Η Ελλάδα είναι μία από τις χειρότερες χώρες στην Ευρωπαϊκή Ενωση για να ζει ένα παιδί, καθώς φαίνεται πως οι μικρότεροι σε ηλικία πολίτες πληρώνουν το μεγαλύτερο τίμημα για τις διαχρονικές ανεπάρκειες της πολιτείας, τη χαμηλή ποιότητα του εκπαιδευτικού συστήματος και του συστήματος υγείας, καθώς και την αδυναμία του συστήματος κοινωνικής προστασίας να τους στηρίξει πραγματικά και ουσιαστικά.
Ετσι, την ίδια ώρα που οι συνταξιούχοι και άλλες ηλικιακές και κοινωνικές ομάδες λαμβάνουν αναδρομικές παροχές και έκτακτα βοηθήματα –πολλές φορές και ανάλογα την περίοδο με βάση μικροκομματικά κριτήρια–, τα παιδιά βρίσκονται απροστάτευτα μπροστά στον κίνδυνο φτώχειας. Η σιωπή της πολιτείας για το γεγονός ότι καθημερινά ένα στα πέντε παιδιά που ζουν στη χώρα μας κινδυνεύει από το φάσμα του κοινωνικού αποκλεισμού είναι εκκωφαντική. Διαταράχθηκε βέβαια την περασμένη Τρίτη από το Εθνικό Κέντρο Κοινωνικής Αλληλεγγύης (ΕΚΚΑ), με επικεφαλής την πρόεδρό του δρ Αρτεμη Αναγνώστου-Δεδούλη και μια ομάδα επιστημόνων και ειδικών, που παρουσίασαν το πρόβλημα εις βάθος, αναδεικνύοντας τα παιδιά ως τα μεγαλύτερα θύματα των αναποτελεσματικών πολιτικών χωρίς στόχευση, ακόμη κι αν πρόκειται για σημαντικές παρεμβάσεις, όπως το Ελάχιστο Εγγυημένο Εισόδημα, το επίδομα στέγασης ή ακόμη και φοροαπαλλαγές.
Κατέδειξαν μάλιστα, αφενός μεν ότι τα επιδόματα από μόνα τους δεν αποτελούν λύση, αφετέρου δε την ανάγκη στοχευμένων πολιτικών με μετρήσιμα αποτελέσματα. Και κατέληξαν στο συμπέρασμα πως τα παιδιά έχουν φωνή και πρέπει να την ακούμε όσοι ζούμε δίπλα τους, αλλά και όσοι λαμβάνουν πολιτικές αποφάσεις γι’ αυτά, καθώς η παιδική φτώχεια αποτελεί ένα μη αποδεκτό και κοινωνικά πιεστικό πρόβλημα. Σχεδόν ένα στα τρία παιδιά (που αντιστοιχούν στο 17% του πληθυσμού της χώρας) βρίσκεται αντιμέτωπο με τον κίνδυνο της φτώχειας. Το ποσοστό (27,1%) είναι υψηλότερο κατά 8,5 ποσοστιαίες μονάδες από το αντίστοιχο ποσοστό του συνολικού πληθυσμού
(18,6%).
Είναι ενδεικτικά τα συμπεράσματα της Ομάδας Κοινωνικής Πρόνοιας και Ανισοτήτων της Μονάδας Εμπειρογνωμόνων Απασχόλησης, Κοινωνικής Ασφάλισης, Πρόνοιας και Κοινωνικών Υποθέσεων (ΜΕΚΥ) που έχει συσταθεί στο υπουργείο, για τον αντίκτυπο των πολιτικών που αφορούν το παιδί σε σχέση με τις δαπάνες κοινωνικής προστασίας, που δείχνουν ότι η Ελλάδα αντιμετωπίζει μια συνεχή και αξιοσημείωτη μείωση του πληθυσμού των παιδιών, που θα φθάσει το 32% έως το 2070.
Σύμφωνα μάλιστα με τον επικεφαλής της Ομάδας Κοινωνικής Πρόνοιας Γιώργο Πλανήτερο, η παιδική φτώχεια εμφανίζεται σταθερά υψηλότερη από το ποσοστό φτώχειας οποιασδήποτε άλλης ηλικιακής ομάδας κατά την τελευταία δεκαετία. Αλλά και σε σύγκριση με την υπόλοιπη Ε.Ε., η εικόνα της χώρας μας είναι αποκαρδιωτική. Σύμφωνα με τον επιστημονικό διευθυντή του ΚΕΠΕ Παναγιώτη Λιαργκόβα, η χώρα μας βρίσκεται στην τρίτη θέση με τα υψηλότερα ποσοστά φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού (έρευνα του 2021 με βάση τα εισοδήματα του 2020), με το 28,3% του πληθυσμού να κινδυνεύει, πίσω, μόνο από τη Ρουμανία (34,5%) και τη Βουλγαρία (31,7%).
Κι αυτό, παρότι η χώρα μας διαθέτει το 26,8% του ΑΕΠ της για δαπάνες κοινωνικής προστασίας, πολύ κοντά στο 28,7% του μέσου όρου της Ε.Ε. Βέβαια, μόλις το 10% αυτών των δαπανών στην Ελλάδα καταλήγει σε προνοιακές παροχές στις οποίες περιλαμβάνονται και οι δαπάνες για παιδιά, όταν οι δαπάνες για συντάξεις αντιπροσωπεύουν περίπου το 60% των συνολικών δαπανών κοινωνικής προστασίας την τελευταία δεκαετία. Κι αυτό παρότι, σύμφωνα με τον καθηγητή Δημόσιας Οικονομικής στο Πολυτεχνείο του Μιλάνου και επικεφαλής του Παρατηρητηρίου Ελληνικής και Ευρωπαϊκής Οικονομίας, ΕΛΙΑΜΕΠ, Μάνο Ματσαγγάνη, κατά το ίδιο διάστημα επετεύχθη σημαντική μείωση της συνταξιοδοτικής δαπάνης, χωρίς μάλιστα αυτό να οδηγήσει σε αύξηση του ποσοστού φτώχειας των ηλικιωμένων.
Σύμφωνα με τη ΜΕΚΥ, στις εκτιμήσεις των ειδικών θα πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι οι οικογένειες με παιδιά κάτω από τα όρια της φτώχειας συμβάλλουν σημαντικά στη διαμόρφωση της συνολικής φτώχειας, αν και η επίδραση αυτή φαίνεται να μετριάζεται μετά τη θέσπιση του επιδόματος τέκνων το 2013. Συγκεκριμένα, τα νοικοκυριά με εξαρτώμενα παιδιά συνεισέφεραν στη διαμόρφωση του 58% της συνολικής φτώχειας το 2013 σε σύγκριση με 43% το 2021.
Προχωρώντας μάλιστα σε ένα υποθετικό σενάριο, οι εμπειρογνώμονες του υπουργείου Εργασίας διαπίστωσαν ότι η εφαρμογή του μέτρου της αύξησης στην έκπτωση φόρου εισοδήματος για οικογένειες με παιδιά που πρόκειται να εφαρμοστεί το 2024 θα οδηγήσει σε μείωση του γενικού ποσοστού φτώχειας κατά 0,1 ποσοστιαία μονάδα και λιγότερο από 0,1% στην εισοδηματική ανισότητα.
Ωστόσο, αν η δημοσιονομική δαπάνη της παραπάνω πολιτικής χρησιμοποιηθεί για την ισόποση αύξηση του προϋπολογισμού του επιδόματος τέκνων, ο αντίκτυπος στη μείωση της φτώχειας και της ανισότητας θα είναι αξιοσημείωτα σημαντικότερος. Συγκεκριμένα, ενώ το ποσοστό φτώχειας για τα παιδιά ηλικίας 0-14 ετών μειώνεται κατά 0,32 ποσοστιαίες μονάδες όταν εφαρμόζεται η αυξημένη έκπτωση φόρου εισοδήματος, η αντίστοιχη μείωση του ποσοστού φτώχειας φτάνει τις 1,02 ποσοστιαίες μονάδες όταν παρέχεται το αυξημένο ποσό του επιδόματος τέκνων.
Στοχευμένα μέτρα
Ως εκ τούτου, οι ειδικοί εκτιμούν πως οι στοχευμένες πολιτικές αποδεικνύονται πιο αποτελεσματικές όσον αφορά τη μείωση της φτώχειας και της ανισότητας, όπως άλλωστε φάνηκε και με τις μεταρρυθμίσεις των οικογενειακών επιδομάτων το 2013 (means-tested) και το 2018, που μετρίασαν σημαντικά τη διαφορά με τις άλλες ηλικιακές ομάδες.
Παράλληλα υπογραμμίζουν την ανάγκη θέσπισης συγκεκριμένων δεικτών για την παρακολούθηση των αποτελεσμάτων κάθε πολιτικής.
0 Comments:
Δημοσίευση σχολίου