Το τριανταφυλλί του ουρανού
παραδίδει τη θέση του στο χρυσό, ώρες που κερδίζει
η σιωπή στον ορίζοντα και η ανάμνησή σου στο βλέμμα.
Εκστατικό ανάμεσα στο φως και στο σκοτάδι, και κατάκοπο,
έτσι θέλω να σε σκέφτομαι, τώρα που δεν επιτρέπεται
να φτάσω ως εκεί, να χτυπήσω την πόρτα σου
να ζητήσω να με κρατήσεις, να ξορκίσεις σε ένα φιλί τον φόβο μου,
να με παρηγορήσεις, όντας και εσύ απαρηγόρητος,
Τώρα, πριν το ανάμεσα στη ζωή και στο θάνατο
πόσο ήθελα να χτυπήσω απαλά το ρόπτρο
να ραγίσει ο ήχος το άσωτο σκοτάδι
να βγουν στα παραθυρόφυλλα οι γείτονες, να μου χαμογελάσουν
να αγγίξω τα γεράνια στις γλάστρες σου,
να μυρίσω τα κρινάκια στο παρτέρι με την ανθισμένη λεμονιά
να αφήσω να με ξεγελάσουν όπως παλιά τα παιδιά στο καντούνι…
Πίνακας: “Never Fear The Few,” by Kris Gebhardt
Αθώες παιδικές φωνές που σε τρομάζουν
και ας είναι στη Μεγάλη Πλατεία με τις αγριοκαστανιές
και τις ανθισμένες μανόλιες στο Φρούριο,
δεν θα ήθελες να σε πλησιάσουν, άλλος ένας εφιάλτης γεννιέται,
δεν θ’ ανοίξεις την αγκαλιά σου από χαρά κι ας φτερουγίζει η ψυχή
ανοίγεις το βήμα πιο πολύ,
κάνεις πως δεν ακούς, πως δεν βλέπεις,
τώρα έμαθες να κρατάς συντροφιά στις άπιαστες χίμαιρες,
να κουβεντιάζεις μαζί τους,
και με τις φλόγες που γλιστρούν στην καμινάδα πιάνεις κουβέντα
εκείνες που έχουν κάψει τις άκαρπες ελπίδες και τη νόθα λήθη
για να μείνει τραγική η αλήθεια.
Αναπάντεχα μια κραυγή μέσα σου σε κάνει να τρέχεις,
δεν έχεις δικαίωμα σε ανεξήγητες περιέργειες, σε μικρές χαρές,
δεν θα σου μιλήσουν για παραμελημένες ιδέες,
ούτε για προδομένες αξιοπρέπειες,
Αυτή η Άνοιξη δεν ήρθε σαν τις άλλες
στο σκληρό ανάγλυφο στην άμμο σκάει μόνο το κύμα, έρημο
οι αιώνιοι απόντες μόνο εξαιρούνται από αυτούς τους κανόνες.
Αβάσταχτα θλιβερό ν’ αλαργεύεις από τον άνθρωπο
να κλείνεσαι πίσω από τοίχους και παράθυρα για να σωθείς μόνος,
ακούγοντας ένα κρεσέντο από θανάσιμες οδύνες στην τηλεόραση
παρακολουθώντας σκοτεινές ορατές και αόρατες σκιές πρώτη φορά,
έλα, μην τρελαίνεσαι, άφησε ν’ ανθίσει ένα γιασεμί
στην καρδιά, στη σκέψη σου, όπου μπορείς,
να δεις, θα μυρίσει ομορφιά η ζωή!
Μακριά διαγράφονται οι κορφές πέρα από τη θάλασσα,
ήθελες να λύσω τη σιωπή μου, μα δεν είναι καιρός
όχι τώρα που ο φόβος κυκλώνει από παντού την πόλη,
όχι τώρα που μια άγρια πλήξη μαστιγώνει το νου,
πληγώνοντας τις αισθήσεις,
όχι τώρα που τα νοήματα του μέλλοντος μας μοιάζουν φρικτά,
εφτά γενιές θα κρατήσει λένε τούτη η καινούρια κατάρα,
θα το πεις και εσύ, σηκώνεις έναν έρωτα ανήμπορο,
μα η ψυχή, η ψυχή ανεμίζει αλλιώς
σαν πεταλούδα που ετοιμάζεται να σκίσει το κουκούλι,
να γνωρίσει το φως…
Ζήσε αυτό το δειλινό, κανείς δεν μπορεί να σου υποσχεθεί
πως θα είσαι εδώ, για να το ζήσεις και αύριο,
ζήσε, πριν ο ουρανός πάρει να χλομιάζει περισσότερο
κι ας αυλακώνει η αγωνία το μέτωπό σου,
ζήσε, ακόμη και στο σκοτεινό σου θεωρείο, βρες έναν τρόπο,
να τραγουδάς, να ονειρεύεσαι εκείνο το απελπισμένο χάδι
δεν είναι ο θάνατος ένα άσπρο ξέφτι που πέφτει απαλά στο νερό,
ζήσε, ψιθυρίζοντας ονόματα και το δικό μου, μην το ξεχάσεις,
θα τελειώσει η ωδή στο παράλογο, θα τελειώσει
έλα να ονειρευτούμε εσύ από εκεί κι εγώ από εδώ
κοίτα με πόση συμπόνεση πέφτει η βροχή στα κεραμίδια
κάνε κουράγιο, κι αυτό θα περάσει.
Αύριο, μια διαφορετική αφή στο καινούριο άγγιγμα,
μέχρι τότε σου γράφω φιλιά…
Σε σκέφτομαι περιμένοντας ένα ολόφωτο φεγγάρι
να τυλίξει σε μια λάμψη σαν φλόγα, σαν πυρκαγιά που δεν καίει
τα βουνά, αυτά που αγάπησες.
Όμως, ακόμη και η ανάμνηση, δεν πια τόσο ακίνδυνη…
Πόσο γρήγορα μαθαίνεις να ζεις χωρίς οικογένεια,
χωρίς φίλους, χωρίς σύντροφο, χωρίς εχθρούς.
Αδρές οι γραμμές στο πρόσωπο φωτίζουν τα ίχνη μιας αθωότητας
και μιας εικόνας που έχει κερδηθείμόνο για να σε παρηγορήσει.
Υπόσχεση μιας άλλης ζωής, ποιας ζωής αλήθεια,
τώρα δεν μπορείς να δεις τον κόσμο όπως ήταν χτες
όχι πια, η άγρια μυστικότητα του αόρατου φόβου σε κυριεύει
πυκνή πάχνη πάνω στους ανθούς, η Άνοιξη πορεύεται ερήμην σου
για να μην λάβεις μερίδιο, να μην πεις, «εγώ το φως μετάλαβα»,
η κορόνα της απαγόρευσης υψώνεται αδιάβαστη
με έναν μόνο πρωταγωνιστή και χιλιάδες κομπάρσους.
Άφησέ με να σου πω πως θα περάσει και αυτή η θύελλα
πως θα σου κρατήσω το χέρι ξανά, περπατώντας στο μονοπάτι
χορεύοντας στις συνάξεις του καλοκαιριού, τραγουδώντας.
Μέσα από τις κουρτίνες, δαντελωτά σχέδια στο πάτωμα
αλλάζεις συνήθειες,
δάχτυλα νευρικά, ακόμη και πάνω στο πιάνο
ζητάς να μάθεις, δεν σου αρέσει όλο αυτό το θέατρο στην παράνοια
ρωτάς σαν αγράμματος, πλησιάζεις νοερά εκείνους
τους μύστες από το βυζί της μάνας τους
παμπάλαια η ανάσα του φόβου παγωμένη στο σβέρκο
σύμβολο μια περασμένης τυραννίας.
Κελαηδούν τα πουλιά στις φυλλωσιές του κήπου
άσπιλα μαργαριτάρια στα μάτια σου
κι όμως δεν επιτρέπεται να τ’ αγγίξω
χαμένες προσδοκίες σ’ έναν κόσμο ανάπηρο.
Και οι πρώτες παπαρούνες ντύθηκαν στα κόκκινα
όπως πάντα, πολύ ψηλά πάνω στο μαντρότοιχο του σχολείου
αδιάφορες που δεν έχει παιδιά στην αυλή,
αδιάφορες λιτανεύουν το γέλιο τους στο φύσημα του ανέμου
βλέπεις δεν γνωρίζουν πως φεύγουν οι άνθρωποι,
κάποιοι άνθρωποι μόνοι στο μεγάλο ταξίδι
δίχως αποχαιρετιστήριες τελετές, δίχως αντίο…
Ούτε χαλάσματα, ούτε πόλεμος, ούτε ερείπια, ούτε βόμβες
κι όμως φεύγουν, φεύγουν οι άνθρωποι μόνοι…
Και σου είναι τόσο δύσκολο
να αισθάνεσαι πως θυμούνται τις παλιές στιγμές
πως αναπολούν τις παλιές συνήθειες
πως φοβούνται, αδάκρυτοι όχι,
βουλιάζουν από αλμύρα τα βλέμματα.
Πώς γίνεται το όνειρο εφιάλτης, πόσο εύκολα,
η απομόνωση ενισχύει τις αδέξιες κινήσεις
ακούς βήματα, μηχανικά απομακρύνεσαι να κρυφτείς
προτιμάς να δίνεις ζωή, ακίνδυνη για τη δική σου,
ζωή στις χρωματιστές φιγούρες και σε φωτογραφίες
και στη φαντασία σου,
και τις αγκαλιάζεις με ασφάλεια, αυτές μόνο,
με τη λαβή των ματιών κρατάς τις φευγαλέες εικόνες
εδώ στο προάστιο της νόθας λήθης…
Όμορφα πρόσωπα, έξω, μακριά από το δικό σου κελί
αυτό το μέλλον σε πικρό καιρό ακροβατεί
οι καινούριοι νεκροί δυσκολεύονται να βρουν δρόμο
θολός πολύ ο Αχέροντας πήρε μαζί του σημάδια και περάσματα,
ούτε ο Αχέροντας πια… Δεν προλαβαίνει…
Αβάσταχτα θλιβερό να σταματήσουμε ν’ αγκαλιαζόμαστε
να σταματήσουμε να ελπίζουμε
να σταματήσουμε να πιστεύουμε στην αγάπη.
Αβάσταχτα θλιβερό να φεύγουμε μόνοι
για εκείνο τον παράξενο τόπο, τον χωρίς αυγή…
Όχι, εσύ δεν θα συμπληρώσεις ούτε μια συλλαβή απόγνωσης
Όχι, οι φανοστάτες της αγάπης θα νικήσουν στο τέλος
Όχι, μη φοβάσαι το ποτάμι της πόλης θα κυλήσει γεμάτο φωνές,
Αύριο…
Υποκλίνομαι και στη δική σου θλίψη, προσκυνώ την ανάγκη σου
ξεφυλλίζω το συναξάρι των άστρων κάθε νύχτα
για να συλλαβίσω την αγωνία σου,
χτυπούν τα μελίγγια μου, όπως και τα δικά σου φαντάζομαι,
εχθρεύομαι όπως και εσύ τούτη την κορόνα του θανάτου,
μα θέλω να ξέρεις,
στο τελευταίο βαγόνι του φόβου έχω ζωγραφίσει μια κερκόπορτα
από εκεί, πίστεψέ με, θα μπει ξυπόλητη η αγάπη
και θ’ ανάψει το καινούριο φυτίλι της χαράς
αυτός ο ήλιος των παιδιών δεν μετρά σκαλοπάτια στον Άδη
αυτός ο ήλιος μ’ ένα τσέρκι,κυνηγώντας μια χρυσόμυγα
θα γυρίσει στις γειτονιές, σημαδεύοντας την καρδιά του θανάτου.
Αύριο, μαζί κατάπλωρα στη ζωή.
Κέρκυρα, 28 Μάρτη 2020
0 Comments:
Δημοσίευση σχολίου