Είχε σταθεί στην πόρτα, με τα χέρια στους παραστάτες, ο δάσκαλος και η σκιά του μαζί. Δεν μπήκε μέσα, όχι που δεν το καταδέχονταν, όχι, τού ’ρχονταν κάπως ντροπή, νεοφερμένος στον τόπο. «Τη Δευτέρα να στείλεις ο παιδί στο σχολείο, τέτοια υποχρέωση έχεις» , αυτό είπε στη μάνα, τη Γιώργαινα, τού ’δωκε αυτή οχτώ αυγά για τα έξοδα, μελάνι, πένα, χαρτί, κοντύλι.
Ο Λάκης ίσα που πρόλαβε να τον δει ένα βλέφαρο, - ψηλός, με ριγέ σκούρο κοστούμι και μαύρη ρεπούμπλικα, γεροδεμένος, ένα ντερέκι ίσαμε εκεί απάνω - , σκιάχτηκε, σύρθηκε σιγά, πήδησε απ’ το παραθύρι κρύφτηκε με τ’ αρνιά στο σάχο. Δεν τό ’θελε το σχολείο, άκουγε τα μεγαλύτερα παιδιά που έλεγαν είχαν φάει σφαλιάρες με το σακί, «να μας κάνει ο πάππους μάθημα, εδώγια στο φράξο αποκάτω, ο πάππους ξέρει από την Αμερική πού ’χε πάει» , αντιστέκονταν.
«Μην ακούς παιδάκι, μη γένεσαι σφάλιαρο, ο δάσκαλος είναιτος όπως εκείνος πού ’χε έρθει στο πανηγύρι κι έπαιζε τον καραγκιόζη, διασκεδαστής είναι ωρέ γραμμένο μου, διασκεδαστής και καλός άνθρωπος, απ’ το Συρράκο έρθε, δικός μας, Ηπειρώτης μω! Τώρε, και τα παιδιά κι οι κοπέλες, αν δεν φάνε και μια – δυο ξυλιές αλαφρές, δεν γένονται άνθρωποι, δε συμμορφώνονται.
Για κι η μάνα κι ο πατέρας άντα νευριγιάσουν που δεν κάνεις το θέλημα σού ρίχνουν μια στα πισινά. Τους κακιώνεις; Δεν τους κακιώνεις… » , ο πάππου Μιχάλης ήβρε τον τρόπο, μαλάκωσε ο φόβος στην ψυχή του κούτσικου, ο πάππους που όντως είχε ξενιτευτεί στην Αμερική με το πρώτο κύμα μετανάστευσης σιμά με άλλους Τσαμαντιώτες, μα όπως είχε πάει, έτσι και γύρισε, μ’ ένα σβίγγο για χερούλι, προκοπή ίτσιου, «καλή καρδιά…» , ήλεγε, «καλή καρδιά...»
Πάντως, ότι κι αν έλεγε ο πάππους, του παιδιού του είχε κακοφανεί. Θά ’χανε ανεμελιά και παιγνίδι, και στον ύπνο, όλο μια βέργα έβλεπε στα χέρια του δασκάλου. Έκανε σκέψεις, από μέσα του: «Γιατί ήταντο χρήσιμο να σηκώνεται απ’ την τσέργα αχάραγα και ν’ αρεντεύει μια ώρα δρόμο, ποδαράτο απ’ τις ερημιές και τα ρέματα; Κι αν ήταν τυχερός και γλίτωνε το ξύλο, μπορεί να μην είχε την ίδια τύχη στο δάσος και να τον έτρωγε λύκος; Τόσους είχε ιδεί στο λόγγο. Κι αν έπεφτε στο ποτάμι όταν φούσκωνε και κατέβαζε τόσο θολό νερό και τον έπαιρνε όπως είχε πάρει την ξαδέρφη της βάβως, την Τσαβομήτσαινα; Κι αν, κι αν…» ,τελειωμό δεν είχαν τα «αν…» , τα ρημάδια.
Μια βδομάδα είχε περάσει από την επίσκεψη του δασκάλου. Παιδιά και κοπέλες κίνησαν μαζί απ’ τα Μπαντιάτικα. Το πάνινο σακούλι στον ώμο. Ο Πίπης κι ο Χίλλης μπροστά, ήταν οι μεγαλύτεροι. Πίσω ο Τέλης, κάπου ανάμεσά τους γαβγίζοντας η Μπαντούνω. Η Λόπη και η Φτύχω βάσταγαν το Λάκη που ήταν ο πιο μικρός από τα χέρια, είχαν το φόβο μη γυρίσει πίσω.
Πανήδρομα απ’ τα σπίτια μισή ώρα διαδρομή πριν μπουν στο ξέφωτο για να κόψουν δρόμο, φανερώνονταν το ποτάμι. Μετά το γιοφύρι, έσμιξαν με τα παιδιά και τις κοπέλες απ’ τα Μπαλάτικα , - Νάσιος, Γιώρης, Κώτσης, Φωτούλα, Αγγέλω -, λίγο πιο πέρα κατέβαιναν κι άλλα απ’ τα Ντατσάτικα, - Αντρίκος, Αντώνης, Παντελής, Πολυξένη, Φώτω - , και πριν το σχολείο, από τα δυτικά ανέβαιναν στο χωματόδρομο ο Νικόλας κι ο Αλέκος απ’ τα Ζωτάτικα, ο Σπυρούσης κι η αδερφή του η Γιωργίτσα απ’ τα Κεντράτικα. Βούιζε ο τόπος φωνές και γέλια στ’ αντάμωμα, κι ούι τι ζουλάπια, τι φίδια, τι γκουστερίσες, τι κουνάβια και τι αλουπούδες έφευγαν στο διάβα τους.
Εκείνη η πρώτη μέρα αξέχαστη θα έμενε. Στη διαδρομή, την ώρα που χτυπούσε η καμπάνα τ’ άη Γιώρη για να μαζευτούν τα παιδόπουλα, είχε ανταλλάξει ένα αινιγματικό βλέμμα με τον ξάδερφο, τον Τέλη, κι αυτός με τα μάτια τού ’γνεψε «καίκνως Λάκη, αγάντα και φτάκαμαν, καίκνως μω φούλη, καίκνως…»
Ο παππά Στολάκης με το θυμιατό κρεμασμένο στο αριστερό χέρι σε μια χρυσή αλυσίδα φορτωμένη κουδούνια, την αγιαστούρα στο δεξί και το πετραχήλι περασμένο στο λαιμό στεκόταν δίπλα στο δάσκαλο. Το λιβάνι που έκαιγε ανέβαινε στον αέρα. Μια αλλιώτικη ασημένια κορδέλα ψήλωνε και ψήλωνε κι όλο αραίωνε και πλάταινε, παρασύροντας τα βλέμματα ώσπου ξαφνικά, «στοιχηθείτε» , ακούστηκε. Σφύριξε ο δάσκαλος, «δεξιά τα παιδιά, αριστερά οι κοπέλες». Μηχανικά συντάχτηκαν το ένα πίσω από τ’ άλλο. Ούτε ψίθυρος, ούτε βηχαλάκι ακουγόταν, τίποτα, εξόν τα ακαταλαβίστικα πού ’λεγε ο παππάς, κι όμως αυτά τα ακαταλαβίστικα λόγια είχαν πέσει σαν σταγόνες βάλσαμο στην ψυχή, είχαν αναπτερώσει τις ελπίδες. Παιδιά και κοπέλες με τα κεφάλια σκυμμένα κουνιόταν αμήχανα μπρος πίσω, πότε δαγκώνοντας τα χείλη και πότε σφίγγοντας τους καρπούς των χεριών, ενώ περιεργάζονταν το ένα, την ξυπολυσιά του άλλου όσο περίμεναν να περάσει με την αγιαστούρα και να τα ραντίσει αγιασμό, ο παππάς.
Σύριζα στον τοίχο του σχολείου από την πίσω πλευρά, δάφνες, μυρτιές κι ένα χιλιόχρονο πλατάνι, κεντούσαν πράσινες φυλλωσιές ως τον ουρανό. Κι απάνω στο πανώριο ξόμπλι κελαηδισμοί λογιών – λογιών, και παραπίσω ίσα που
ακουγόταν ένα κλαρίνο, αγέρας τό ’φερνε μαζί με το τραγούδι. Κάτω στον όχτο, ανθισμένη ακόμη η αγράμπελη, τυλιγμένη σε μια σειρά χοντρόκορμες κληματαριές φορτωμένες σταφύλια. Εκεί στην περγουλιά, τους είπε και κρέμασαν τα μπραγκάτσια με το φαγητό που θα κολάτσιζαν στο διάλειμμα. Πιο μακριά απλωνόταν ένα δάσος όλο πουρνάρια και παλιούρια στα ριζά του βουνού.
Είχαν μπει στην ίδια αίθουσα, - δεν είχε κι άλλη - , όλα μαζί, μικρά και μεγάλα, παιδιά και κοπέλες. Ο δάσκαλος στην έδρα, και πάνω σ’ αυτή, τέσσερα ρόδια, μια χεριά καρύδια, ένα ματσάκι στάχυα, ένα χοντρό βιβλίο, και μια λεπτή βέργα φάτσα φόρα, κι ως να είχε μιλιά, «κατσείτε ήσυχα άγουρα, κατσείτε θα σας πελεκήσει με τ’ εμένα... »
Από την πρώτη μέρα είχαν αρχίσει κιόλας τα βάσανα. Κοίταξαν την υδρόγειο σφαίρα στο γείσο του παραθυριού και πίσω της, έξω από το τζάμι το τσιροπούλι που φτερούγιζε. Κάποιος τόλμησε την άγγιξε με τις άκριες των δαχτύλων, την έφερε μια σβούρα. Δώρο απελπισιάς τους φάνηκε εκείνο το τόσο σύντομο ταξίδι της φαντασίας στον κόσμο, ένα αθώο πλανώμενο όνειρο από βλέμμα σε βλέμμα. Ένα δυνατό χτύπημα και απότομα, γύρισαν προς το δάσκαλο.
Διάβαζε ένα - ένα τα ονόματα. Τα παιδιά έλεγαν «παρών», οι κοπέλες «παρούσα» , έτσι τα είχε ορμηνέψει. Μετά πέρασε από τα θρανία, μοίρασε κάτι κοντά σκόπια, άλλα από κρανιά, άλλα από οξιά, κι είπε να τα περάσουν στον πλάτη, μέσα απ’ τα σκουτιά κατάισια στη ραχοκοκαλιά, κατάσαρκα, για να μάθουν να κάθονται σωστά, χωρίς να καμπουριάζουν ντότι. Είχε γυρίσει στην έδρα, «ως το γιόμα που θά ’στε εδώ, πρώτη μέρα, έχουμε να μάθουμε απ’ έξω κι ανακατωτά ένα ποίημα. Αυτό μόνο για σήμερα, λέω πρώτος και μετά από εμένα εσείς, μ’ ένα στόμα μια φωνή, και …»
« Ἤθελα νἄμουν σταυραητός, νὰ πέταγα τ᾿ ἀψήλου, ν᾿ ἀνέβαινα στὴ Λιάκουρα, κατάκορφα στὴ ράχη, νἄριχνα ἐκεῖθε μία ματιά, ν᾿ ἀγνάντευα τὸν Πίνδο, νὰ ἰδῶ πῶς μοῦ τὸν ἔκαμαν τὰ χρόνια κ᾿ ἡ σκλαβιά του. Ποιὸς λέει δὲν κλαῖνε τὰ βουνά; Ποιὸς λέει πὼς δὲν γεράζουν;
Χιόνια καὶ κρούσταλλα παλιά, γεράματα γιομάτα, σκεπάζουνε τὸν Πίνδο μου, καὶ καταχνιὲς τὸν πνίγουν· κι ἀκούγω, ἀκούγω ἀπὸ μακρυά, ἀκούγω ἀπὸ τὰ ξένα τῆς γερατειᾶς του τὸ σκουσμό, τὸ κλάμμα τῆς σκλαβιᾶς του. Ἄχ! πότε αὐτὸ τὸ σκούξιμο, τρανὴ κραυγὴ θὰ γίνει, κραυγὴ ἀνήμερου θεριοῦ, ἐκδίκηση γιομάτη, νὰ μάσει ἀπὸ τὴν ξενιτιὰ τὰ ἔρμα τὰ παιδιά σου, τ᾿ ἀστροπελέκια σου ἄρματα, Πίνδε, νὰ μᾶς μοιράσεις, μία μέρα, ν᾿ ἀναστήσουμε τὴ δόλια μας πατρίδα! Ἄχ! πότε ἡ καταχνιά σου αὐτὴ κ᾿ ἡ τόση σου θολούρα, ποὺ τώρα στὸ ἀτέλειωτο σάβανο σὲ τυλίγει, πότε νὰ γίνει θὰ τὴν δῶ καπνούρα ἀπὸ ντουφέκια!... Καὶ πότε αὐτὸς ὁ ἥλιος σου, ποὖναι νεκρὸς καὶ κρύος, πότε μία μέρα θὲ νὰ βγεῖ ζεστὸς μέσ᾿ στὲς κορφές σου, νὰ λυώσουνε τὰ κρούσταλλα καὶ τὰ πολλά σου χιόνια, καὶ φυτρώσουν, μία ἄνοιξη, μαζὶ μὲ τὰ λουλούδια, ἀρματωμένα, Πίνδε μου, τὰ νιάτα τὰ παλιά σου! »
Κοντά βασιλέματα ήλιου, ώρα που η πλάση βάφεται χρυσοκόκκινη, κείνη την καλή την ώρα, απόλυκε πρώτα τούτα τα κούτσικα απ’ τα Μπαντιάτικα που ήταν από πιο μακριά, να γυρίσουν πίσω μια ώρα και κάτι ποδαρόδρομο, κι αυτά, ωσάν να είχαν φτερά τ’ άπλωσαν δυο πήχες κι έλεγες πέταξαν κι όχι έφυγαν.
Βασιλέματα ήλιου, ο δάσκαλος, ο Χρήστος Παπαδημητρίου από το Συρράκο, είχε καθίσει στο πεζούλι της εξώπορτας, κι αγναντεύοντας τα κράκουρα ως πέρα στη Μουργκάνα, άκουγε την άγρια κραυγή του αετού και το ουρλιαχτό του λύκου, κι έκλαιγε…
Χρόνια μετά, κάθε φορά που τό ’φερνε η κουβέντα, έλεγαν πως τούτος ο δάσκαλος, όπου κι αν πήγε, την πρώτη μέρα στο σχολείο, πάντα αυτό το ποίημα δίδασκε, στη μνήμη του συμπατριώτη του ποιητή Κώστα Κρυστάλλη, εκείνου
που ήξερε τον τρόπο να κλώθει λέξεις και να υφαίνει πατρίδα, τη μέσα πατρίδα, μια Ελλάδα λιογέννητη κι ωριόπλουμη, γεμάτη κορφοβούνια, ακρογιάλια και καλοσύνη, εκείνη που μύριζε φασκόμηλο και δυόσμο ίσαμε τα τρίσβαθα της ψυχής.
Το χινόπωρο, καλούτσικα τα είχαν πορέψει, ως τα μέσα του Νοέμβρη πηγαινοερχόταν κάπως εύκολα. Απέκει κι ύστερα άρχισε να ξεθωριάζει ο ουρανός, πήρε κι έσφιξε το κρύγιο, αγρίευε ο άγονος τόπος, μπόρες, τσάφνες, χιόνια, κάποιες μέρες με την ομίχλη έλεγες χάνονταν ο ήλιος πίσω απ’ τον κόσμο, κι ο αέρας στο πέρασμά του φοβέριζε. Το ποτάμι ολοένα φούσκωνε, ξεχείλιζε δίχως να λογαριάζει στο πέρασμά του ζωντανά κι ανθρώπους. Βροχές, χιόνια, δάκρυα, ρέματα, το ποτάμι το μεγάλο, κι αυτά, παιδιά και κοπέλες, εκείγια, στον αγώνα να μάθουν γράμματα.
Πάντως στις διαδρομές τους, - εκεί που σταματούσαν και ρίχνονταν στις βατιές να μάσουν βατόμουρα, ή στις κουμαριές για κάνα κούμαρο να ξεγελάσουν την πείνα τους- , συνήθιζαν να μιλούν για όσα ο δάσκαλος τους μάθαινε. Από τις δικές του περιγραφές, ένιωθαν τις πληγές της μεταπολεμικής Ελλάδας, τα μαύρα χάλια που περνούσε κάθε φαμίλια από φτώχεια, αρρώστια, ξενιτιά και θάνατο. Τα βάτα τους μάτωναν τα χέρια, οι σκέψεις την καρδιά. Ανέβαινε ένας κόμπος από το στομάχι, τά ’πνιγε. Μαζί με τα δικά τους βάσανα συλλογιόταν, και τα αβάσταχτα βάσανα που τραβούσε η σταυρωμένη ακόμη πατρίδα για να περισώσει ό,τι απόμενε από το παλιό της μεγαλείο.
«Μια μάνα και η Ελλάδα» , έτσι τους έλεγε πως πάλευε με νύχια και με δόντια να γιατρέψει τις πληγές της, να ζήσει, όπως και οι δικές τους μανάδες.
«Μια μάνα και η Ελλάδα με μάτια βουρκωμένα, μια μάνα που πριν προλάβει να κουναρήσει τις γέννες της, πιάνει ζερβά τα μνήματα κι απ’ τα δεξιά κιβούρια… Σπλαχνίζεται, ίσκιος στ’ όνειρο, κινάει το μοιρολόι…» , έλεγε ο Χρήστος Παπαδημητρίου, δάσκαλος στα Μουργκανοχώρια, από το ξακουστό Συρράκο του Κρυστάλλη και του Ζαλοκώστα.
Όπως η Φώταινα, έβαζαν με το μυαλό τους, έτσι τη φαντάζονταν αυτά, μια Ελλάδα σαν τη θειάκω τη μαυροφορεμένη και μαντιλοδεμένη, που πάσκιζε να μεγαλώσει ολομόναχη τα παιδιά της, και για να τα βγάλει πέρα έσπερνε, θέριζε, αλώνιζε μοναχή, και ζαλώνονταν αγόγγυστα ξύλα και κλαρί και τα κουβάλαγε
απ’ τον λόγγο δυο ώρες δρόμο, αυτή που βοήθαγε όλους και βοήθεια δε ζήτησε ποτέ από κανένα. Η Ελλάδα στη σκέψη τους, σαν η Φώταινα, που είχε βρεθεί στην ανάγκη και είχε πουλήσει τα καλά χαλκώματα όλα, για να πάρει ένα σακί καλαμπόκι να κάμει ψωμί στην κατοχή, τα καλά χαλκώματα, δηλαδή όλα της τα υπάρχοντα.
Έκλειναν τα μάτια και πίσω τους περνούσε η Ελλάδα, στο πρόσωπο της Φώταινας, της Γιώργαινας, της Θωμαίσιας, της Πέτραινας, της Τσάβαινας, της Μιχαλιβάβαινας, της Γαρούφως και όλων εκείνων των γυναικών που πολεμούσαν μέχρι το τέλος για την τιμή της φαμελιάς τους κι ας τις έζωνε η πείνα. Παιδιά και κοπέλες, καταλάβαιναν το κακό που είχε πάθει η Ελλάδα, από το κακό που είχε συμβεί στα δικά τους τα μέρη, έτσι συμπέραιναν πως και η δική τους κατάσταση και αυτή της έρημης Ελλάδας, το ίδιο απελπιστική ήταν, και με την ίδια ξυπολυσιά την είχαν ζωγραφίσει τη μάνα πατρίδα, κι απ’ το χέρι της κρατιόταν μια άλλη μάνα, πιο κοντινή τους, η μάνα Μουργκάνα ξεκληρισμένη από άντρες, ρακένδυτη, μ’ ανοιχτές πληγές και στέρφα καμένα χωράφια, γιομάτη τσέπια, γκρεμίνες, κράκουρα, μα περήφανη, τόσο περήφανη στα μάτια που έβλεπαν μέσα και πέρα από τα σύνορα.
Κόντευαν Χριστούγεννα. Ο καιρός μέρα με τη μέρα βάραινε περισσότερο. Το ίδιο και η κυρία Κούλα, η γυναίκα του δασκάλου, είχε μπει στο μήνα της. Αγιάζι και των γονέων. Στοίβαξαν τα ξύλα που είχαν κουβαλήσει σιμά στη σόμπα, μια με τρύπιες σκουριασμένες λαμαρίνες, που τις πιο πολλές φορές όταν φυσούσε ανάποδα ο αέρας έβγαζε τον καπνό απ’ τα μπουριά κι έσκαγαν στο βήχα. Ζέσταναν κάπως τα χέρια, κάθισαν στα θρανία.
Η Λόπη, με εντολή του δασκάλου, είχε ανοίξει το αναγνωστικό της πέμπτης τάξης και διάβαζε δυνατά:
Ἦτον νύχτα, εἰς τὴν στέγη ἐβογγοῦσε
Ὁ βορειᾶς, καὶ ψιλὸ ἔπεφτε χιόνι.
Τί μεγάλο κακὸ νὰ ἐμηνοῦσε
Ὁ βορειᾶς ποῦ τ’ ἀρνάκια παγώνει;
Στοῦ σπιτιοῦ μου τὴ στέγη ἐβογγοῦσε
Ὁ βορειᾶς, καὶ ψιλὸ ἔπεφτε χιόνι.
Ἄχ, μεγάλο κακὸ μοῦ ἐμηνοῦσε
Ὁ βορειᾶς ποῦ τ’ ἀρνάκια παγώνει.
«Μπράβο Λόπη, Πηνελόπη δηλαδή, όπως η σύντροφος του Οδυσσέα» , του άρεσε να λέει τα ονόματα ολόκληρα, «και ποιος έγραψε το ποίημα;»
«Ο Γεώργιος Ζαλοκώστας από το Συρράκο της λεβεντογέννας Ηπείρου μας» , όλα μαζί. Χαιρόταν ο δάσκαλος να τ’ ακούει, κι έβλεπες μια ικμάδα θρεμμένη με την περηφάνια του γενέθλιου τόπου, ίσως και κάποια νοσταλγία, να φωτίζει με ζωντάνια τα σκούρα του μάτια.
Λίγο αργότερα, είχε περάσει το μεσημέρι και βλέποντας πως θα ξέσπαγε σύντομα η μπόρα, τα είχε αφήσει να φύγουν, νωρίτερα εκείνη την ημέρα, κι αυτά χωρίς προβλέψεις για το τι θα συνέβαινε έβαλαν τα χέρια στις τσέπες να προφυλαχτούν απ’ το κρύγιο όπως συνήθιζαν, κρέμασαν τις σάκες στους ώμους και διάβηκαν κατήδρομα τρέχοντας. Λαχανιασμένα είχαν φτάσει στο ποτάμι, στη γέφυρα. Άκουγαν τον αχό του νερού, σκέπτονταν πως ήταν αποκοτιά, κάλλιο να γύριζαν πίσω στο σχολειό ζωντανά, παρά να τα κλαίνε στα Μπαντιάτικα.
«Καίκνως, περάσαμαν. Ώβυς, θα μας πάρει ο ποταμός, να ψηφίσουμε» , είπε ο Τέλης.
«Τι λές μωρ’ άγουρο, τι λες; Κάλιο σφαχτάρι, παρά ψοφίμι» , αντιγύρισε η Λόπη, τήραξε την γέφυρα που πήγαινε τρεπελιές, έκανε πίσω.
Κι ήταν όντως μια πολύ πρόχειρη κατασκευή εκείνη η πεζογέφυρα. Σφηνωμένοι σ’ ένα πλατάνι από τη μια μεριά και σ’ ένα βράχο από την άλλη, δυο χοντροί κάθετοι κορμοί δέντρων και κάτι οριζόντια κλαδιά επάνω, δεμένα με τριχιά. Σχεδόν έπλεε στα ορμητικά νερά.
Λυσσασμένο το ξεροβόρι και το νερόχιονο έκανε τα μάτια τους να τσούζουν και να κλείνουν. Αναπνοή κοφτή, αν έπαιρναν πιο βαθιά ένιωθαν τα πνευμόνια τους να σπάσουν, θαρρείς από γυαλί. Τα ρουθούνια τρεμόπαιζαν, άλλα μελανιασμένα κι άλλα ματωμένα. Τ’ οργιό αβάσταχτο, τέτοιο που το σάλιο γένεται κρούσταλλο και τα χέρια κούτσουρα.
«Αγάντα και περάσαμαν, μη σκιάζεστε» , ούρλιαξε ο Χίλλης, ρίχτηκε πρώτος, τραμπαλίστηκε κάμποσο, πέρασε αντίπερα.
«Αγάντα, κρατηθείτε, μην το πάθουμε σαν τη θειάκω Τσάβαινα που την πήρε πέρσι το ποτάμι και δεν την ήβρηκαν» , ακολούθησε διστακτικά ο Πίπης, ήταντος ψίχα χλεμπονιάρικος, πλεβιτώνονταν κι εύκολα, μάζεψε τους ώμους, ένα βήμα μπροστά, δυο πίσω, τού ’δωσε ένα μακρύ κλαδί ο Χίλλης, κρατήθηκε, τον τράβησε, βγήκε σιαπέρα.
«Αγάντα, να πάμε σπίτια μας, καρτερούν οι μανάδες, περάσαμαν απέκει, σωθήκαμαν, καίκνως, καίκνως,» , ο Τέλης με σιγουριά, έδωσε το ένα χέρι στο Λάκη, με τ’ άλλο κρατιόταν από κλαδί σε κλαδί.
«Μην είναι ώβυς;» , αναρωτήθηκε αυτός, νιώθοντας το νερό να τον κυκλώνει. Δεν ήθελε πολύ, γλίστρησε σε κάτι σάπια φύλλα, αγκάλιασε τα κλαδιά, το νερό πέρασε από πάνω του, έπιε κάμποσο, μελάνιασε.
«Αγάντα Λάκηηη» , η Λόπη και η Φτύχω με την ψυχή στο στόμα, τον άρπαξαν απ’ τις μασχάλες, κρατήθηκαν κι αυτές ως μπόρεσαν απ’ το σκοινί, ίσα που πρόλαβαν την τελευταία στιγμή.
Λίγα μέτρα παρέκει τουρτουρίζοντας απ’ το κρύο αγκαλιάστηκαν ξεπνεμένα. Τόσο φόβο δεν είχαν ξανανιώσει. Η γέφυρα, ξίκι να γένει, ποιος την λογάριαζε, την είχε πάρει ο ποταμός…
Το βράδυ, προτού να μάσει η νύχτα τ’ άστρα στη μαύρη ποδιά, όλα πουντιασμένα και πλανταμένα στο βήχα, έβραζε το γκιόξι, όλα με θερμασιά. Το τζάκι αναμμένο, αυτά στην τσέργα και να πηγαίνει το τσαούλι ασταμάτηγο. Τά ’βαλε κάτω η θειάκω Αθηνά, τους έκοψε βεντούζες, τά ’τριψε με τσίπουρο και ζεστό λάδι, τράβησε το κρύο, τα γιατροπόρεψε ως ήξερε.
«Αε μωρέ γραμμένα, τι πάθαταν, τι πάθαταν, πάλε καλά που δεν σας βράζουμε το στάρι απόψε» , συλλογίζονταν η βαβουλέτσω καθώς ξεσπύριζε στο σινί τα ψημένα καλαμπόκια να τους δώσει να φάνε.
Ο πάππους έβαλε μια τσάφκα τσάι, μάζεψε την πατατούκα, κάθισε στο παραγώνι, με το κεφάλι ακουμπημένο στα χέρια, σκεφτικός. Θυμόταν καλά μια άλλη νύχτα, τότε στον εμφύλιο, τι αγωνία και τι φόβος…
«Κούτε ωρέ γραμμένα; Έχω κάτι να σας πω. Kούγω να λέτε. Σε τούτη τη ζωή, καθένας κι η αμάχη του. Όχι πολλά χρόνια πριν, κάποια παλικάρια είχε περάσουν το ίδιο ποτάμι και με χειρότερες κακουχίες. Νύχτα σύρθηκαν στο δάσος, σκιορήματα. Νύχτα μαύρη και σκότεινη είχαν συναντηθεί και με τους άλλους απάνω στα τσέπια στη Μουργκάνα, πρωτύτερα από εκείνη την τελευταία μεγάλη μάχη είχε γένει τούτο, ορκισμένοι οχτροί κι ας έκρεναν στην ίδια γλώσσα. Το χιόνι ντούνες, έσπαγαν τα κλαριά. Σιάδι ακόμη πιο πολύ, ίσαμε το γόνα και βάλε κι όλο έρινε, ο θεουλάκης έρινε, ο μεγάλος σιαϊτάνης έρινε, κι οι δυο μαζί; Ποιος είδε και ποιος ήξερε; Ξυλιασμένοι κείνοι που καρτέραγαν στις γκρεμίνες με το δάχτυλο στη σκανδάλη, πουντιασμένοι χειρότερα τούτοι που είχαν περάσει το ποτάμι από δυο μεριές κι ήλεγαν πως τά ’χαν καταφέρει και θα τους έπιαναν στον ύπνο, να τους ξεκάνουν. Κατάκοποι, με τις χλαίνες φορτωμένες κρούσταλλα, τσακισμένοι απ’ την παγωνιά, κι οι λύκοι όξω αλύχταγαν. Θα πεθαίνισκαν.
»Εγώ εδώγια, η γνώμη στην κοπέλα, την Κατέρω, βρίσκονταν η αγουρέτσω εκείγια με τους αντάρτες, φορτωμένη νιάτα η δολιοκόπελη είχε ανέβει στο βουνό, αντί να κάνει ζέφκια όπως έκαναν άλλες, αυτή ζωσμένη τ’ οπλοπολυβόλο, ούι! Κι απέδω κι απέκει, σημεία και τέρατα, αποχοντριασμάρες παιδάκια γραμμένα, κούσαμαν τους ξένους, μας έβαλαν να φαγωθούμε, βγάλαμαν τα μάτια μας!
»Κλέβει ο διάγουλος ο μεγάλος ώρες του θεού σε τέτοιες μπόρες, αλλά καμιά φορά ξυπνά κι αυτός, έρχεται το μυαλό στη θέση του, μπαίνει στη μέση, απλώνει τό ’να χέρι απ’ έδω, τ’ άλλο απ’ έκει, τηράει μάναχα κι είναι σα να λέει, δε ντρέπεστε ωρέ λεβέντες, δε ντρέπεστε, αδερφός τον αδερφό... Για κείνη την ώρα που κουβαλούσαν το Χάρο γκότσι και δεν το παραδέχονταν, έκαμε ο θεουλάκης και στάθηκαν. Ούτε έκρεναν, ούτε απάντεχαν ν’ αρχίσουν το τουφεκίδι, παρά τηράχτηκαν καταμεσής στα μάτια και χίλια ρωτήματα κρέμονταν με την αλισάχνη και την τσάφνη στα βλέφαρα.
»Ύπαρχαν και τέτοιες στιγμές, πόναγαν και λυπιόνταν όλοι το ίδιο, κι απέδω κι απέκει αίμα ρωμαίικο μωρέ παιδάκια, αυτό νερό δε γένεται. Έτσι άφηκαν τα όπλα στην άκρη, έθαψαν την όχθρητα κάτω απ’ το χιόνι, ανακωχή αδέρφια είπαν κι αγκαλιάστηκαν μονιασμένα να ζεσταθούν. Τους καλούσε το φιλότιμο από τον πάτο της ψυχής, από κει που δεν φτάνει η άβυσσος να σπείρει διχόνοια. Αδέρφια, θυμήθηκαν πως ήταν αυτοί που είχαν πολεμήσει μαζί τους Ιταλούς στα ίδια βουνά, και μετά τους Γερμανούς στα χωριά, χουχούλιασαν στρυμωγμένοι, απελπισμένοι, παγωμένοι ως το κόκκαλο, ο ένας πλάι στον άλλο κι είπαν να μην βρει αιτία κι αφορμή ο θάνατος να κάμει πανηγύρι σαν τον λύκο στην κακοκαιριά. Καταριόταν την κακοτυχιά που έλαχε να χωρίσει τα σπίτια και τα αίματα σε δυο στρατόπεδα, έτσι τά ’μολόγαγε η Κατέρω, έτσι σας τα λέω κι εγώ…» , σήκωσε ο πάππου Μιχάλης το μανίκι, σκούπισε τα μάτια…
Παραδίπλα, οι γυναίκες είχαν βάλει το προζύμι, ψια αλάτι, λίγο λάδι, ένα κλαράκι δάφνη, δυο οκάδες αλεύρι στη σκάφη, περίμεναν ν’ ανέβει, να πιάκουν τη ζύμη να κάμουν ψωμί, οι τρεις μανάδες κι οι τρεις αντάμα, να βρει ζεστό η φαμίλια το πρωί. Κι όσο να κάψει ο φούρος στο κατώι, ούι και τι ρουμπουστίνες έκοψαν για να ξελησμονήσουν τι πήγαν να πάθουν με τα κούτσικα, ούι η μια, και ούι η άλλη, με ταύτα, που δεν τά ’λεγες κι αρούγκατα. «Τα φύλαξε ο θεουλάκης, μω φούλες μου» , σταυροκοπιόταν η Γιώργαινα κι έφτυνε στον κόρφο της. Η Θωμαίσια γονατιστή, είχε ανάψει το καντήλι, κι η Φώταινα, «ωρέ γυναικούλες κι αδερφούλες μου, τι κλαίτε οι δόλιες, τι κλαίτε, σκαπέτησαν τη θερμασιά, γλίτωσαν κι απ’ το ποτάμι, γλιτώσαμαν κι εμείς τα μαύρα τα σκουτιά…», κίνησε πρώτη το τραγούδι, τούτο πό ’λεγε ο αδικοχαμένος ο Νικόλας, ο άντρας της. Ακολούθησαν κι οι άλλες:
Ποταμέ, μωρ’, ποταμέ μου, τρίκορφε βασιλικέ μου,
ποταμέ μ' όταν γεμίζεις, κι αρχινάς και κυματίζεις.
Πάρε με, μωρ’ ποταμέ μου, και σγουρέ βασιλικέ μου.
πάρε με στα κύματά σου, τα στριφογυρίσματά σου.
Να με πας, μωρ’ ποταμέ μου, τρίκορφε βασιλικέ μου
να με πας στη δύση - δύση, σε μια κρυσταλλένια βρύση.
Πού ’ρχονται, μωρ’ ποταμέ μου, και σγουρέ βασιλικέ μου.
πού ’ρχονται ξανθιές και πλένουν, μαυρομάτες και λευκαίνουν.
Ήρθε η μια, μωρ’ ποταμέ μου, τρίκορφε βασιλικέ μου.
ήρθε η μια, ήρθε κι η άλλη, ήρθε ένα καλό κορίτσι.
Ήρθε ένα, μωρ’ ποταμέ μου, και σγουρέ βασιλικέ μου.
ήρθε ένα καλό κορίτσι, κι έλαμψ’ ο γιαλός κι η βρύση.
Αύριο, εν ονόματι της αγάπης
Χαρούλα Βερίγου
Κέρκυρα 20 Γενάρη του 2022
Από την υπό έκδοση συλλογή διηγημάτων
Σαν παπλαμούδες να χορεύουν οι λέξεις
Καίκνως - Ώβυς
0 Comments:
Δημοσίευση σχολίου