Ο μεγαλόπρεπος ναός της Αγίας δέσποζε της νέας πόλης ως σύμβολο του νέου ξεκινήματός της, όπως η Καζάρμα συμβόλιζε το ένδοξο παρελθόν της. Σε σειρά επιστολικών δελταρίων (Καρτποστάλ) του πρώτου τέταρτου του αιώνα που παρουσιάζουν πανοραμικές απόψεις της Σητείας, ο ναός διακρίνεται πάνω από το μιναρέ του Τζαμιού ο οποίος κατεδαφίστηκε σύμφωνα με πληροφορίες γύρω στα 1920-25. Από τα δελτάρια αυτά μπορεί κανείς να παρακολουθήσει την πολεοδομική εξέλιξη της πόλης, μέχρι και το 1950, οπότε ξεκίνησε η πληθυσμιακή και οικοδομική έκρηξη.
Ένα σημαντικό ιστορικό ντοκουμέντο που αποτελεί την παλαιότερη απεικόνιση του ναού της Αγίας Αικατερίνης είναι η επιστολική κάρτα που παρουσιάζει τον ίδιο το ναό, φωτογραφημένο στις αρχες του αιώνα, από τον ονομαστό για την εποχή του Τουρκοκρητικό φωτογράφο του Ηρακλείου R. Behaeddin, λίγα χρόνια μετά τα εγκαίνια.
Αναφορά στον πρώτο ναό κάνει και ο Γάλλος περιηγητής V. Berard, ο οποίος επισκέφθηκε τη Σητεία το 1897 και περιγράφει την πόλη «...Είναι η σύγχρονη πόλη της Σητείας, πόλη καινούργια με δρομάκια που σχηματίζουν μεταξύ τους ορθή γωνία, πόλη χριστιανική με τούς θόλους της ολοκαίνουργης μεγάλης βασιλικής της...» («Κρητικές Υποθέσεις» 1897, Αθήνα 1994, σελ. 243). Ο πρώτος ναός δεν είχε κωδωνοστάσιο.
Το πρώτο κωδωνοστάσιο στη νοτιοδυτική πλευρά κατασκευάστηκε το 1938 από το μηχανικό Χαράλαμπο Μαρκάκη με επιβλέποντα μηχανικό τον Ιωάννη Βαρκαράκη. Αυτά, αποτέλεσαν τα στοιχεία της λεγόμενης β' φάσης του ναού μαζί με τον Γυναικωνίτη που κατασκευάστηκε γύρω στα 1927 με σχέδια του μηχανικού Ιωαννίδη και με εργολάβο το Δημ. Βοΐλα.
Ο μικρός πρόναος οικοδομήθηκε γύρω στο 1949-50 σε σχέδια του μηχανικού Χαρ. Μαρκάκη. Φωτογραφίες της εποχής του 1950 δείχνουν καθαρά τις εξωτερικές προσθήκες σε σχέση με τον πρώτο ναο που απεικονίζεται στη φωτογραφία του R. Behaeddin.
Γύρω στις αρχές της δεκαετίας του 1950, επί εφημερίας Αρχιμ. Εμμ. Μυλωνάκη, για επέκταση του Ιερού Βήματος προσετέθησαν εκατέρωθεν δύο βοηθητικοί χώροι και γύρω στα 1953-54 αντικαταστάθηκε το ετοιμόρροπο κωδωνοστάσιο με καινούργιο σε σχέδια του μηχανικού Γεωργίου Εμμ. Σπυριδάκη. Έγιναν επανειλημμένες προσπάθειες επισκευής του τρούλου και του εσωτερικού θόλου για να συγκρατηθούν τα όμβρια ύδατα χωρίς τα αναμενόμενα αποτελέσματα έως ότου το 1989 εξασφαλίστηκε η στεγανότητα του ναού με την επικάλυψη των θόλων και του τρούλου εξωτερικά με φύλλα χαλκού. Η συνολική δαπάνη έφθασε τα 5,5 εκ. δραχμές.
Η αυλή τσιμεντοστρώθηκε και ανοικοδομήθηκε δίπλα από το ναό κτίριο με αίθουσα δεξιώσεων, γραφείου και άλλων βοηθητικών χώρων. Τον Ιούνιο του 1993 άρχισαν έργα γενικής ανακαίνισης του ναού τα οποία χαρακτηρίζουν τη λεγόμενη τρίτη οικοδομική περίοδο. Καθαιρέθηκαν και ανακατασκευάστηκαν όλα τα επιχρίσματα εσωτερικά και εξωτερικά. Κατασή, για την εξυπηρέτηση λειτουργικών αναγκών αλλά και για λόγους στατικής ευστάθειας, επειδή το κτήριο είχε υποστεί ρωγμές από σεισμούς και από την προσθήκη του παλαιού γυναικωνίτη.
Στη βορειοδυτική πλευρά οικοδομήθηκε δεύτερο κωδωνοστάσιο, όμοιο του προϋπάρχοντος. Οι εργασίες αυτές διήρκεσαν από τις 11 Ιουνίου έως τις 25 Οκτωβρίου του ιδίου έτους. Τα σχέδια και η επίβλεψη έγιναν από το Σητειακό μηχανικό Μανώλη Μιαουδάκη. Η πρώτη πανηγυρική λειτουργία μετά την ανακαίνιση έγινε στις 26 Οκτωβρίου, εορτή του Αγίου Δημητρίου. Κατά τα έτη 1997-98 κατασκευάστηκε η μεγάλη αίθουσα πολλαπλών χρήσεων, κάτω από την αυλή του ναού, σε σχέδια του μηχανικού Χαράλαμπου Λεβαντάκη.
Με δαπάνη του ταμείου της Αγίας Αικατερίνης με χρήματα που συνέλεξε η Ενοριακή της Επιτροπή οικοδομήθηκε ο ναός του Αγίου Γεωργίου το 1947, με σχέδια του μηχανικού Χαράλαμπου Μαρκάκη, αρχικά ως παρεκκλήσιο του ναού της Αγίας, για να ονομαστεί ενοριακός ναός την 1η Νοεμβρίου 1974. Η Ενοριακή Επιτροπή επίσης ήταν υπεύθυνη για τον παλλασιθιώτικο έρανο και τα έργα του ναού του Ευαγγελισμού.
Είναι βέβαιο ότι κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας οι δύο λατινικοί ναοί της πόλης ευρίσκοντο σε ερειπιώδη κατάσταση και καμία θρησκευτική ιερουργία δεν ελάμβανε χώρα. Μετά την επιλογή των ερειπίων της παλαιάς Σητείας ως νέας πρωτεύουσας της Επαρχίας από τον Αβνή Πασά, όπως προαναφέραμε, το 1870, η αναγκαιότητα της ίδρυσης ναού των ορθοδόξων εθεωρείτο δεδομένη, παράλληλα με την ίδρυση Τζαμιού για το μουσουλμανικό πληθυσμό. Ήδη από τις αρχές του 19ου αιώνα οι μεγάλες επαναστάσεις της Κρήτης είχαν επιτύχει την κατάκτηση ορισμένων θρησκευτικών ελευθεριών οι οποίες κατοχυρώθηκαν και διευρύνθηκαν με το Χάττι Χουμαγιούν (1856), τον Οργανικό Νόμο (1868) και τη Σύμβαση της Χαλέπας (1878). Ένας από τούς βασικούς νόμους που καταργήθηκε ήταν αυτός που απαγόρευε την ίδρυση νέων χριστιανικών ναών (Σεριάτ).
Δεν υπάρχει αμφιβολία,ότι για τις πρώτες θρησκευτικές ανάγκες των χριστιανών της νέας πρωτεύουσας, χρησιμοποιήθηκε ο ερειπωμένος ναός της Santa Caterina ο οποίος ασφαλώς υπέστη κάποιες εργασίες επισκευών. Προφανώς, ο ναός του Αγίου Μάρκου θα ευρίσκετο σε κατάσταση πλήρους κατάρρευσης και άλλωστε θα ήταν αμφίβολο αν οι χριστιανοί ήθελαν να χρησιμοποιήσουν ως ορθόδοξο ναό μία εκκλησία που είχε συνδεθεί με την επίσημη εξουσία και θρησκεία των Ενετών. Επίσης, αναμφίβολο είναι ότι η μνήμη του ονόματός του ναού της Αγίας Αικατερίνης δεν είχε λησμονηθεί σε όλο το διάστημα της τουρκικής κατοχής και οι Ελληνες κάτοικοι της νέας πόλης διατήρησαν το όνομα της Αγίας. Ταυτόχρονα, θα πρέπει να υποθέσουμε ότι και ο ναός της Santa Maria, μετά από κάποια ανακαίνιση, χρησιμοποιήθηκε από τους ορθοδόξους, τιμώμενος στο όνομα της Αναλήψεως του Σωτήρος. Από την εξέταση των παλαιών εικόνων του ναού της Αγίας Αικατερίνης προέκυψε το στοιχείο της ύπαρξης και λειτουργίας κατά την περίοδο της δημιουργίας της νέας πόλεως Σητείας του ναού του Αγίου Ιωάννη στην περιοχή «Λιοπίτη», αφού εικόνα η οποία μεταφέρθηκε στο ναό από την εκκλησία του Αγίου Ιωάννη φέρει την χρονολογία 1874, και για την οποία θα γίνει λόγος στην παρουσίαση των εικόνων του ναού της Αγίας Αικατερίνης. Επίσης και ο ναός του Αγίου Νικολάου στην βόρεια ακτή της Σητείας ανηγέρθη το 1933 επί των ερειπίων παλαιού ομωνύμου ναού του οποίου πιθανώς η ίδρυση θα πρέπει να τοποθετηθεί στα ύστερα χρόνια της Τουρκοκρατίας η και στο τέλος της Ενετοκρατίας.
Τα κείμενα μιλούν με βεβαιότητα για την ανέγερση του νέου ναού της Αγίας Αικατερίνης επί παλαιού ναού στην ίδια θέση. Ο Gerola, στις αρχές του αιώνα γράφει σχετικά «Η σημερινή ορθόδοξη εκκλησία που βρίσκεται στη μέση της πόλης ξανακτισμένη από τα θεμέλια, ονομαζόταν με το ιταλικό όνομα «Santa Caterina». Και ασφαλώς ανταποκρινότανε στην αρχική εκκλησία των Αυγουστίνων, που αρκετά καταστράφηκε από την εισβολή του Μπαρμπαρόσσα» (Bλ. παρ. σελ. 99).
Στο περιοδικό «Μύσων» αναγράφονται τα ακόλουθα:·«Επί των ερειπίων παλαιού ναού της Αγίας Αικατερίνης ανηγέρθη επιστασία του αναπληρωτού του Επάρχου (Μουαβίνη) Νικολετάκη εκ Ρεθύμνης νέος ναός της Αγίας Αικατερίνης εις την δυτικήν θύραν του οποίου είχε ταφή η αποθανούσα σύζυγος του Νικολετάκη» (Bλ. Περιοδικό «Mύσων», Tόμος ΣT΄ (1937), σελ 46.). Τέλοςτα Απομνημονεύματα του Επισκόπου Αμβροσίου αναφέρουν «Ανέγερσις εκ θεμελίων ναού Αγίας Αικατερίνης (1890-99)» (Bλ. παρ. σελ. 99).
Από τα πιο πάνω, δεν είναι σαφές αν δημιουργήθηκε στη θέση αυτή μικρή εκκλησία στην οποία λειτουργούσαν οι χριστιανοί ή αν επί των ερειπίων του λατινικού ναού ανηγέρθη ο νέος και οι ορθόδοξοι κάτοικοι της πόλης εκκλησιάζοντο μέχρι τότε σε άλλο ναό όπως σ’ αυτόν του Αγίου Ιωάννου. Πιστεύουμε ότι -όπως προαναφέρθηκε- επισκευάστηκε πρόχειρα ο παλαιός ναός της Santa Caterina και χρησιμοποιήθηκε για τις λατρευτικές ανάγκες των χριστιανών και μετά κατεδαφίστηκε για να αναγερθεί στη θέση του ο νέος ναός. Αυτό προκύπτει σαφέστατα από το κείμενο της αφιερωτικής-κτητορικής πλάκας που εντοιχίστηκε στο νέο ναό κατά τα εγκαίνιά του το 1899.
Το κείμενο έχει ως εξής σε μικρογράμματη μεταγραφή
Πανσητειωτών εράνω και επιμελεία Προκρίτων Λιμένος Σητείας ανωκοδομήθη ευρυχωρότερος και μεγαλοπρεπέστερος ο Καθεδρικός ουτος Ναός εν έτει 1890 προς
τιμήν και αίνον της Αγίαςκαι Πανσόφου Νυμφης τουΧριστού Αικατερίνης
ετελέ-θησαν δε τα εγκαίνια αυτού εν έτει 1899 Αρχιερατεύοντος
του Σητείας και Ιεράς Αμβροσίου.
Από το πιο πάνω κείμενο, που έχει την άμεση εγκυρότητα, αφήνεται καθαρά να εννοηθεί η ύπαρξη στον ίδιο χώρο ναού «ολιγότερον ευρύχωρου και χωρίς την ανάλογη μεγαλοπρέπεια» αλλά πάντως ναού εν λειτουργία ο οποίος κατεδαφίστηκε για να κτιστεί ο νέος ναός «ευρυχωρότερος και μεγαλοπρεπέστερος». Άλλωστε, φαίνεται φυσικό να εκτελούσαν τα θρησκευτικά τους καθήκοντα οι χριστιανοί της Σητείας μέσα στην πόλη, στο διάστημα αυτό της εικοσαετίας η οποία μεσολάβησε από την ίδρυση της νέας πόλης, μέχρι τον χρόνο της θεμελίωσης του νέου ναού της Αγίας Αικατερίνης. Ο θεμέλιος λίθος τέθηκε το 1890 για να ικανοποιήσει τις θρησκευτικές ανάγκες του χριστιανικού πληθυσμού της πόλης η οποία σύμφωνα με την πρόσφατη τουρκική απογραφή του 1881 (1η έως 11η Οκτωβρίου) είχε 568 κατοίκους από τούς οποίους οι 256 αποτελούσαν τις 70 χριστιανικές οικογένειες και οι 312 τις 88 μουσουλμανικές. Ασφαλώς, εννέα χρόνια μετά θα υπήρξε αλματώδης αύξηση του πληθυσμού του χριστιανικού, με την κάθοδο από τα χωριά της Επαρχίας ώστε κατά την απογραφή του 1900, στην ελεύθερη Κρήτη, οι κάτοικοι της πόλεως Σητείας έφθασαν τους 1053, αριθμός αρκετά μεγάλος σε σχέση με την προηγούμενη απογραφή αν ληφθεί υπόψη ότι ο μουσουλμανικός πληθυσμός είχε μεταναστεύσει από την Κρήτη κατά το μεγαλύτερο μέρος του.
Ο θεμέλιος λίθος, σύμφωνα με την εντοιχισμένη πλάκα αλλά και τα Απομνημονεύματα του Επισκόπου Αμβροσίου, θα πρέπει να αποτέλεσε και ίσως το πρώτο σε προτεραιότητα έργο του Επισκόπου, ο οποίος μόλις προ ολίγων μηνών είχε αναλάβει τα επισκοπικά του καθήκοντα, σε ηλικία 33 ετών.
Ο Ιεροσητείας Αμβρόσιος Σφακιανάκης εγεννήθη στο Ηράκλειο στις 15 Σεπτεμβρίου το 1856 έλαβε δε το κοσμικό όνομα Δημήτριος. Ο πατέρας του κατήγετο από το Βραχάσι Μεραμβέλλου και η μητέρα του από το Χουδέτσι Πεδιάδος. Η Επανάσταση του 1866 διέκοψε τις σπουδές του στη στοιχειώδη εκπαίδευση και άφησε έντονες μνήμες στο δεκαετή Δημήτριο. Τις Γυμνασιακές σπουδές του περάτωσε στο Ημιγυμνάσιο Ηρακλείου. Ακολούθως εφοίτησε στην Θεολογική Σχολή του Τιμίου Σταυρού του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων ως υπότροφος. Επειδή η Σχολή έκλεισε το 1876 μετέβη στην Ιερισσό όπου χειροτονήθηκε Διάκονος. Ακολούθως μετέβη στην Aλεξάνδρεια αλλά επανήλθε στην Αθήνα όπου φοίτησε στη Ριζάρειο Σχολή και το 1882 ενεγράφη στη Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών από όπου απεφοίτησε το 1887. Επανελθών στην Αλεξάνδρεια έφθασε στο βαθμό του Μεγάλου Αρχιμανδρίτη και Ιεροκήρυκος πάσης Αιγύπτου, παρά τον Πατριάρχη Σοφρώνιο. Εκεί επληροφορήθη την εκλογήν του από την Ιερά Σύνοδο της Κρήτης ως Επισκόπου Ιεράς και Σητείας και χειροτονήθηκε στο Ηράκλειο στις 28 Ιανουαρίου 1890.
Η Επισκοπική του δράση υπήρξε πολυσχιδής και παραγωγική. Η συμβολή του στην εκκλησιαστική και πολιτική ιστορία της Ιεράπετρας και Σητείας ήταν καθοριστική ιδιαίτερα διότι συνέδεσε το όνομά του με την Επανάσταση του 1897-98 και τη μεγάλη αναδιοργανωτική προσπάθεια σε Εκκλησία και Παιδεία. Απέθανε στις 5 Ιανουαρίου 1929.
Δεν γνωρίζουμε παρά ελάχιστα στοιχεία για την ανέγερση του ναού. Αρχεία της Ενορίας δεν υπάρχουν προ του 1899 και τα αντίστοιχα της Επισκοπής επί εποχής Επισκόπου Aμβροσίου δεν βρέθηκαν στη Μητρόπολη Ιεραπύτνης και Σητείας. Πρωτομάστορας, σύμφωνα με διασταυρωμένες πληροφορίες, φέρεται ο εκ Χαμαιζίου Δημήτριος Αναγνωστάκης που έκτισε και την παλαιά κρήνη του Χαμαιζίου, κάτω από την εκκλησία του Αγίου Παντελεήμονα, το 1890 και πιθανώς προσέθεσε λίγο αργότερα (1894) και τούς δύο θόλους στην ίδια παλιά εκκλησία. Ως τεχνίτες βοηθοί του, αναφέρονται οι επίσης Χαμεζιανοί, Εμμ. Παπαδομανωλάκης, Γ. Καζαμίας και Εμμ. Λιουδάκης, επιβεβαιώνοντας την παράδοση, που και σήμερα συνεχίζεται, για την αξία των Χαμεζιανών κτιστών. Αλλά αν για τούς μαστόρους μας πληροφορεί η προφορική παράδοση, μία πρόσφατη δημοσίευση ενός κειμένου του 1895 μας αποκάλυψε το όνομα του εκπονήσαντος τα σχέδια μηχανικού (Bλ. N I. Παπαδάκη «Aπό Λιμένος Σητείας εις Mονήν Kαψάν (1895), Σητεία 1998, σελ. 10, υποσ. 1). Πρόκειται για τον Μηνά Ωρολογά του οποίου αγνοούμε την καταγωγή. Σύμφωνα με κάποιες πληροφορίες κατήγετο από τα Ιωάννινα αν και το επώνυμο δεν απαντάται καθόλου στην περιοχή της Ηπείρου. Αντίθετα είναι σύνηθες στη Σάμο από όπου προέρχονται και οι πρόγονοι των εχόντων το ίδιο επώνυμο οικογενειών του Ηρακλείου και των Χανίων. Πάντως φαίνεται, σύμφωνα με τις συνθήκες της εποχής, ότι θα ήταν δυσχερέστατη η κλήση μηχανικού από την ηπειρωτική Ελλάδα, εκτός ίσως, από κάποια νησιά του Αιγαίου.
Είναι σύνηθες, τα επίσημα εγκαίνια των εκκλησιών να μην σχετίζονται με τον χρόνο κατά τον οποίο παρεδόθησαν ανεπίσημα στη λατρεία. Έτσι, αρκετά και συγκεκριμένα γεγονότα αναφερόμενα στο αρχείο της Επισκοπής του Αμβροσίου λαμβάνουν χώρα στο νεόδμητο ναό της Αγίας Αικατερίνης προ της ημέρας των εγκαινίων.
-2/14 Ιανουαρίου 1898. Ο Επίσκοπος Αμβρόσιος παρακαλεί τον Πολιτικό Διοικητή της Σητείας Chevalier να παραλάβει από το Τελωνείο κιβώτιο το οποίο περιέχει πράγματα τα οποία ανήκαν στο Ναό της Αγίας Αικατερίνης.
-8/20-12/24 Φεβρουαρίου 1898. Ο Επίσκοπος πληροφορεί τον Chevalier ότι θα πρέπει να προετοιμαστεί ο Ναός της Αγίας Αικατερίνης, αν τελεστεί σ' αυτόν ο γάμος της ανεψιάς του Κ. Μοάτσου (Ένας K. Μοάτσος φέρεται ως τροφοδότης των Γαλλικών πλοίων (N. I. Παπαδάκη «Eπαναστατικά Aπομνημονεύματα» υπό έκδοση) και ακολουθεί αλληλογραφία από την οποία φαίνεται ότι ο γάμος έγινε με μεγάλη επισημότητα.
-24 Μαρτίου-5 Απριλίου 1898. Ο Chevalier σε επιστολή του προς τον Επίσκοπο του γνωρίζει ότι όλοι στην πόλη είναι ευχαριστημένοι από την παρουσία του νέου εφημέριου του ναού Παπά Κωνσταντίνου Γαλανάκη τον οποίο θέτει υπό την προστασία του. Επίσης τον ευχαριστεί διότι έδωσε την άδεια για την τέλεση στην Αγία Αικατερίνη λειτουργίας για τούς Γαλλους όταν θα έλθει ο καθολικός ιερέας του Γαλλικού ναυτικού, Abbe Du Curon, ο οποίος ευρίσκετο επί της Ναυαρχίδας των Γαλλικών δυνάμεων «Amiral Charner» στη Σούδα.
-11/23 Νοεμβρίου 1898. Μετά την αποχώρηση του Τουρκικού στρατού και για τον εορτασμό του γεγονότος εψάλη κατανυκτική Δοξολογία στο ναό της Αγίας Αικατερίνης παρουσία των Γαλλικών Αρχών. Την ίδια ημέρα παρεδόθησαν τα όπλα των Σητειακών επαναστατών παρουσία του Ναυάρχου Pottier και του Προξένου Blanc. Aπό τα πιο πάνω γεγονότα φαίνεται ότι από το τέλος του 1897 είχαν ολοκληρωθεί οι οικοδομικές εργασίες του ναού και εχρησιμοποιείτο όταν έκτακτα και σημαντικά γεγονότα το επέβαλαν. Δυο χρόνια μετά, έγιναν τα επίσημα εγκαίνια. Η ακριβής ημερομηνία, που δεν προκύπτει από την πλάκα των εγκαινίων, είναι η 19η του μηνός Σεπτεμβρίου, όπως αποκαλύπτεται από την ιδιόχειρη αφιέρωση επί Ευαγγελίου, δώρου προς το Ναο, του Αρχιμανδρίτου Νικοδήμου Πετυχάκη, για το οποίο θα γίνει ιδιαίτερος λόγος στην παρουσίαση των κειμηλίων του ναού. Τα εγκαίνια έγιναν με πανηγυρικό τριήμερο εορτασμό στον οποίο συμμετείχε το ευσεβές πλήρωμα όχι μόνο της πόλης αλλά καί όλης της Επαρχίας, σύμφωνα με προφορικές μαρτυρίες παλαιών κατοίκων αφού το γεγονός δεν έτυχε της καταγραφής του στον Τύπο της εποχής ο οποίος ως γνωστόν εκδίδετο μόνο στα Χανιά και το Ηράκλειο. Η ίδρυση του ναού της Aγίας Αικατερίνης δεν πανηγυρίστηκε μόνο για την ελεύθερη εκδήλωση του επί τόσους αιώνες καταπιεσμένου θρησκευτικού ορθοδόξου φρονήματος αλλά συνδέθηκε και με την εθνική ανάσταση μετά από την φρικτή τουρκική καταπίεση ενώ συγχρόνως αποτέλεσε το έμβλημα του ενδόξου παρελθόντος της μεγάλης αυτής πόλης που δημιουργήθηκε πάλι πάνω στα ερείπιά της με τις ευλογίες και ικεσίες της Πανσόφου Νύμφης του Θεού, προστάτιδος και βοηθού και στη νέα της πορεία στο μέλλον.
Στα Απομνημονεύματα του Ιεροσητείας Αμβροσίου αναγράφονται κατά χρονολογική σειρά και οι υπολειπόμενες εργασίες στο ναό μέχρι την πλήρη ολοκλήρωση της πρώτης περιόδου της δημιουργίας του.
- Το 1908 έγινε η εικονογράφηση.
- Το 1909 η πλακόστρωση.
- Το 1914 η ισοπέδωση της αυλής η περιτείχιση.
Η συνολική δαπάνη έφθασε στις 850.000 δρχ. περίπου, ποσό τεράστιο για την εποχή. Για το λόγο αυτό διεξήχθησαν επανειλημμένα έρανοι όχι μόνο στην πόλη αλλά και σε όλη την Επαρχία. Οι έρανοι αυτοί των Πανσητειωτών, που αναφέρει η πλάκα των εγκαινίων, με την επιμέλεια των Προκρίτων του Λιμένος Σητείας, απέφεραν όχι μόνο χρηματικά ποσά αλλά και ατομικές προσφορές σε προσωπική εργασία και σε οικοδομικά υλικά. Η πιο πάνω χρονολογική αναφορά παρουσιάζει βέβαια ένα ερωτηματικό ως προς το κενό της αγιογράφησης για τα δώδεκα χρόνια από την επίσημη έναρξη της λατρείας στο ναό μέχρι τον παραδιδόμενο χρόνο της κατασκευής του τέμπλου. Δυστυχώς δεν υπάρχουν στοιχεία και αυτό μας επιτρέπει την υπόθεση ότι τοποθετήθηκε πρόχειρα κάποιο ξύλινο χώρισμα στο Άγιο Βήμα επί του οποίου είχαν αναρτηθεί εικόνες που είχαν προσφέρει οι πιστοί η αγιογραφήθησαν με απόφαση της Επιτροπείας του ναού (περίπτωση Μιχελιδάκη του 1909).
0 Comments:
Δημοσίευση σχολίου