Από τους σημαντικότερους αυτοκράτορες του Βυζαντίου, που ανήκε στη Μακεδονική Δυναστεία. Διακρίθηκε, κυρίως, για τις στρατιωτικές και λιγότερο για τις πολιτικές του ικανότητες.
Έγινε ο φόβος και ο τρόμος των Αράβων και είναι απορίας άξιον γιατί δεν ονομάσθηκε Αραβοκτόνος, κατά το Βουλγαροκτόνος. Δολοφονήθηκε από τον ανιψιό του Ιωάννη Κουρκούα (γνωστότερο με το παρανόμι Τσιμισκής), που συνωμότησε με τη θεία και ερωμένη του Θεοφανώ.
Γεννήθηκε περί το 912 στην Καππαδοκία και ήταν γόνος της οικογένειας των Φωκάδων, πολλά μέλη της οποίας κατέλαβαν υψηλά αξιώματα στην αυτοκρατορία. Εντάχθηκε από νεαρή ηλικία στο στρατό και το 945 ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Z' ο Πορφυρογέννητος του ανέθεσε τη διοίκηση του Ανατολικού Θέματος, που βρισκόταν υπό την απειλή των Αράβων. Αρχικά είχε αποτυχίες, αλλά στη συνέχεια τους κατατρόπωσε σε σειρά μαχών για να κερδίσει τον χαρακτηρισμό «Ο Ωχρός Θάνατος των Σαρακηνών». Η μεγαλύτερη στρατιωτική επιτυχία, που εκτόξευσε τη φήμη του και τον έκανε λαϊκό ήρωα, ήταν η ανακατάληψη της Κρήτης από τους Άραβες, έπειτα από εννιάμηνη σκληρή πολιορκία το 961.
Στις 15 Μαρτίου 963 πεθαίνει ξαφνικά ο αυτοκράτορας Ρωμανός Β', σε ηλικία μόλις 26 ετών, μάλλον από τις πολλές καταχρήσεις. Ήταν σεξομανής και μέθυσος, σύμφωνα με κάποιες ιστορικές πηγές (κυκλοφορεί και η εκδοχή ότι τον δηλητηρίασε η γυναίκα του). Αφήνει μια σύζυγο, την πανέμορφη Θεοφανώ σε ηλικία 20 ετών και δύο νήπια, τον Βασίλειο τον μετέπειτα Βουλγαροκτόνο και τον Κωνσταντίνο τον 8ο. Δημιουργείται κενό εξουσίας.
Ο αρχιευνούχος του παλατιού Ιωσήφ Βρίγγας προσπαθεί να εκμεταλλευτεί την κατάσταση και να αναδείξει δικό του αυτοκράτορα, που θα είναι υποχείριό του. Αντιδρά ο στρατός και ο πατριάρχης Πολύευκτος, με τη σύμφωνη γνώμη της Θεοφανούς, ανακηρύσσει αυτοκράτορα τον δημοφιλή Νικηφόρο στις 2 Ιουλίου 963.
Λίγες μέρες αργότερα, ο Νικηφόρος δημοσιοποιεί την πρόθεσή του να παντρευτεί τη Θεοφανώ. Ο Πατριάρχης δεν συναινεί, επειδή είναι νονός του ενός από τους δύο παιδιά της. Ο Νικηφόρος τον πείθει ότι ανάδοχος ήταν ο πατέρας του Βάρδας Φωκάς και όχι αυτός. Ο Πολύευκτος πείθεται (μάλλον έναντι ανταλλαγμάτων) και ο Νικηφόρος με τη Θεοφανώ ενώνονται με τα δεσμά του γάμου για δεύτερη φορά και οι δυο τους (20 Σεπτεμβρίου). Εκείνος είναι 52 ετών, κοντός, μελαψός, άσχημος και τραχύς στους τρόπους. Εκείνη μόλις 20 ετών, λάμπει από νιάτα και ομορφιά. Ο Νικηφόρος είχε παντρευτεί σε νεαρή ηλικία τη Στεφανώ, η οποία του χάρισε ένα παιδί, τον Βάρδα Φωκά. Μητέρα και γιος πέθαναν, πριν από την ανάρρησή του στο θρόνο και ο Νικηφόρος ορκίστηκε να παραμείνει αγνός για το υπόλοιπο της ζωής του.
Μετά την ανάρρησή του στο θρόνο, ο Νικηφόρος επανέλαβε τις επιχειρήσεις του κατά των Αράβων, οι οποίοι του είχαν γίνει έμμονη ιδέα. Βαθιά θρησκευόμενος άνθρωπος πίστευε ότι είχε θεϊκή εντολή να εξαφανίσει από προσώπου γης τους απίστους. Γι' αυτό πρότεινε στον Πατριάρχη να γίνονται αμέσως Άγιοι οι στρατιώτες που χάνονταν στις μάχες με τους Άραβες. Για να το θέσουμε με ισλαμικούς όρους, ο Νικηφόρος πίστευε σε μια χριστιανική τζιχάντ. Ο Πολύευκτος απέρριψε αυτή του την αξίωση και επέμεινε μέχρι τέλους. Στις επιτυχίες εκείνης της περιόδους περιλαμβάνονται οι καταλήψεις της Κιλικίας, της Συρίας, της Μεσοποταμίας και η ανακατάληψη της Κύπρου.
Στα βόρεια του Βυζαντίου συνήψε ειρήνη με τους Βουλγάρους και τον ηγεμόνα του Κιέβου, ενώ μεγάλα προβλήματα αντιμετώπισε στη Δύση. Ο στρατηγός του Νικηφόρος Χαλκούτσης απέτυχε να ανακαταλάβει τη Σικελία, ενώ ο γερμανός αυτοκράτορας Όθων Α' ο Μέγας απειλούσε τα συμφέροντα των Βυζαντινών στην Ιταλία. Τεταμένη ήταν η σχέση του Νικηφόρου με τον Πάπα Ιωάννη 13ο, εξαιτίας της σκαιάς συμπεριφοράς του αυτοκράτορα προς τον απεσταλμένο του, επίσκοπο Κρεμώνας, Λιουτπράνδο.
Στο εσωτερικό μέτωπο, οι συνεχείς εκστρατείες του αποστράγγισαν τα δημόσια ταμεία. Ο Νικηφόρος αύξησε τους φόρους, υποτίμησε το νόμισμα και περιέκοψε τις χορηγίες στους συγκλητικούς, την εκκλησία και τις μονές. Πάντως, ενίσχυσε τον φίλο και πνευματικό του, μοναχό Αθανάσιο για να ιδρύσει τη Μονή Μεγίστης Λαύρας στο Άγιο Όρος. Γρήγορα έγινε αντιδημοφιλής σε όλες τις κοινωνικές τάξεις.
Η ασκητική ζωή του και οι συχνές απουσίες του από την Κωνσταντινούπολη οδήγησαν τη Θεοφανώ στην αγκαλιά του 44χρονου ανιψιού του Ιωάννη Τσιμισκή. Ήταν αρμενικής καταγωγής, ξανθομάλλης, όμορφος, δυνατός, φιλήδονος και φίλαρχος. Οι δυο τους συνωμότησαν για να σκοτώσουν τον Νικηφόρο και να επαναφέρουν την τάξη και την ηρεμία στην αυτοκρατορία.
Τις πρώτες πρωινές ώρες τις 11ης Δεκεμβρίου 969 έξι άνδρες ντυμένοι γυναίκες εισχώρησαν στο παλάτι και κατευθύνθηκαν στον αυτοκρατορικό κοιτώνα. Με έκπληξη αντίκρισαν το κρεββάτι άδειο και τον Νικηφόρο να κοιμάται στο πάτωμα πάνω σε μία προβιά, όπως το συνήθιζε. Ξύπνησε από τον θόρυβο, αλλά ακαριαία χτυπήθηκε στο πρόσωπο από το ξίφος ενός συνωμότη. Πλημμυρισμένος από τα αίματα προσπάθησε να ζητήσει εξηγήσεις από τον Τσιμισκή. Αυτός άρχισε να τον κατηγορεί και να του τραβάει με μένος τα γένια. Ένας άλλος από τους συνωμότες κατάφερε εναντίον του το ξίφος και του έκοψε το κεφάλι. Το σώμα του πετάχτηκε από το παράθυρο και το κεφάλι του κρατήθηκε ως τρόπαιο.
Την επομένη μέρα (12 Δεκεμβρίου) ο Νικηφόρος Φωκάς τάφηκε με τιμές Αγίου στην Εκκλησία των Αγίων Αποστόλων, την ίδια ώρα που η Κωνσταντινούπολη πανηγύριζε για τον νέο της αυτοκράτορα Ιωάννη Α' Τσιμισκή. Χαρακτηριστικό το επίγραμμα που χαράχθηκε στον τάφο του: «Κατέκτησες τα πάντα, εκτός από μία γυναίκα».
Το νεοελληνικό κράτος τίμησε και τιμά τον Νικηφόρο Φωκά. Πολλοί δρόμοι ανά την επικράτεια φέρουν το όνομά του, όπως και ένας Δήμος στο νομό Ρεθύμνης. Στις 19 Νοεμβρίου 2004, η φρεγάτα F-466 του Πολεμικού Ναυτικού ονομάσθηκε «Νικηφόρος Φωκάς».
O Νικηφόρος Φωκάς καταγόταν από τη μεγάλη στρατιωτική οικογένεια των Φωκάδων της Καππαδοκίας. Ακολούθησε και ο ίδιος στρατιωτική σταδιοδρομία και τιμήθηκε με τον τίτλο του μαγίστρου. Το 960, με την ιδιότητα του δομέστικου των σχολών της Ανατολής, ο μετέπειτα αυτοκράτορας ανέλαβε επικεφαλής της εκστρατείας για την απελευθέρωση της Κρήτης από τους Σαρακηνούς (Άραβες).
Συγκέντρωσε το βυζαντινό στρατό στα Φύγελα της Μ. Ασίας, κατέπλευσε στον κόλπο του Αλμυρού και άρχισε τις επιχειρήσεις εναντίον του αραβικού στρατού. Στρατοπέδευσε κοντά στο Xάνδακα (σημ. Ηράκλειο), την πρωτεύουσα της Κρήτης, επιχειρώντας ταυτόχρονα επιθέσεις εναντίον των τειχών και εξορμήσεις στο εσωτερικό, για να υποτάξει ολόκληρο το νησί. Ύστερα από εννέα μήνες δραματικής πολιορκίας, το Μάρτιο του 961, κατέλαβε το Χάνδακα και επανέφερε την Κρήτη στους κόλπους της βυζαντινής αυτοκρατορίας για τα επόμενα 250 χρόνια. Μέρος από τα λάφυρα παραχώρησε στο φίλο του Αθανάσιο Αθωνίτη, ο οποίος τον είχε ακολουθήσει στην εκστρατεία της Κρήτης, για να ιδρύσει τη Μονή Μεγίστης Λαύρας στο Άγιον Όρος.
Πριν από την αναχώρησή του, ο Φωκάς οργάνωσε διοικητικά, στρατιωτικά και θρησκευτικά το νησί (αφήνοντας μάλιστα για τη θρησκευτική στήριξη, αναμόρφωση και τον επανεκχριστιανισμό του νησιού, τον εκ του Πολεμονιακού Πόντου καταγόμενο Άγιο Νίκωνα τον "Μετανοείτε") και άφησε αξιόλογη φρουρά για την προστασία του από νέες αραβικές επιδρομές. Επιχείρησε μάλιστα τη μεταφορά της πρωτεύουσας σε άλλο σημείο και για το σκοπό αυτό οχύρωσε ένα λόφο νότια του Χάνδακα, όπου έχτισε το φρούριο Τέμενος. Ωστόσο, η νέα πρωτεύουσα δεν κατάφερε να επιβληθεί, με αποτέλεσμα ο Χάνδακας να αναβιώσει και να γίνει έπειτα από λίγο το διοικητικό και εκκλησιαστικό κέντρο της Κρήτης. Κατά την επιστροφή στην Κωνσταντινούπολη, τελέστηκε θρίαμβος ενώπιον του αυτοκράτορα Ρωμανού Β' και μεγάλου πλήθους.
Ο Νικηφόρος Φωκάς ήταν φύση δυναμική και ιδιόρρυθμη και αισθανόταν ιδιαίτερη ικανοποίηση τόσο στο πεδίο των μαχών όσο και στην εμπειρία της ασκητικής ησυχίας. Υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους αυτοκράτορες του Βυζαντίου και μεγαλόπνοος οραματιστής της παγκόσμιας ακτινοβολίας της αυτοκρατορίας.
Πριν γίνει αυτοκράτορας, ο Νικηφόρος Φωκάς αναδείχθηκε μεγαλος στρατηγός σε όλα τα μέτωπα της εποχής του. Χαρακτηρίζονταν από μεγάλη ευσέβεια και αγαπούσε τον μοναχισμό. Ο Νικηφόρος ήταν πάντως γεννημένος στρατιώτης. Είχε τη σωματική αντοχή και διανοητική ικανότητα ενός μεγάλου στρατιωτικού ηγέτη, ήταν βραχύσωμος, αλλά εξαιρετικά ρωμαλέος. Η ζωή του ήταν αφιερωμένη στα στρατεύματά του, τα οποία αγαπούσε και προστάτευε πάση θυσία, και τα οποία του ήταν πιστά μέχρι θανάτου. Πέρα από τη βαθιά του πίστη προς το χριστιανισμό, δεν είχε άλλα ενδιαφέροντα. Πριν παντρευτεί τη Θεοφανώ, ήταν χήρος και είχε ορκιστεί αποχή.
Καθ’ όλη την διάρκεια της χιλιετούς βυζαντινής αυτοκρατορίας η Κρήτη ήταν το κόκκινο πανί για τους βυζαντινούς κατακτητές. Γι’ αυτό την αιματοκύλησαν πολλές φορές.
Το 727 οι Κρητικοί όχι μόνον συμμετέχουν μαζί με όλους τους Έλληνες στην Μεγάλη Επανάσταση κατά των βυζαντινών, αλλά επιπλέον ετοιμάζουν πανστρατιά και επιτίθενται κατά της Κωνσταντινουπόλεως για να εκθρονίσουν(!!!) τον αυτοκράτορα Λέοντα Γ’ τον Ίσαυρο.
Αρχηγό τους είχαν έναν Κρητικό ονόματι Κοσμά, ο οποίος ήταν μεγαλοπρεπής, ωραίος και γενναίος. Και παραλίγο να κατάφερναν να κυριαρχήσουν σε όλη την Μεσόγειο, όπως αναφέρει στην «Ιστορία των Σφακίων» ο ηγούμενος Γρηγόριος Παπαδοπετράκης.
Όμως οι λογαριασμοί βυζαντινών και Κρητικών παρέμεναν από αιώνες ανοικτοί και δεν έκλεισαν ποτέ. Ο Αλέξιος Κομνηνός, δια του υιού του Ισαακίου, το 1192, στέλνει απειλητική επιστολή προς το νησί της Κρήτης. Απειλούσε ότι αν δεν υποταχθούν στο βυζάντιο οι Κρητικοί, θα εξολοθρεύσει όλους τους άνδρες, τις γυναίκες και τα παιδιά, όπως έπραξαν στο παρελθόν, έγραφε η επιστολή, ο Βελισσάριος, ο Ιουστινιανός, ο Νικηφόρος Φωκάς και ο Βάρδας ο θαλασσινός.
Οι βυζαντινοί είχαν υποστεί αναρίθμητες ήττες από τους Κρητικούς, που ήταν πολύ γενναίοι μαχητές και θεοσεβείς. Οι Κρητικοί ουδέποτε πρόδωσαν τους Πατρώους Θεούς και τα Πάτρια ειωθότα. Το παράδειγμά τους έδινε θάρρος στους άλλους Έλληνες να διατηρήσουν τον Ελληνισμό τους και την Πατρώα Ελληνική Θρησκεία. Γι’ αυτό ήθελαν να τους αφανίσουν οι βυζαντινοί κατακτητές.
Οι μνήμες από την τελευταία ήττα, ήταν ακόμη νωπές. Το 949 ο βυζαντινός αυτοκράτωρ Κωνσταντίνος Ζ’ υπέστη πανωλεθρία από τους γενναίους Κρητικούς καθώς όλο το βυζαντινό στράτευμα που έστειλε για να κατακτήσει το ηρωικό Νησί κατεσφάγη, όπως μας πληροφορεί ο Λέων Διάκονος.
Τα Κρητικά πλοία περήφανα έπλεαν στην Μεσόγειο αψηφώντας τον βυζαντινό στόλο. Και όποτε είχαν ευκαιρία έκαναν τολμηρές επιδρομές και κατέστρεφαν ολοσχερώς τον βυζαντινό στόλο. Ο Λέων Διάκονος γράφει για την «των Κρητών δυναστείαν, τραχηλιώσαν και κατά Ρωμαίων φονικόν πνέουσαν». Δηλαδή έσπερναν τον θάνατο στους βυζαντινούς οι σκληροτράχηλοι Κρητικοί, γράφει ο Λέων Διάκονος στην Ιστορία του.
Οι Κρητικοί ήταν ακατάβλητοι κυρίως για δύο λόγους, γράφει ο Συνεχιστής του Θεοφάνους: Πρώτον διότι είχαν διατηρήσει αλώβητο το Ελληνικό Ιερατείο τους, το οποίο προΐστατο στους Απελευθερωτικούς Αγώνες, και δεύτερον διότι ήταν φοβεροί έμποροι, κάτι που τους προσπόριζε τα αναγκαία χρήματα για τους πολέμους κατά των βυζαντινών.
Το μίσος των βυζαντινών κατά των Ελλήνων της Κρήτης αποτυπώνεται ανάγλυφα από τον παρακοιμώμενο Ιωσήφ Βρίγγα ο οποίος προσπαθεί να διεγείρει το βυζαντινό συμβούλιο κατά των Κρητικών. Ο Συνεχιστής του Θεοφάνους καταγράφει τα λόγια του Ιωσήφ: «Είναι τόσα τα δεινά που υπέστησαν οι Ρωμαίοι από τους αρνητές του Χριστού, σφαγές και καταστροφές εκκλησιών και αρπαγές περιουσιών και αιχμαλωσίες. Πρέπει να αγωνισθούμε υπέρ των Χριστιανών και να μην δειλιάσουμε από την απόσταση της θαλάσσης ούτε από τις φήμες».
Πράγματι οι γενναίοι Κρητικοί απελευθέρωναν τα παράλια της Ιωνίας από τους βυζαντινούς κατακτητές και κατέστρεφαν χριστιανικές εκκλησίες και έπιαναν χριστιανούς αιχμαλώτους για να τους ανταλλάξουν με Έλληνες.
Το 960 ο βυζαντινός αυτοκράτωρ Ρωμανός Β’ και ο παρακοιμώμενος Ιωσήφ Βρίγγας ανέθεσαν στον Αρμένιο στρατηγό Νικηφόρο Φωκά τον αφανισμό της Κρήτης και των Κρητικών. Ο τεράστιος βυζαντινός στόλος ξεκίνησε από την Κωνσταντινούπολη στις 5 Ιουλίου 960. Αποτελείτο από 3300 πλοία που μετέφεραν στρατό και εφόδια. Οι βυζαντινοί είχαν στρατολογήσει βάρβαρα στίφη Σλαύων, Αρμενίων και Ρώσων, για να κατασφάξουν τους Έλληνες της Κρήτης.
Ο M. Canard, στο Byzance et les Arabes μας πληροφορεί ότι οι Έλληνες διέθεταν μόλις 240 πλοία και ζήτησαν από τους Άραβες πολεμοφόδια και στρατό. Εκείνο τον καιρό οι Άραβες με επικεφαλής τον Χαμβδά πολεμούσαν στο μέτωπο της Μικράς Ασίας τους βυζαντινούς κατακτητές, και έτσι δεν μπόρεσαν να τους στείλουν παρά μικρές ποσότητες πολεμοφοδίων, αλλά καθόλου στρατό. Έτσι οι γενναίοι Κρητικοί μαχητές αντιμετώπισαν μόνοι τους τον τεράστιο βυζαντινό στόλο που μετέφερε 500.000 βυζαντινούς κατακτητές στο ηρωικό Νησί.
Οι Έλληνες γρήγορα έμαθαν τα νέα και άρχισαν να οχυρώνωνται. Η ιστορία έχει καταγράψει ως επικεφαλή της ηρωικής αντιστάσεως την Κρητικοπούλα Ιέρεια της Αρτέμιδος Κλεαγέτη.
Ο Πρίσκος στην χρονογραφία του μας πληροφορεί ότι ήταν μόλις 25 ετών το 960, και αμέσως άρχισε να εμψυχώνει τους Κρητικούς περιδιαβαίνουσα όλα τα οχυρά. Η Κλεαγέτη ήταν πολύ μορφωμένη και γόνος Ιερατικής οικογενείας. Η μητέρα της λεγόταν Ζηνόκλεια, ήταν Ιέρεια της Ήρας, και είχε πάρει μέρος στην μάχη της Κρήτης κατά των βυζαντινών το 949. Με το τόξο της είχε σκοτώσει 50 βυζαντινούς κατακτητές. Η Ζηνόκλεια τελούσε τα Ελληνικά Μυστήρια και είχε διδάξει από μικρή την θυγατέρα της Κλεαγέτη το πώς να πολεμά τους βυζαντινούς κατακτητές.
Ο Λέων Διάκονος στην Ιστορία του αναφέρει την Κλεαγέτη με υβριστικούς όρους. Την αποκαλεί «γύναιον εταιρικόν», «αναιδές», και ότι τάχα έκανε μαγγανείες. Όμως της αναγνωρίζει, αν και με υβριστικό τόνο, ότι ήταν μάντισσα και ότι ήταν ατρόμητη, καθώς πλησίαζε μόνη της μέχρι τα φυλάκια των βυζαντινών και τους προκαλούσε σε πόλεμο.
Οι Κρητικοί Ιερείς και Ιέρειες μόλις αντίκρισαν του πρώτους βυζαντινούς στρατιώτες έκαναν καθαρμό σε όλο το Νησί για να φύγει το χριστιανικό μίασμα.
Ο Νικηφόρος Φωκάς αμέσως μετά την απόβαση αρχίζει γενική επίθεση. Σφάζει αρκετούς Κρητικούς τις πρώτες ημέρες. Νοιώθοντας ότι η νίκη του θα είναι εύκολη εξ αιτίας του τεραστίου όγκου του στρατεύματός του, δίνει 10.000 βυζαντινούς στρατιώτες στον στρατηγό Νικηφόρο Παστιλά και τον διατάσσει να εισβάλει στην ενδοχώρα του Νησιού και να κατασκοπεύσει τους Κρητικούς.
Η ατρόμητη Ιέρεια Κλεαγέτη απαντά με ανταρτοπόλεμο. Βάζει τις Κρητικοπούλες να δίνουν κρασί στους βυζαντινούς στρατιώτες, να τους μεθούν και να αποσπούν πληροφορίες. Αφού τους διέλυσαν την πειθαρχία η Κλεαγέτη διέταξε τους 400 Κρητικούς που είχε υπό τις διαταγές της να λάβουν θέσεις μάχης στα βουνά.
Μόλις οι Κρητικοί είδαν τους βυζαντινούς αποδιοργανωμένους ξεκίνησαν επίθεση με επικεφαλής την ηρωική Ιέρεια της Αρτέμιδος. Οι βυζαντινοί αντιστάθηκαν με σθένος. Η Κλεαγέτη σημάδεψε με το τόξο της τον βυζαντινό στρατηγό Νικηφόρο Παστιλά, κτύπησε το άλογό του και τον ανάγκασε να ξεκαβαλικέψει. Αμέσως χύμηξε πάνω του με το τσεκούρι της και τον σκότωσε.
Οι βυζαντινοί σε αυτή την δεύτερη φάση του αγώνος τράπηκαν σε φυγή αλλά οι Κρητικοί τους πήραν στο κυνήγι. Ελάχιστοι από τους στρατιώτες του Νικηφόρου Παστιλά κατόρθωσαν να επιστρέψουν ζωντανοί στο στρατόπεδο του Νικηφόρου Φωκά.
Ο Φωκάς, ωσάν να κτυπήθηκε από κεραυνό, μόλις άκουσε τα νέα άρχισε να ετοιμάζει ενέδρες. Άρχισε να πολιορκεί τον Χάνδακα (Ηράκλειο).
Ο Πρίσκος, έχει καταγράψει το πώς απευθύνθηκε στους στρατιώτες του λέγων ότι «Δεν νομίζω να αγνοεί κανείς σας την επιθετικότητα και το θράσος των απογόνων της Αριάδνης, τις τόσες διαρπαγές και τα φονικά που έχουν διαπράξει κατά των Ρωμαίων. Δεν ανέχεται η εκκλησία του Χριστού να λυμαίνωνται το χριστεπώνυμο πλήθος οι ειδωλολάτρες.
Μην εξοκείλετε στην απειθαρχία και την καλοπέραση διότι θα πάθετε ότι και οι στρατιώτες του Νικηφόρου Παστιλά. Ας μην σπαταλάμε τον καιρό μας με οκνηρία και μέθη, αλλά παραμένοντας Ρωμαίοι ας επιδείξουμε στον πόλεμο κατά των ειδωλολατρών το γενναίο μας φρόνημα».
Μετά πήρε τον στρατό του και άρχισε επίθεση καθώς είχε πληροφορίες ότι 40.000 Κρητικοί ετοιμάζονταν να του επιτεθούν αιφνιδιαστικά και να τον εκδιώξουν από το Νησί. Ο Νικηφόρος Φωκάς περίμενε να νυκτώσει και επιτέθηκε το βράδυ στους Κρητικούς, οι οποίοι δεν άκουσαν την Κλεαγέτη και έκαναν το λάθος να κατασκηνώσουν σε πεδιάδα.
Εκεί ο Νικηφόρος Φωκάς τους έπιασε στον ύπνο, απροετοίμαστους, και τους έσφαξε όλους. Ο Νικηφόρος Φωκάς, για να αποδείξει το πόσο βάρβαρος ήταν και το πόσο μισούσε τους Έλληνες, διέταξε τους στρατιώτες του να κόψουν τα κεφάλια των Ελλήνων και να τα μαζέψουν σε σακκιά.
Ύστερα διέταξε να τα καρφώσουν σε κοντάρια και να τα τοποθετήσουν μπροστά στο κάστρο του Χάνδακος. Μετά, όπως διασώζει ο Λέων Διάκονος, ο Φωκάς διέταξε όσα κεφάλια Κρητικών περίσσεψαν να τα εκσφενδονίζουν με τις βαλλίστρες μέσα στα τείχη του κάστρου...
Οι Κρητικοί μόλις ανεγνώρισαν τους ομοφύλους των, ξέσπασαν σε οιμωγές. Ακούστηκαν κλάματα. Τρόμος κατέλαβε το στρατόπεδο των Κρητικών. Ακούστηκαν κραυγές και θρήνοι ωσαν η πόλη να είχε ήδη κατακτηθεί. Μολονότι δεν είχαν καμμία διάθεση για ειρήνη με τους βυζαντινούς, τώρα είχαν χάσει το θάρρος τους. Εκείνη την δύσκολη στιγμή εμφανίστηκε στα τείχη η νεαρή Ιέρεια Κλεαγέτη. Το πρόσωπό της έλαμπε από ζωντάνια όταν ενθάρρυνε τους Κρητικούς.
Ο Πρίσκος διέσωσε τα λόγια της: «Γενναίοι άνδρες και γυναίκες, αιώνες τώρα πολεμούμε τους Ρωμαίους. Οι Θεοί δεν μας εγκατέλειψαν, πάντα στέκονται στο πλευρό μας. Μόλις κατατροπώσαμε τους Ρωμαίους του Παστιλά. Τώρα θα λιποψυχήσουμε μπροστά σ’ έναν ασεβή Ρωμαίο; Εμπρός! Τραβήξτε τα σπαθιά. Ακονίσατε τους πελέκεις. Τεντώσατε τα βέλη. Θάνατος στους Ρωμαίους κατακτητές. Βοήθησέ μας Τοξόκλυτη Θεά. Ίσιωσε τα θανατηφόρα βέλη μας να βρουν τον στόχο τους».
Η νεαρή Ιέρεια αμέσως διατάζει επίθεση. Εμψυχωμένοι από την ατρόμητη Ιέρειά τους που όρμησε πρώτη, 35.000 Κρητικοί, μαζί και γυναικόπαιδα, εφορμούν εναντίον των βυζαντινών κατακτητών. Ο Νικηφόρος Φωκάς ταράζεται από την ξαφνική αντεπίθεση. Αλλά πριν προλάβει να συνέλθει καταμετρά 90.000 χιλιάδες νεκρούς, οι περισσότεροι από τα επίλεκτα βυζαντινά σώματα των Αρμενίων.
Ο Νικηφόρος Φωκάς αναγκάζεται να σαλπίσει υποχώρηση. Έβλεπε πιά ότι ήταν πολύ δύσκολο να κατατροπώσει τους Κρητικούς και μάλιστα με τέτοια οχυρά. Αποφάσισε, γράφει ο Λέων Διάκονος, να πολιορκήσει τον Χάνδακα(Ηράκλειο). Αποφάσισε να λιμοκτονήσει τους Κρητικούς μέχρις ότου κατασκευάσει νέες πολιορκητικές μηχανές. Έτσι τελείωσε ο χειμώνας του 960-961.
Κατά την διάρκεια του χειμώνος δεν έπαυσαν τελείως οι εχθροπραξίες. Ομάδες καταδρομών των Κρητικών κτυπούσαν συνεχώς τους βυζαντινούς κατακτητές. Οι απώλειες των Κρητικών έφτασαν τις 30.000 νεκρούς και των βυζαντινών τις 110.000 νεκρούς, αναφέρει ο M. Canard στο Byzance et les Arabes.
Στο τέλος Φεβρουαρίου του 961, ο Νικηφόρος Φωκάς άρχισε πάλι τον πόλεμο με νέο στρατό και εφόδια που παρέλαβε από την Κωνσταντινούπολη. Αντιθέτως η θέση των Κρητικών γινόταν όλο και πιό δύσκολη καθώς τα τρόφιμα λιγόστευαν και ο ναυτικός αποκλεισμός του Νησιού δεν επέτρεπε τον ανεφοδιασμό.
Οι στρατιωτικοί αρχηγοί των Κρητικών, Ναύκλος και Ανεμάς, έκαναν συμβούλιο και αποφάσισαν να περιμένουν, μέσα στην πόλη, βοήθεια από τους Άραβες. Όμως η Κλεαγέτη τους είπε να συνεχίσουν τον ανταρτοπόλεμο στα βουνά και να μην πολεμήσουν μέσα στην πόλη διότι το κάστρο ίσως να μην αντέξει την πολιορκία. Τελικά υπερίσχυσε η γνώμη του Ανεμά, η οποία δυστυχώς απεδείχθη μοιραία.
Οι βυζαντινοί κατακτητές άρχισαν την πολιορκία σκάβοντας κάτω από την τάφρο και άρχισαν να ξεκολλούν πέτρες από το τείχος. Πρόσθεσαν ξύλα στα υποστηρίγματα και τους έβαλαν φωτιά. Σε λίγο η φωτιά απανθράκωσε τα υποστηρίγματα και δύο επάλξεις του κεντρικού τείχους κατέρρευσαν. Αμέσως όρμησαν στην πόλη τα βυζαντινά στίφη και άρχισαν γενική σφαγή χωρίς να κάνουν διάκριση αμάχου και μαχομένου πληθυσμού. Τα γυναικόπαιδα έτρεχαν να κρυφτούν στα σοκάκια αλλά οι βυζαντινοί τους εξολόθρευαν ανηλεώς. Για τρεις ολόκληρες ημέρες δεν έκαναν τίποτε άλλο από το να σφάζουν άμαχο πληθυσμό.
Η κατάκτηση της Κρήτης ολοκληρώθηκε στις 7 Μαρτίου 961. Οι πηγές κατέγραψαν 200.000 νεκρούς Κρητικούς, μαζί με τα γυναικόπαιδα, που γενοκτόνησαν οι βυζαντινοί υπάνθρωποι. Μαζί με τους ήδη νεκρούς Κρητικούς στα πεδία των μαχών, το Ολοκαύτωμα της Κρήτης αριθμεί 270.000 νεκρούς, σφαγιασθέντες από τα βυζαντινά στίφη του Νικηφόρου Φωκά.
Ο Νικηφόρος Φωκάς, χωρίς κανένα ίχνος θεοσέβειας, ανδρείας και πολιτισμού, ζήτησε να βρουν το πτώμα της Ιέρειας Κλεαγέτης. Μόλις οι βυζαντινοί το βρήκαν, ο βάρβαρος Αρμένιος στρατηγός διέταξε να της κόψουν το κεφάλι και να το καρφώσουν σε ένα κοντάρι. Αφού το έφτυσε, το περιέφερε πάνω στο άλογό του ως τρόπαιο...
Ο Νικηφόρος Φωκάς για να ολοκληρώσει την καταστροφή της Κρήτης διατάσσει την φυλετική αλλοίωση του Κρητικού λαού. Εγκαθιστά στο ηρωικό Νησί βαρβάρους Σλαύους, Ρώσους και Αρμένιους. Επιπλέον διατάσσει τους μοναχούς των χριστιανών να εκχριστιανίσουν βιαίως τον Κρητικό λαό. Ο Νίκων ο «Μετανοείτε» αποβιβάζεται στην Κρήτη με προστασία βυζαντινής φρουράς και αρχίζει νέες σφαγές.
Παρά την τρομακτική γενοκτονία, οι Κρητικοί ανένηψαν και συνέχισαν τον Ιερό Αγώνα για Ελευθερία, κάτι που αποδεικνύεται με την απειλητική επιστολή που έστειλε ο Αλέξιος Κομνηνός το 1192, όπως αναφέραμε και στην αρχή του άρθρου μας.
Η Γενοκτονία 270.000 Κρητικών από τους βυζαντινούς κατακτητές το 961 έχει χαραχθεί βαθιά στην μνήμη όλων των Ελλήνων παρά τις προσπάθειες των νεοβυζαντινών κατακτητών να την διαγράψουν.
Ξεπερνώντας κάθε όριο θράσους, ο «πατριάρχης» των χριστιανών Βαρθολομαίος, πριν από δύο χρόνια, έστησε τον ...ανδριάντα(!) του Νικηφόρου Φωκά στην Κρήτη(!!!).
Όπως δείχνουν τα γεγονότα υπάρχουν ακόμη ανοικτοί λογαριασμοί μεταξύ Ελλήνων και βυζαντινών...
Πηγές:
Λέων Διάκονος, Ιστορία
M. Canard, Byzance et les Arabes
Πρίσκος, Κρητικά, στην συλλογή Jus Graeco-Romanum
Γρηγορίου Παπαδοπετράκη, Ιστορία των Σφακίων, Αθήνα 1971
Ισίδωρος Ηλιάκης
0 Comments:
Δημοσίευση σχολίου