές φορές να μαζεύω τα άδεια μπουκάλια μέσα από την αίθουσα στο τέλος κάθε παράστασης. Όπως επίσης και να μαλώνω τους ανεγκέφαλους πελάτες που τα τοποθετούσαν στον κατηφορικό διάδρομο, περιμένοντας με χαρά να ακούσουν τον ήχο του σπασίματος. Βέβαια, το χειρότερό μου ήταν: «… Στέφανε κάτσε λίγο στο ταμείο να ανέβω να φάω». Στο μπαρ δε με πείραζε και τόσο να καθίσω, γιατί είπαμε… λίγα πατατάκια, λίγα κοκ, περνούσε πιο ευχάριστα η ώρα. Το μεγάλο βασανιστήριο όμως ήταν άλλο. Αργά το βράδυ, μετά το κλείσιμο, που ήθελε να πηγαίνουμε να αλλάζουμε τα διαφημιστικά καρτελάκια των ταινιών σε διάφορα σημεία του Ηρακλείου. Ω ρε μάγκα μου, απ’ τη νύστα, μου έπεφταν οι πινέζες ή έκανα λάθος τα ΠΡΟΣΕΧΩΣ, ΣΗΜΕΡΑ, ΑΥΡΙΟ, ΤΕΤΑΡΤΗ. Ποτέ δεν το θεώρησα σαν μεταμεσονύχτια βόλτα, αν και θα μπορούσα.
Μέσα όμως στην ατυχία μου είχα και τα τυχερά μου. Η ατυχία μου ήταν ότι είχα στραβά δόντια (ακόμα τα ‘χω, δεν ισιώσανε). Η τύχη όμως ήταν και λίγο με το μέρος μου. Έκανα πολλά ταξίδια και έφταιγε αυτό. Ανεβαίναμε στην Αθήνα στον ορθοδοντικό για να μου φτιάξει τα σιδεράκια και παράλληλα για να «κλείσει» ο πατέρας μου τις ταινίες της επόμενης περιόδου. Ατέλειωτες ώρες στις κινηματογραφικές εταιρείες –κάπου στις στοές της πλατείας Κάνιγγος- να χάνομαι ανάμεσα σε φιλμ, μπομπίνες, καρτελάκια και αφίσες. Πολλές φορές μου έλεγε να διαλέξω εγώ, στοιχηματίζοντας αν θα πάει εισπρακτικά καλά η ταινία ή όχι. Νιώθω επίσης τυχερός που μπόρεσα μέσα σ’ αυτές τις εταιρείες να γνωρίσω ηθοποιούς από τις ένδοξες εποχές του καλού ελληνικού κινηματογράφου.
Στους διαδρόμους αυτής της αίθουσας που δεν υπάρχει πια, έμαθα ισορροπία στο ποδήλατο και στις πλάτες των καθισμάτων (ούτε αυτό το ξέρει ο πατέρας μου) και έφαγα τα μούτρα μου με το scateboard αφού κατέληγα ανάμεσα στα καθίσματα με γδαρμένα πόδια. Εκεί μέσα γινόμουν ο ήρωας κάθε ταινίας. Μεταμορφωνόμουν σε cowboy, superman, σερίφη και σε κάθε είδους πρωταγωνιστή.
Ο πατέρας μου, μου είχε ζωγραφίσει μια αστυνομική ταυτότητα με τη σφραγίδα του σινεμά Ολύμπια για να τη δείχνω στους κακοποιούς και να μπορώ να τους συλλαμβάνω ευκολότερα. Το καλύτερο μου: το καράτε. Ο ίδιος ο Bruce Lee μου είχε δώσει τη μαύρη ζώνη, τιμής ένεκεν που είχα παρακολουθήσει όλες του τις ταινίες, γνωστές και άγνωστες.
Το σινεμά είχε όμως κι άλλες εικόνες. Τον παππού το Δημήτρη, ιδρυτή της επιχείρησης, να έχει άποψη για όλους και για όλα. Οι καλύτερες κουβέντες ήταν αυτές που αφορούσαν τα γκομενικά του…! Έπαιρνε πόζα και έλεγε, έλεγε, σταματημό δεν είχε. Όχι, ψέματα. Σταματούσε απότομα όταν του έβαζε τη φωνή η γιαγιά η Ευαγγελία, σούζα ο παππούς. Όταν δεν τη νευρίαζε, του κατέβαζε το φαγητό στο σινεμά, αυτός έβαζε την πετσέτα στο στήθος και απολάμβανε τις μαγειρικές της δημιουργίες. Αχ, αυτά τα ντολμαδάκια βρε γιαγιά. Το βράδυ, έριχνε νερό με τον κουβά στο άσπρο FIATάκι του που ήταν παρκαρισμένο ακριβώς απ’ έξω για να το έχει πάντα έτοιμο για βόλτα. Όχι μην μπερδεύεστε, δεν οδηγούσε. Του είχαν αφαιρέσει το δίπλωμα, αλλά το αμάξι εκεί, ετοιμοπόλεμο. Δε σήκωνε κουβέντα όταν του λέγαμε να το πουλήσει. Τελικά το πήρε ο γερανός για παλιοσίδερα.
Δεν ήταν λίγες οι φορές που το σινεμά φιλοξένησε θεατρικές και μουσικές παραστάσεις, αφού το Studio 19 (ο ραδιοφωνικός σταθμός του αδερφού μου) διοργάνωνε συχνά τέτοιες πολιτιστικές δράσεις. Μεγάλα ονόματα, πολύς ο κόσμος. Σχολεία, σύλλογοι, θεατρικές και κινηματογραφικές ομάδες, όλοι είχαν αφήσει το στίγμα τους. Μέσα σ’ όλα αυτά και τα δικά μας πάρτι. Τα πρώτα μας πάρτι γινόντουσαν στο σπίτι. Όταν όμως «μεγαλώσαμε» και ο κύκλος γνωριμιών μας είχε αυξηθεί επικίνδυνα, χρειαζόμασταν μεγαλύτερο χώρο. Και ποιος ήταν ο καταλληλότερος; Μα φυσικά το σινεμά. Σταματούσε τη λειτουργία του για τις ανάγκες της διασκέδασής μας και μετατρεπόταν σε club. DJ, ποτά, διακόσμηση, χορός, κέφι ακόμα και στο δρόμο, μέχρι το πρωί.
Βλέποντας το κτίριο να κατεδαφίζεται έρχονται κι άλλες αναμνήσεις, τόσες πολλές που θα γέμιζαν εύκολα τις σελίδες ενός βιβλίου. Όμως όχι, δε στεναχωριέμαι, αφού εκεί μέσα έζησα όμορφα παιδικά χρόνια, στιγμές υπέροχες, μαγικές. Ήταν για μένα το δικό μου «Σινεμά ο Παράδεισος». Όσα μπάζα κι αν δω απ’ αυτό το χώρο, οι καλές αναμνήσεις είναι αυτές που μένουν και φέρνουν όνειρα στα «ΠΡΟΣΕΧΩΣ».
0 Comments:
Δημοσίευση σχολίου