Πάντα σταθεροί στο πόστο τους! Οι Καστρινοί τους συναντούσαν στην αγορά, στις πλατείες, στο λιμάνι, στους σταθμούς λεωφορείων και συγκεκριμένα στη Χανιώπορτα.
Σε μέρη που σύχναζε κόσμος, κυρίως επισκέπτες της πόλης μας. Οι ίδιοι είχαν επιλέξει τα στέκια τους, γνώριζαν τους περαστικούς, περίμεναν τον καθένα απ’ αυτούς, ήξεραν τα χούγια τους αλλά και τις προτιμήσεις τους. Εργατικοί και έντιμοι επαγγελματίες οι περισσότεροι. Παλιότερα που υπήρχαν χωμάτινοι δρόμοι, τα παπούτσια λερώνονταν αφενός πιο εύκολα και αφετέρου εκείνη την εποχή δεν ήταν προσιτά.
Πολλοί ήταν εκείνοι που δεν ξεπερνούσαν το ένα ζευγάρι, καθημερινό και σχολινό.
Μια από τις πρώτες δουλειές των χωρικών και γενικά των επισκεπτών, για δουλειές στην πόλη μας, ήταν το σενιάρισμά τους, που κυρίως γίνονταν με το βάψιμο των παπουτσιών, ή των στιβανιών, μέχρι και την επόμενη επίσκεψή τους.
Αυτοί ήταν οι λούστροι, ή στιλβωτές, όπως τους λέει ο λαός μας. Γνώριμη εικόνα, μόλις αντίκρυζαν ένστολο αστυνομικό να το βάζουν στα πόδια, κουβαλώντας μαζί και όλη τους την πραμάτεια, με τις βαφές, τις βούρτσες, τα γυαλιστικά, συνήθως αλαφιασμένοι, για να εξαφανιστούν το γρηγορότερο δυνατόν, αφού δεν είχαν να επιδείξουν άδεια ασκήσεως επαγγέλματος.
Σήμερα, κυκλοφορούν ελάχιτοι, άντε το πολύ να συναντήσεις ένα ή δυο, στην πίσω πόρτα των Δικαστηρίων, στην πλατεία Δασκαλογιάννη.
Μικρός ήμουνα όταν άκουσα κάποιο θείο μου να λέει στο γιο του: “Αν δεν παίρνεις τα Γράμματα, θα πας να γίνεις λόυστρος”, κάτι που θα λειτουργούσε σαν απειλή, προκειμένου να προκόψει και να διακριθεί στα γράμματα ο γιος του.
‘Ανθρωποι της πόλης οι λούστροι, γνωστοί στο εμπορικό κέντρο και γενικά στην πιάτσα του Ηρακλείου. Μορφές μοναχικές, χωρίς επαγγελματική εκπροσώπηση, χωρίς οργάνωση και συνδικαλισμό. Οι περισσότεροι απ’ αυτούς, θέλοντας ν’ αφήσουν πίσω την φτώχεια και τη μιζέρια, εγκατέλειψαν τις ορεινές και άγονες περιοχές τους, τα απόμακρα χωριά τους και ήρθαν στην πόλη, αναζητώντας καλύτερη τύχη.
Ένα κασελάκι όλη τους η συρμαγιά και η περιουσία τους! Συνήθως ξύλινο, αλλά και πολλές φορές διακοσμημένο με κομμάτια απαστράπτοντος μπρούτζου. Ορισμένα ήταν αληθινά κομψοτεχνήματα. Εκεί πάνω, λοιπόν, κρεμούσαν τις βούρτσες, τοποθετούσαν τα βερνίκια και όλα τα σχετικά.
Απαραίτητη συντροφιά τους, ένα χαμηλό σκαμνάκι, όπου κάθονταν, προκειμένου να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους. Υπομονετικά περίμεναν το μουστερή τους, τον πελάτη που τους πλησίαζε, απλώνοντας πρώτα το δεξί και μετά το αριστερό του πόδι. Δεν ήταν υποχρεωτικό να τους χαιρετίσει πολλές φορές, αφού κατά τη νοοτροπία ορισμένων!, η θέση του λούστρου θεωρούνταν κοινωνικά υποδεέστερη. Ηλέξη “λούστρος” χρησιμοποιούνταν και σαν βρισιά, αρκετές φορές: “Βρε λούστρο” ή “είσαι λούστρος”.
Η ιεροτελεστία του βαψίματος ήταν πραγματικά το κάτι άλλο! Εδώ θαύμαζε κανείς την τέχνη και τη μαεστρία του καλού τεχνίτη.
Πολλές φορές, προκειμένου να προσελκύουν πελάτες, επιδίδονταν σε ταχυδακτυλουργικές κινήσεις, πετώντας ψηλά τις βούρτσες και ξαναπιάνοντάς τες, ή κτυπώντας ρυθμικά το κασελάκι τους! Υπήρχαν τέτοιοι “ζογκλέρ” στην πλατεία Δασκαλογιάννη. Ένας σημερινός επαγγελματίας της αγοράς του Ηρακλείου και καλός φίλος, μου διηγήθηκε το παρακάτω περιστατικό:
Ένας μεγαλοκτηματίας από την περιοχή της Πεδιάδας, πάει να βάψει τα στιβάνια του σε ένα τέτοιο λούστρο - ταχυδακτυλουργό! Οι κινήσεις του, τον εντυπωσίασαν και ο Πεδιαδίτης του λέει: “
Είσαι γρήγορος στη δουλειά σου, αρκετά έξυπνος και φαίνεται να σου κόβει καλά”! για να πάρει την απάντηση από το λούστρο: “Εγώ, αν είχα τόσο μυαλό που μου λες, θα είχα το καλύτερο κασελάκι στην Ομόνοια”! Δείχνοντας τις άπειρες δυνατότητές του, αλλά και τη μοναδική του αγάπη και μεράκι που είχε για το επάγγελμά του.
Στην πόλη μας, τους συμπαθέστατους αυτούς ανθρώπους, τα πραγματικά αυτά “μνημεία” της ιστορίας μας, τους βρίσκουμε κάποτε σε πολλά σημεία, όπως αναφέρεται στην αρχή του κειμένου μας.
Πρώτα όμως θα ξεκινήσουμε με τα στιλβωτήρια του Ηρακλείου, οι οποίοι ήταν μικροί συνήθως χώροι, γύρω στα 10 τετραγωνικά μέτρα. Από εκεί περνούσαν αρκετοί για να βάψουν τα παπούτσια τους, αλλά εκεί γίνονταν πολλές φορές και αλλαγές χρωμάτων στα παπούτσια. Η δούλα, συνήθως, του σπιτιού, πήγαινε τα παπούτσια και ο τεχνίτης, ο στιλβωτής, με την τρόμπα του φλιτ, όπως θα θυμούνται οι παλιότεροι, ψέκαζε με χρώμα τα παπούτσια, αλλάζοντάς τα βαφή. Βέβαια δούλες είχαν και τότε οι ολίγοι, οι οποίες αποκαλούνταν και “δουλικά'.
Το πιο παλιό και φημισμένο στιλβωτήριο, ήταν του Κώστα του Μπούλου στην πλατεία των Καλλεργών, λίγο πιο πάνω από τη σημερινή Βασιλική του Αγίου Μάρκου, δίπλα ακριβώς στο “φιλολογικό” φαρμακείο του Γιάννη Χλουβεράκη, το οποίο έκλεισε πριν μερικά χρόνια. Το συγκεκριμένο στιλβωτήριο είχε τέσσερις μαστόρους: τον βουβό, όπως τον έλεγαν, έναν ευγενέστατο άνθρωπο, τον Αριστείδη τον Χατζηνικολάου, τον Γιώργη και τον Αντώνη τον Παραβολιδάκη.
Άλλο στιλβωτήριο ήταν του Αλεξάκη, με τέσσερις επίσης τεχνίτες, επί της Καλοκαιρινού, δίπλα στο ζαχαροπλαστείο του Κούρου, κοντά στο σημερινό ξενοδοχείο Ηράκλειο.
Επίσης, το στιλβωτήριο του Γιάννη Αναγνώστου στη γωνία των οδών Ίδης και Αργυράκη, απέναντι από το κατάστημα κοσμημάτων του Ευτυχίδη. Εδώ εργάζονταν δυο άριστοι τεχνίτες στιλβωτές, ο Νίκος ο Καραμπατσάκης και ο Λευτέρης ο Ανδρής. Τέλος, υπήρχαν και τα στιλβωτήρια του Γιώργη του Τσαγκαράκη στην οδό Έβανς, δίπλα στο κατάστημα του Ομηρόλη και του Παπαγγελή από την Χρυσοπηγή, στην οδό 1821, στα Καρεκλάδικα, κοντά στη σημερινή αποθήκη ηλεκτρικών του Βασιλειάδη.
Αξίζει όμως ν’ ανατρέξουμε και στους πλανώδιους λούστρους, αυτούς τους ανθρώπους του δύσκολου μεροκάματου, που οι πιο πολλοί έμειναν γνωστοί με τα μικρά τους ονόματα.
Στην πλατεία Δασκαλογιάννη, υπήρχαν 27, περίπου: θα αναφερθούμε σε ορισμένους, όπως: κάποιος κωφάλαλος, που έκανε και το λαχειοπώλη, το Νικόλα το Χρυσό, το Γιώργη το Διγενή, το Γιώργο το Γιούδα, το Βασίλη Πουλεδάκη, το Γιώργη το Γοργομύτη και τους πιο επώνυμους, τους οποίους αναφέρει σε δυο βραβευθέντα θεατρικά μονόπρακτά του ο καλός φίλος και εξαιρετικός σκηνοθέτης, Γιώργος Αντωνάκης.
Πρόκειται για τον κουτσό Νικόλα Τζιγκρή ή Χαλατζάρη και τον Μιχαλάκη τον Ντερμπεντέρη. Οι δυο τους πολύ κολλητοί, αλλά και αρκετά πολέμιοι. Πολλές φορές τους ένωνε η αγνή ρετσινούλα και το καλό μεζεδάκι, όταν “έκλειναν” τα μαγαζιά τους και έκαναν ταμείο. Μαγαζιά οι ίδιοι ενοούσαν τις κασέλες τος και όλη τους τη συρμαγιά.
Στην “Ομόνοια”, στο καφενείο του Μαθιουδάκη, αρχή της αγοράς, σύχναζαν ο Νίκος και ο Γιάννης. Στο πλακόστρωτο της οδού Γιαννιτσών, για πολλά χρόνια, προσέφερε τις υπηρεσίες του ο Κώστας ο Αυγουλαδάκης. Στην πλατεία Κορνάρου σύχναζαν ο Νίκος και ο Μπαρμπαγιάννης. Κάτω στην περιοχή του λιμανιού, ήταν ο Μπαρμπαθόδωρος, ο Βασίλης ο Μανδελενάκης και ο Νίκος.
Πριν από τη Χανιώπορτα, δίπλα στο σημερινό φαρμακείο του Παρασύρη, είχαν το στέκι τους άλλοι δυο λούστροι, ο Ρήγας και ο Μαμάκος. Επίσης ο Κωνσταντούρος από την Ανάληψη, ο οποίος το στέκι του το είχε “δίπορτο”. Πότε τον συναντούσες στην πλατεία Δασκαλογιάννη και πότε στα δυο καφενεία, ανάμεσα στην Αστόρια και στην οδό Δαιδάλου, κάτω από το μεγάλο πλάτανο.
Πριν από μερικές μέρες, κατά τη γιορταστική περίοδο των εορτών του Δωδεκαημέρου, τα βήματά μου μ’ έφεραν στο άλλοτε κραταιό στέκι τους, στην πλατεία Δασκαλογιάννη. Εκεί, με δυσκολία συνάντησα μόνο τον κύριο Μιχάλη. Μου είπε αρκετά πράγματα για τους παλιούς του συναδέλφους, που σήμερα πολλοί απ’ αυτούς, δεν υπάρχουν πια! Τον ευχαριστώ από την καρδιά μου. Και τι δεν θυμήθηκα! Τι δεν υπέθεσα! Τόσες και τόσες εικόνες πέρασαν από το μυαλό μου.
Πολλές θύμησες και νοσταλγίες. Ανάμεικτες οι περισσότερες. Κοινό σημείο αναφοράς ο κάθε συμπαθέστατος λούστρος, με το μοναδικό κασελάκι του. Και “δίπλα” τους οι δυο πολιτείες που τις έζησα, τις ζω και τις αγαπάω! Το Ηράκλειο, το Μεγάλο Κάστρο του παλιού καιρού και επίσης κάποιο άλλο Κάστρο, όπως λέγεται, μιας περασμένης, όμορφης εποχής, ο Βόλος.
Μαθητής ακόμα Γυμνασίου, θυμάμαι τους λούστρους στο Δικαστικό Μέγαρο του Βόλου και ακόμα αντηχούν στ’ αυτιά μου, τα λόγια του φιλολόγου μου καθηγητή Παπαθωμαϊδη: “Ένα ψήφο έχει ο εισαγγελέας που του βάφει τα παπούτσια ο λούστρος, αλλά το ίδιο μετράει και ψήφος του λούστρου”!
Και ο επίλογος, τί άλλο; Μνήμες! Από το γύρισμα των ρεβέρ του παντελονιού, υπομονετικά όσο γίνεται, η τοποθέτηση χαρτονιών από πακέτα τσιγάρων συνήθως, προφυλάσσοντας τις κάλτσες των πελατών. Στη συνέχεια ακολουθούσε το καθάρισμα της λάσπης και το πέρασμα των παπουτσιών με αραιό χρώμα. Σειρά μετά είχε η πάστα, μια αλοιφή που ήταν γυαλιστική.
Ένα απλό βούρτσισμα με μαλακές βούρτσες και μια σχετική γυαλάδα άρχιζε να κάνει την εμφάνισή της! Ο τελικός ρόλος ανήκε στο βελούδινο ή μάλλινο πανί που έκανε “καθρέφτη” το παπούτσι, μαζί με την ευχή του λούστρου, γνήσια και καρδιακή, στον πελάτη του: “Με τις υγείες σας”!!
Πηγη - Πατρις
Αρθρο - Δημητρης Σαββας
0 Comments:
Δημοσίευση σχολίου