Καερέτι (το), καερέτια (τα) = 1. το μεροκάματο χωρίς πληρωμή, 2. το κουράγιο, η υπομονή, η εγκαρτέρηση. τουρ. gayret = ζήλος, εμφύχωση.
Σε άλλα μέρη ακούγεται καϊρέτι. φρ. Κάνε γέρο καερέτι.
Ψηλά γαμπρέ την κεφαλή και μην ξανοίγεις χάμαι, βαρύς σου φαίνετ’ ο ζυγός μα καερέτι κάμε. Μ.Α.Μ.
Από τον Γιάννη Κριτσωτάκη και το “Στειακό Λεξιλόγιο”, τηλ. 6937 930902
0 Comments:
Δημοσίευση σχολίου