Αν θα ήθελε κανείς να βρει μία από τις πρώτες στιγμές που ο μοντερνισμός συναντήθηκε με την εξοχική κατοικία, το σπίτι του λογοτέχνη Νίκου Καζαντζάκη στην Αίγινα αποτελεί ένα από τα πιο τολμηρά παραδείγματα.
Ο Καζαντζάκης αγόρασε αυτό το οικόπεδο σε μια ιδιαίτερη θέση στην περιοχή Λιβάδι, έξω από τη Χώρα, περίπου τρία χιλιόμετρα βόρεια από το λιμάνι της Αίγινας. Το οικόπεδο σχηματίζει ένα είδος μικρού ακρωτηρίου που εξασφαλίζει θέα στην κατοικία και από τις τρεις πλευρές.
Eργο του αρχιτέκτονα Βασίλη Δούρα (1904-1981), η κατοικία αυτή ήταν ακόμη ημιτελής όταν εγκαταστάθηκε το ζεύγος Καζαντζάκη την άνοιξη του 1937 – ολοκληρώθηκε μάλιστα με την προσωπική εργασία και την καθοδήγησή τους.
Κυρίαρχο στοιχείο οι πέτρινοι τοίχοι, με εμφανή τη χαρακτηριστική πουρόπετρα της Αίγινας στους μπεζ τόνους της. Η κατοικία διαθέτει όχι μόνο μεγάλη απλότητα στη διαμόρφωση των όγκων της, αλλά εμφανίζει και ένα μεγάλο οριζόντιο άνοιγμα προς τη θέα, στοιχεία ιδιαίτερα μοντέρνα και προχωρημένα σε σχέση με ό,τι χτιζόταν εκείνη την εποχή. Αρκεί να θυμηθεί κανείς το σπίτι με κιονοστοιχίες στην Κηφισιά του αρχιτέκτονα Περικλή Σακελλάριου (το 1938).
Επιπλέον σχεδιάστηκε πολύ νωρίτερα ακόμη και από τα πιο προβεβλημένα δείγματα μοντέρνας αρχιτεκτονικής με λιθοδομές, όπως ήταν η γνωστή κατοικία στην Ανάβυσσο του Αρη Κωνσταντινίδη, το 1961. Ο λογοτέχνης έμεινε εκεί μέχρι το 1946 και συνήθιζε να αποκαλεί την κατοικία αυτή «Το κουκούλι».
Η κάτοψή της σε σχήμα Γ σχηματίζει μια αυλή με πέργκολα, από την οποία ξεκινά μια σκάλα που οδηγεί στον μικρότερο σε έκταση πρώτο όροφο όπου φιλοξενούσε το γραφείο του. Αρκετές φωτογραφίες αρχείου δείχνουν τον Καζαντζάκη στην ανοιχτή αυτή σκάλα, μια ανάβαση χωρίς στηθαίο, όπου μόνο κάποιες γλάστρες ανά τρία σκαλιά προστάτευαν από την πτώση.
Σημείο αναφοράς στη ζωή του Νίκου Καζαντζάκη (1883-1957), ενός από τους σημαντικότερους πνευματικούς ανθρώπους που έδρασαν κατά τη διάρκεια του 20ού αιώνα εντός και εκτός της ελληνικής επικράτειας, υπήρξε η Αίγινα.
Ο Καζαντζάκης, γεννημένος στις 18 Φεβρουαρίου/3 Μαρτίου 1883 στο Ηράκλειο της Κρήτης, που τελούσε ακόμη υπό οθωμανική κατοχή, ολοκλήρωσε τις γυμνασιακές σπουδές του στη γενέτειρά του και μετέβη το 1902 στην Αθήνα, για να σπουδάσει νομικά.
Η επαφή του με την Αίγινα ξεκίνησε το Μάιο του 1927, όταν απομονώθηκε εκεί για να ολοκληρώσει την «Οδύσσεια» (είχε αρχίσει το σχεδιασμό της το 1924 και είχε συγγράψει τις ραψωδίες Α-Ζ το 1925).
Το 1931, έχοντας επιστρέψει στην Eλλάδα από το εξωτερικό (Παρίσι και Νίκαια), εγκαταστάθηκε στην Αίγινα και ασχολήθηκε με τη συγγραφή ενός γαλλοελληνικού λεξικού.
Το 1933, λόγω οικονομικών δυσκολιών, αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την Ισπανία, όπου είχε επιχειρήσει να σταδιοδρομήσει από το 1932. Επέστρεψε στην Αίγινα, όπου επιδόθηκε στην τέταρτη γραφή της «Οδύσσειας».
Το 1935 ο Καζαντζάκης προέβη στην αγορά γης στην Αίγινα. Το 1936 ολοκληρώθηκε η κατασκευή του σπιτιού του στο νησί, της πρώτης μόνιμης κατοικίας του.
Το 1937 ολοκλήρωσε στην Αίγινα την έκτη γραφή της «Οδύσσειας».
Η Αίγινα αποτέλεσε τη μόνιμη έδρα του Καζαντζάκη καθ' όλη τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Εκεί, απομονωμένος, ο μεγάλος πνευματικός άνδρας εργάστηκε πυρετωδώς, παρά τις στερήσεις της γερμανικής κατοχής.
Το 1944, αμέσως μετά την αποχώρηση των Γερμανών, ο Καζαντζάκης μετοίκησε στην Αθήνα, όπου και παρακολούθησε εκ του σύνεγγυς τα Δεκεμβριανά.
Αφού προηγήθηκε ένα σύντομο πέρασμά του από υπουργικό θώκο, ο Καζαντζάκης αναχώρησε το 1946 για το εξωτερικό. Δυστυχώς, δεν έμελλε να γυρίσει ποτέ ξανά στην πατρίδα, ούτε φυσικά στην αγαπημένη του Αίγινα. Πέθανε στην ξενιτιά, στις 26 Οκτωβρίου 1957, σε ηλικία 74 ετών.
Στο μεσοδιάστημα, παρά το γεγονός ότι αντιμετώπισε σοβαρά προβλήματα υγείας και συγκρούστηκε τόσο με την Ορθόδοξη όσο και με τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία, κατάφερε να κερδίσει τη διεθνή καταξίωση.
Αντί άλλου επιλόγου, παραθέτουμε ένα απόσπασμα από συνέντευξη που παραχώρησε ο Νίκος Καζαντζάκης στη Γαλλική Ραδιοφωνία, στο Παρίσι, στις 6 Μαΐου 1955:
Όσο πιο μακριά είμαστε από την πατρίδα μας, τόσο περισσότερο τη σκεφτόμαστε και τόσο περισσότερο την αγαπάμε. Όταν βρίσκομαι στην Ελλάδα, βλέπω τις μικρότητες, τις ίντριγκες, τις ανοησίες, τις ανεπάρκειες των αρχηγών, τη μιζέρια του λαού. Όμως, από μακριά δεν βλέπουμε τόσο ευδιάκριτα την ασκήμια και έχουμε περισσότερη ελευθερία να πλάσουμε μια εικόνα της πατρίδας αντάξια ενός ολοκληρωτικού έρωτα. Να γιατί δουλεύω καλύτερα και αγαπώ καλύτερα την Ελλάδα όταν βρίσκομαι στο εξωτερικό. Μακριά της καταφέρνω να συλλάβω καλύτερα την ουσία της και την αποστολή της στον κόσμο, και συνακόλουθα τη δική μου ταπεινή αποστολή. Κάτι ιδιαίτερο συμβαίνει στους Έλληνες που ζουν στο εξωτερικό. Γίνονται καλύτεροι. Έχουν την περηφάνια της φυλής τους, νιώθουν ότι όντας Έλληνες έχουν την ευθύνη να είναι αντάξιοι των προγόνων τους. H πεποίθησή τους, ότι κατάγονται από τον Πλάτωνα και τον Περικλή, μπορεί ίσως να είναι μια ουτοπία, μια αυθυποβολή χιλιετιών, όμως αυτή η αυθυποβολή, γενόμενη πίστη, ασκεί μια γόνιμη επίδραση στη νεοελληνική ψυχή. Χάρη σ' αυτή την ουτοπία επέζησαν οι Έλληνες. Μετά από τόσους αιώνες εισβολών, σφαγών, λιμών, θα έπρεπε να έχουν εξαφανιστεί. Όμως, η ουτοπία, που έγινε πίστη, δεν τους αφήνει να πεθάνουν. H Ελλάδα επιζεί ακόμα, επιζεί νομίζω μέσα από διαδοχικά θαύματα.
Βαγγέλης Στεργιόπουλος
0 Comments:
Δημοσίευση σχολίου