Αυτό που παρατηρώ είναι ότι ο ψαράς στο Αιγαίο είναι πλέον είδος προς εξαφάνιση. Εκείνο που μπορεί να συμπεράνει τα τελευταία χρόνια ο παρατηρητής των παράκτιων αλιέων είναι ότι το επάγγελμα πάσχει από έλλειψη αλλαγής φρουράς, η οποία προφανώς συνδέεται με την αρνητική εικόνα του επαγγέλματος που έχει περάσει στην κοινή γνώμη. Σύμφωνα με έναν μεσήλικα αλιέα, πρόκειται για ένα επάγγελμα που δεν ενδιαφέρει τη νέα γενιά.
Oι ψαράδες είναι άνθρωποι μεγαλωμένοι στη θάλασσα, δεμένοι τόσο πολύ με το ντέρτι και τη χαρά τους, όπως την ονομάζουν, που θαρρείς πως στις φλέβες τους κυλάει θαλασσινό νερό. Δαρμένοι από την αλμύρα και το άχθος που ενυπάρχει στην κοιλιά της, με χέρια σαν σκαλισμένα γλυπτά, λιγομίλητοι και τσεκουράτοι, πλάσματα πιότερο της θάλασσας παρά της στεριάς, με τη μοίρα τους να ‘ναι σφιχταγκαλιασμένη με τη θάλασσα, το μεγάλο μυστήριο, όπως την αποκαλούν.
Μια φορά ψαράς, πάντα ψαράς, συνηθίζουν να λένε, καταδεικνύοντας έτσι την οικογενειακή παράδοση στο ψάρεμα, αλλά και τη σύνδεση του ανθρώπου με το μεγάλο μυστήριο. Κανένας ψαράς δεν θέλει τα παιδιά του να μπουν στη θάλασσα. Το μεροκάματο δύσκολο, το άγχος και τα νεύρα πολλά, οι φουρτούνες αμέτρητες. Δουλεύουν κάτω από τις πιο αντίξοες συνθήκες, εκτεθειμένοι διαρκώς στην υγρασία και στην αλμύρα, με ελάχιστη ξεκούραση, χωρίς ιατρική ασφάλιση. Εάν η ψαριά πάει καλά, θα πληρωθεί ο κόσμος. Ειδάλλως, είναι το μόνο επάγγελμα που μπορεί να δουλεύει κανείς πολύ σκληρά για ώρες και στο τέλος να μην αμειφθεί. Εξω στα ανοιχτά, κουμάντο κάνει η θάλασσα σαν να ζυγίζει αδιάκοπα την ποιότητα της ψυχής των ψαράδων και να τους επιβραβεύει ανάλογα.
Οσο πιο σκληρές είναι οι συνθήκες εργασίας τόσο ισχυρότεροι οι δεσμοί που τους δένουν. Σε στιγμές έντασης, εξαντλητικής κούρασης και άγχους, διακρίνει κανείς καθαρότερα τον ανθρώπινο ψυχισμό. Τους έχω δει να κάνουν καλαμπούρια, σε στιγμές εξαντλητικής κούρασης. Να βοηθάει ο ένας τον άλλο στο κουβάλημα, να μανώνουν τα δίχτυα παρέα, να μαγειρεύουν και να τρώνε πάντα όλοι μαζί.
Υπάρχει μια αλληλεγγύη και μια συντροφικότητα επάνω στο καΐκι, εξαιτίας ίσως της αμοιβαίας εξάρτησης, ή επειδή σε έναν μικρόκοσμο όπως το περιβάλλον του καϊκιού, οι ανάρμοστες συμπεριφορές δεν έχουν θέση. Η μοναχικότητα του ψαρά χρωματίζει τη συντροφικότητα. Της προσθέτει αξία. Δένεται ο ψαράς με τους συντρόφους του αλλά παράλληλα συνεχίζει να νιώθει μόνος πάνω στο καΐκι. Οσο η θάλασσα κυβερνάει τη ζωή του, τόσο αυτός θα τυλίγεται από τον μανδύα της μοναχικότητάς του.
Η ζωή στο καΐκι
Τις περισσότερες φόρες, μέσα στα καΐκια νιώθω ότι συμμετέχω σε έναν ιδιότυπο τελετουργικό χορό. Τα καΐκια γίνονται άξαφνα μικροί ναοί, οι σιωπηλοί ψαράδες που για ώρες μανώνουν τα δίχτυα μοιάζουν με μοναχούς βυθισμένους σε διαλογισμό. Οι συμβολισμοί της θάλασσας εφορμούν από τη συλλογική μας μνήμη και βάζουν φωτιά στη συνείδηση, το υγρό στοιχείο αλλοιώνει την αίσθηση του χρόνου και όλα φαίνονται να μεταμορφώνονται, να καθαγιάζονται. Η αρχετυπική εικόνα του ψαρά που μαζεύει το δίχτυ χωρίς ποτέ να γνωρίζει τι του επιφυλάσσει η θάλασσα αναπαριστά μια δραστηριότητα που επαναλαμβάνεται ευλαβικά επί αιώνες.
Μπαίνοντας στο καΐκι, ανακαλύπτω έναν κόσμο πολύ διαφορετικό από τη στεριά. Σκέψεις και συναισθήματα, η ύπαρξη γενικότερα δονούνται από την ενέργεια της θάλασσας που τα κυκλώνει. Ο κόσμος της είναι εν πολλοίς άγνωστος σε εμάς και οι ψαράδες ανήκουν στους προνομιούχους που κατέχουν το μαγικό εισιτήριο της εισόδου. Οσες φορές κι αν μπήκα στα καΐκια, στις βάρκες, στα τρεχαντήρια, στις τράτες και στα γρι γρι, έχω μονίμως την πανίσχυρη αίσθηση ότι ξεκινάει ένα αλλόκοτο ταξίδι. Βιράρουμε την άγκυρα, μαζεύουμε τα σχοινιά από τον ντόκο και το καΐκι αφήνει τη στεριά με την νοσταλγία του ναυτικού που αποχωρίζεται την καλή του για άλλη μια, αναπόφευκτη φορά.
Η αίσθηση του αγνώστου, το ανεξέλεγκτο μυρμήγκιασμα στο κορμί, η ζωή που χρωματίζεται ξαφνικά από απίστευτη ενεργητικότητα, τα συναισθήματα που στριφογυρνούν με την οσμή του ταξιδιού, όλα ταιριάζουν ιδανικά όταν αρχίζει να ξανοίγεται στο πέλαγος. Πολλές φορές έχω την αίσθηση ότι ζω ένα είδος ζωντανής δραματουργίας, μια περίεργη πλοκή με τις απεγνωσμένες προσπάθειες των ανθρώπων να δαμάσουν τη θάλασσα, να ξεπεράσουν τις έμφυτες, αιώνιες αδυναμίες τους και να επιχειρήσουν να απαιτήσουν την υποταγή της στη θέλησή τους.
Οι άνθρωποι της θάλασσας, κατά τον Προυστ, είναι ιχνηλάτες ενός κόσμου που αγνοούν οι στεριανοί. Είναι αναντικατάστατη εμπειρία αυτό που είχα την τύχη να ζήσω. Τους βλέπεις να διαβάζουν τις διαθέσεις της θάλασσας, να ακολουθούν τα μονοπάτια της κυνηγώντας τα ψάρια, να μοιράζονται τις ιστορίες τους. Γνωρίζουν τα νερά όπως τη γειτονιά τους, αλλά η θάλασσα παραμένει ένα μεγάλο, ανεξερεύνητο μυστήριο.
Ενα από τα πολύ ξεχωριστά ταξίδια μου ήταν εκείνο με τη βάρκα του Γιάννη Κουκούμαυλου στη Λαγκάδα της Χίου. O κ. Γιάννης είναι 80 χρόνων και λόγω ενός ατυχήματος με νάρκη έχει χάσει την όρασή του και το χέρι του από την ηλικία των 15 χρόνων. Αυτό δεν τον εμποδίζει να είναι μέσα στη θάλασσα 65 χρόνια τώρα, να ψαρεύει και να μαθαίνει στους νεότερους τα μυστικά της θάλασσας.
«Με έβλεπαν να πηγαίνω για ψάρεμα και κατάλεγαν: πού πάει, μωρέ, αυτός ο άνθρωπος αφού δεν βλέπει, έλεγαν πίσω από τη πλάτη μου, γιατί εγώ έπιανα ψάρια που δεν τα ‘πιανε κανένας στο χωριό», μου είπε κάποια στιγμή. Τα μάτια του είναι η ακοή του και προσανατολίζεται με τον άνεμο. Αν μένει κοντά στη στεριά και δεν ξανοίγεται στο πέλαγος το «στρύμα» (η φορά του ανέμου) είναι η πυξίδα του. Λύνει και δένει τη βάρκα μονάχος του όπως μονάχος του πλοηγείται και μέσα στο λιμανάκι της Λαγκαδάς ή έχοντας τους κατοίκους του χωριού να τον κατευθύνουν. «Δεν μπορώ μακριά από τη θάλασσα, αφού καμιά φορά λέω "ρε μπας και είμαι ψάρι κι εγώ;". Ο,τι όνειρο και να δω βλέπω πως είμαι μες στη βάρκα, πως ψαρεύω, πως κάνω, πως δείχνω. Μυστήρια πράγματα, ρε παιδί μου. Να μην θέλει να πάει το μυαλό μου αλλού», μου εξομολογείται ο κ. Γιάννης.
Κάθε μέρα ένα ταξίδι
Σε ένα άλλο ταξίδι, στην Κάλυμνο, συνάντησα τον Κωνσταντή, πρώην σφουγγαρά και ψαροτουφεκά, ο οποίος με τον γλαφυρό τρόπο του περιέγραφε τη ζωή του ψαρά πριν από μερικά χρόνια στο νησί. «Πέφταμε στη θάλασσα το πρωί και βγαίναμε σούρουπο, με ένα παξιμάδι και λίγο νερό. Μόλις βγαίναμε, από την κούραση δεν τρώγαμε, γέρναμε ο ένας πάνω στον άλλο και κοιμόμασταν. Ο Καλύμνιος είναι σκυλί, δεν τον σκιάζει η δουλειά, μαθαίνει από νωρίς τη θάλασσα να μην τη φοβάται».
Οντως. Οταν εξαντλούνται, γέρνουν ο ένας πάνω στον άλλο και κοιμούνται. Δεν υπάρχει πολυπλοκότητα στο επάγγελμα του ψαρά, παρά μόνο μια ξεχασμένη απλότητα όπου τα πράγματα είναι ακριβώς αυτά που φαίνονται. Ο περιορισμένος χώρος στο καΐκι ανταλλάσσεται με το άπειρο της θάλασσας και οι δύσκολες συνθήκες που βιώνουν γίνονται σκάντζα με την ελευθερία που ενυπάρχει σε αυτόν τον απλό τρόπο ζωής. Κάθε ψαράς είναι ταξιδευτής και κάθε μέρα ψαρέματος ένα ταξίδι»
Πηγή: ΕΘΝΟΣ - ΣΤΡΑΤΗΣ ΒΟΓΙΑΤΖΗΣ
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ - ΑΝΤΩΝΗΣ ΓΕΝΝΑΡΑΚΗΣ
0 Comments:
Δημοσίευση σχολίου