Του Γιώργη Μπαγκέρη
”Εδώ τελειώνουν τα έργα της θάλασσας, τα έργα της αγάπης.
Εκείνοι που κάποτε θα ζήσουν εδώ που τελειώνουμε
αν τύχει και μαυρίσει στη μνήμη τους το αίμα και ξεχειλίσει
ας μη μας ξεχάσουν, τις αδύναμες ψυχές μέσα στ’ ασφοδίλια.
Ας γυρίσουν προς το έρεβος τα κεφάλια των θυμάτων:
Εμείς που τίποτα δεν είχαμε θα τους διδάξουμε τη γαλήνη.
Ας μη μας ξεχάσουν.” (Γιώργος Σεφέρης)
Στις 8 Φεβρουαρίου 1980, ξημερώματα Παρασκευής στο Αντικαρκινικό κέντρο Πειραιά, ο Νίκος Ξυλούρης αφήνει την τελευταία του πνοή. Η φωνή που έκανε εκατομμύρια Έλληνες να ριγούν από συγκίνηση σβήνει σε ένα λευκό δωμάτιο Νοσοκομείου. Η αγαπημένη του Ουρανία του κρατάει μέχρι την τελευταία στιγμή το χέρι, σε μια απέλπιδα προσπάθεια να τον κρατήσει στη γη, αλλά η ψυχή του “Ψαρονίκου”, υψώνεται πάνω από το λευκό δωμάτιο, βγαίνει έξω και απλώνεται από την Κρήτη έως τον Έβρο, ως ένας Μύθος, ως ένας κολοσσός της μουσικής, με την αύρα του να μας χαϊδεύει μέχρι και σήμερα, 38 χρόνια μετά και να μας εμπνέει ακόμα και στις δυσκολότερες στιγμές μας.
Η ώρα τούτη δεύτερη, μετά το μεσονύχτι είναι ώρα αναμνήσεων.Μα όχι Πάντα. Η ώρα τούτη δεύτερη, μετά το μεσονύχτι. Είναι ώρα περισυλλογής Μα όχι πάντα. Η ώρα τούτη δεύτερη, μετά το μεσονύχτι.Είναι ώρα για δάκρυα. Και μένει Πάντα..(Γιάννης Κακουλίδης).
Πραγματικά, εκείνη την Παρασκευή που δάκρυσε όλη η Ελλάδα πριν 38 χρόνια, τα δάκρυα έμειναν για πάντα. Η θλίψη για την τεράστια απώλεια, αλλά και ένα μεγάλο γιατί, καθώς ο Νίκος έφυγε νωρίς, διανύοντας μόλις την τέταρτη δεκαετία της ζωής του. Έμεινε και ένα μεγάλο “και αν”. Αν δεν έφευγε τόσο νωρίς πόσα περισσότερα θα μας είχε προσφέρει απλόχερα με τη φωνή του, τα τραγούδια του, αλλά και την ακέραιη και έντιμη στάση ζωής του, καθώς κατά γενική ομολογία υπήρξε ένας από τους πιο αγνούς ανθρώπους και ένας από τους σεμνότερους καλλιτέχνες που πέρασαν ποτέ από την Ελλάδα.
Και παν και πάνε και σε αναζητάνε, ώρα τους καλή. Από λιβάδια μ’ ασφόδελα περνάνε, ώρα τους καλή. Παλιά τραγούδια στα αλώνια αχολογάνε, και παν και πάνε, ώρα τους καλή. Τους ακολουθάνε τα αγρίμια που ξυπνάνε, ώρα τους καλή. Την πέτρα στύβουν, χορταίνουν, ξεδιψάνε, ώρα τους καλή. Στη γη και στα άστρα και στα παιδιά μιλάνε. Ώρα τους καλή..(Ιάκωβος Καμπανέλλης).
Μαγική η σχέση του με τα παιδιά. Από αυτήν απέκτησε το παρατσούκλι “Κλωσσού” καθώς από νεαρή ηλικία όπου καθόταν μαζεύονταν γύρω του σιγά σιγά όλα τα παιδιά της περιοχής να τον ακούσουν.
-Πάρε μου πατέρα μια λύρα. Από την τρίτη τάξη του δημοτικού η μοναδική έγνοια του ήταν αυτή και το μοναδικό πράγμα που ζητούσε.
-Δεν θα τον κάνω λυράρη. Σα δε του αρέσουν τα γράμματα καλλιά να πάει στα πρόβατα παρά να γίνει μουζικάντης, έλεγε με αγριεμένο ύφος ο πατέρας του ο Ψαρογιώργης.
Όμως τα αυθεντικά ταλέντα, πάντα έχουν δίπλα τους ένα αόρατο χέρι που τα βοηθάει και τα σπρώχνει να κάνουν αυτό για το οποίο γεννήθηκαν. Έναν από μηχανή θεό που εμφανίζεται την κατάλληλη στιγμή και βάζει ξανά τα πράγματα στην κανονική τους ροή. Ο Νίκος θα γινόταν καλλιτέχνης, καμιά επίγεια δύναμη δεν θα μπορούσε να εμποδίσει αυτή την εξέλιξη. Και βρέθηκε ο απομηχανής θεός. Στο πρόσωπο του δάσκαλου εκείνης της εποχής Μενέλαου Δραμουντάνη. Σαν να μην ήταν λόγια του δασκάλου αλλά μιας ανώτερης δύναμης που έβαζε τις λέξεις στο στόμα του.
-Μην το πιέζετε το κοπέλι. Πάρτε του τη λύρα και βγάλτε το από το σχολείο. Δεν θα χαθεί.
Αλήθεια ποια μαγεία τοποθέτησε τα λόγια αυτά στο στόμα ενός δασκάλου: Βγάλτε το παιδί από το σχολείο. Φαίνεται απίστευτο αλλά έτσι συνέβη. Μαλάκωσε ο Ψαρογιώργης και πήγε τον γιο του στο Ηράκλειο να διαλέξει μια λύρα. Την πρώτη του λύρα στα 12 του χρόνια. Η λύρα έγινε προέκταση του χεριού του και συνοδοιπόρος της μαγικής φωνής του μέχρι και την τελευταία του πνοή.
ρόνια μετά ο δάσκαλος, άκουγε παντού το όνομα του μικρού κάποτε μαθητή του. Στα ραδιόφωνα, στην τηλεόραση, στις κουβέντες των απλών ανθρώπων. Και ένιωθε περήφανος και δικαιωμένος..
Ανέβηκα στην κορυφή της συννεφιάς, σαλτάροντας με τις τριχιές του λιβανιού, πήρα τον δρόμο της σποράς. Κοιμήθηκα στο προσκεφάλι του σπαθιού. Είχα το ύπνο του λαγού..(Κ.Χ.Μύρης)
Γρήγορα η Κρήτη δεν χωρά το ταλέντο του. Ο Ψαρονίκος από ένας μεγάλος λυράρης στην Κρήτη, στην Αθήνα θα γίνει ο Νίκος όλων των Ελλήνων. Η φωνή του ενώνει, συγκινεί, δεσπόζει.Συναρπάζει. Συγκλονίζει.Αφήνει το στίγμα της σε ποιήματα κορυφαίων ποιητών. Εμπνέει κορυφαίους μουσικοσυνθέτες να απλώσουν το ταλέντο τους με βάση τη φωνή του. Γίνεται πλέον παγκόσμια, σπάει όλα τα σύνορα και αναγνωρίζεται διεθνώς ως ένας από τους σπουδαιότερους ερμηνευτές.
Τα παιδιά ξεχύνονται στους κάμπους, οι φωνές τους δεν είναι πια κουρέλια. Έντιμο αίμα που ζητάει εκδίκηση..(Οδυσσέας Ελύτης)
Σεμνός παρακολουθεί με αμηχανία τις εκδηλώσεις λατρείας στο πρόσωπο του και απορεί. Η προσωπικότητα του στέκεται βράχος, μπεντένι μπροστά στην επιτυχία και την αναγνώριση και δεν αφήνει να χαθεί ούτε στο ελάχιστο η αγνότητα του και ο απλός τρόπος που κοιτάει τη ζωή, μακριά από ψεύτικες χαρές και λούσα. Και όταν νιώσει ότι ο απλός κόσμος που υποφέρει τον χρειάζεται θα είναι εκεί δίπλα του ανιδιοτελώς αγνοώντας τυχόν συνέπειες.Τρεις μέρες θα ενώσει τη φωνή του με αυτή των φοιτητών στα κάγκελα του Πολυτεχνείου. Σύμβολο αντίστασης κατά της Χούντας ο Ψαρονίκος και δε θα μπορούσε να πράξει αλλιώς ένας πραγματικά ελεύθερος άνθρωπος. Η φωνή του θα σπάσει τα κάγκελα, θα διαπεράσει σαν ρίγος τους πραξικοπηματίες Χουντικούς και θα συμβάλλει καθοριστικά στην αντίστροφη μέτρηση για την επτάχρονη μαύρη περίοδο της Νεοελληνικής Ιστορίας. “Πότε θα κάνει ξαστεριά” τραγουδούσε και ήταν σαν να έδινε με την παρουσία του εκεί την απάντηση:”Όταν θα χτυπήσουμε το κακό ενωμένοι οι Έλληνες σαν μια γροθιά..”.Πράξη Αντίστασης τότε και η συμμετοχή του στην παράσταση “Το μεγάλο μας Τσίρκο” με την Τζένη Καρέζη και τον Κώστα Καζάκο..
Χρόνια μετά σε κάθε συνέντευξη του ο δημοσιογράφος θα τον ρωτάει. “Ήσουν και στο Πολυτεχνείο Νίκο. Πες μας για αυτό”. Με ένα σφίξιμο ο Νίκος απαντούσε πάντα σταθερά:”Δε θέλω να μιλήσω για αυτό. Τίποτα δεν έκανα. Στο Πολυτεχνείο ήταν παιδιά που σκοτώθηκαν. Εγώ δεν σκοτώθηκα..”.
Μια μέρα μια Παρασκευή θα πέσω να πεθάνω και μια Λαμπρή θα αναστηθώ από το χώμα απάνω..(Γιάννης Κακουλίδης)
-Όλα καλά μωρέ και τα τραγούδια και τα ποιήματα, αλλά συνέχεια με το Χάρο με βάζετε να αγωνίζομαι, έλεγε μεταξύ σοβαρού και αστείου ο ίδιος στους συνθέτες και τους ποιητές με τους οποίους συνεργάστηκε. Σαν ένα προαίσθημα να είχε. Ότι πολύ τον προκαλεί και κάποια στιγμή θα επιτεθεί και πρέπει να είναι έτοιμος. Από την άλλη όμως είχε και το πρώτο του τραγούδι, εκείνο που έγραψε σε ηλικία μόλις 17 ετών:”Δεν κλαίνε οι δυνατές καρδιές η μοίρα όταν τις δέρνει. Γιατί πιστεύουν με καιρό πως κάθε πόνος γιένει..”
Η αρρώστια τον χτύπησε στο απόγειο της δόξας του εκεί στα τέλη του 1979. Το ταξίδι στην Αμερική, οι θεραπείες, οι αγωνίες δυστυχώς δεν απέτρεψαν το αναπόφευκτο τέλος του Φλεβάρη του ’80.
Κι όχι να πείτε που ‘κάνα και τίποτα σπουδαίο. Μόνο που πέρασα κι ακούμπησα στον ίδιο τοίχο που ακουμπήσατε.
Κι όχι να πείτε που ‘κάνα και τίποτα σπουδαίο. Μόνο που φόρεσα τις ίδιες χειροπέδες που φορέσατε.
Κι όχι να πείτε που ‘κάνα και τίποτα σπουδαίο. Μόνο που πόνεσα μαζί σας και ονειρεύτηκα μαζί σας..
Μόνο που σε βρήκα και με βρήκες σύντροφε..(Γιάννης Ρίτσος)
Έσβησε ο Νίκος Ξυλούρης. Το σώμα του θα γινόταν ένα με την μάνα γη, ένα κρύο πρωινό του Φλεβάρη στο πρώτο Νεκροταφείο Αθηνών. Το σώμα θα γίνει χώμα, αλλά το έργο και η φωνή θα έμεναν για πάντα στις ψυχές μας, στα βινύλια και τους δίσκους μας. στα γραπτά και στις καρδιές μας, όπως συμβαίνει σε κάθε πραγματικό καλλιτέχνη που πρωτίστως μιλάει στις καρδιές του απλού κόσμου. Που ονειρεύτηκε μαζί τους. Μαζί μας..
Οι Ανωγειανοί πάντα θα περιμένουν την τελευταία αυλαία και το χειροκρότημα που εκκρεμεί εδώ και 38 χρόνια. Περιμένουν μια λαμπρή τελετή με τα οστά του Ψαρονίκο να φτάνουν στα Ανώγεια, ώστε η αύρα του να καλύψει ακόμα περισσότερο τον αγαπημένο του Ψηλορείτη..
Η φίλη του Νίτσα Λούλε-Θεοδωράκη ακολουθεί τα τελευταία βήματα. Τα τελευταία χειροκροτήματα:
“Δυο δρασκελιές ακόμη Νίκο και φτάσαμε. Φρεσκοσκαμμένος ο λάκκος που θα δεχτεί το κορμί σου. Γύρω σου μελίσσι ο κόσμος χειροκροτεί. Το σκοινί κατεβαίνει αργά για να μην τρανταχτείς. Μπηγμένη στο χώμα η λύρα που σε συντρόφευε τριάντα χρόνια.
Ένα τελευταίο κοίταγμα στο χλωμό πρόσωπο σου. Δυο άνθη λεμονιάς πριν πέσει το χώμα, κι ύστερα φτυαριές, σίγουρες μηχανικές κινήσεις, ώσπου να χαθείς για πάντα στο σκοτάδι, ένα σκοτάδι που δεν θα καταφέρει ποτέ να σε σβήσει από τη μνήμη μας.
Εκεί στην άκρη του νεκροταφείου σε αφήσαμε, μεσημέρι πια, παρέα με τα πουλιά, τα κυπαρίσσια, με τη μυρωδιά της Άνοιξης που φτάνει και το Χάρο να τραγουδά μετανιωμένος..
Για ιδές κρίματα που ‘κάνα,
κι άδικα που τα κάνω,
για ιδέ σπίθια που ρήμαξα,
για ιδέ κορμιά που πήρα.
Αθάνατος στις καρδιές μας..
0 Comments:
Δημοσίευση σχολίου