Γράφει η Eιρήνη Ταχατάκη
(6ο μέρος)
Είπαμε στην αρχή ότι η οικογένεια Ζωγραφιστών είχε αρκετούς άξιους πολεμιστές. Ο Παύλος Ζωγραφιστός μας πληροφορεί για την οικογένεια του πατέρα του Εμμανουήλ Ζωγραφιστού του Δημητρίου που ήταν πρώτος εξάδελφος του Καπετάν Γιώργη Ζωγραφιστού του Κων/νου. Ο Δημήτριος λοιπόν είχε έξι (6) παιδιά. Το Νικόλαο, τον Αντώνιο, τον Εμμανουήλ οι γυιοί του, αλλά και τρεις κόρες: τη Χριστίνη, τη Μελετίνη και την Ελένη.
Ας γνωρίσουμε λοιπόν εδώ τον Εμμανουήλ, τον πατέρα του Παύλου που αν και ήταν μόλις 20 χρονών στην επανάσταση του 1897 ήταν κι ο ίδιος αγωνιστής και μάλιστα οπλοφόρος. Ηταν ο νεότερος που είχε όπλο στην ηλικία του, ακολουθώντας το παράδειγμα των προγενεστέρων.
Τα δύο μεγαλύτερα αδέλφια του Νικόλαος και Αντώνιος ήταν επίσης σπουδαίοι πολεμιστές. Αλλά και τα εξαδέλφια τους, οι γυιοί των θυγατέρων των Ζωγραφιστών ήταν όπως θα δούμε κι εκείνοι πολεμιστές γενναίοι.
Το όπλο του Μανόλη του είχε δώσει ο αδελφός του ο Αντώνης. Του έδινε και σφαίρες όσες ήθελε. Ετσι έκανε εξάσκηση σκοποβολής κι ήταν άριστος σκοπευτής. Κάθε πρωί ξεκινούσαν μαζί με τον εξάδελφό του Μανόλη Γ. Φραγκιαδάκη κι έφευγαν πρωί-πρωί από τις Κάτω Αρχάνες. Πήγαιναν προς τις Πατσίδες όπου ήταν δάσος από λιόφυτα κι έκαναν έλεγχο στο Πατσιδιανό Ρυάκι μήπως είχαν κρυφτεί Τούρκοι για να τους πάρουν τα ζώα όταν περνούσαν από τις Πατσίδες. Ηταν δηλ. “τσαρκαδόροι”. Η “τσάρκα” ήταν η αρπαγή ζώων του εχθρού (είπαμε σε προηγούμενες σελίδες για τέτοιες αρπαγές και για το “Γαϊδουρομοίρη” που πουλούσε τους κλεμένους γαϊδάρους).
Εψαχαν προ παντός το Πατσιδιανό Ρυάκι αλλά με τον τρόπο που ήξεραν. Είχαν όμως και την κάλυψη των βαρδιάνων από τα ψηλά πλάγια της διπλανής κεφάλας κι έκαναν έλεγχο κι από εκεί. Οταν έφταναν 100 μέτρα κοντά στις Πατσίδες κρύβονταν στα πλάγια του ρυακιού κι έτσι δεν τους ξέφευγαν από ‘κει ούτε ζώα ούτε άνθρωποι. Μόλις πλησίαζαν τα ζώα είχαν και σκυλιά που τα έβαζαν να τα διώχνουν.
Οταν υπήρχε άμεσος κίνδυνος έριχαν μερικές ντουφεκιές και τα ζώα έτρεχαν μέχρι τις Αρχάνες διότι ήταν φοβισμένα ειδικά σ’ αυτό το χώρο που ήταν είσοδος στα περάσματα προς τις Αρχάνες και γίνονταν μάχες στην περιοχή αυτή πολύ συχνά. Ετσι ο νεαρός Μανώλης Ζωγραφιστός είχε γίνει αεικίνητος και άγρυπνος φρουρός.
Εκεί στα περιβόλια της Βαγιάς, 400 μέτρα νότια των Πατσίδων, υπήρχαν δύο κυπαρίσσια πελώρια. Υπήρχαν και πολλά μικρότερα γι’ αυτό ο τόπος είχε αποκτήσει το τοπωνύμιο “Κυπαρισώνας”. Τα δυο πιο μεγάλα κυπαρίσσια που εδέσποζαν στο τοπίο, χρειάζονταν στους χριστιανούς γι’ αυτό τα έκοψαν. Τα τεμάχισαν μετά στα 5 μέτρα, έβαλαν “ρεμούλες” για να τα τραβήξουν τα ζεύγη των βοδιών να τα πάνε στις Αρχάνες. Οταν όμως τα έκοψαν, οι Τούρκοι τα αναζήτησαν επειδή φαίνονταν από μακριά αλλά δεν τους ενόχλησαν. Πήγαιναν όμως τα βραδάκια από μακριά και παρακολουθούσαν τις εργασίες. Οταν είδαν ότι τα πάντα ήταν έτοιμα για να μεταφερθούν τα κυπαρίσσια κι έμενε μόνο να πάνε τα βόδια να τα τραβήξουν, κρύφτηκαν οι Τούρκοι εκεί γύρω.
Σκοπό τους είχαν βάλει να προσπαθήσουν να αρπάξουν τα βόδια που θα φέρνανε για τη μεταφορά. Εκεί στο μετόχι του Μπέη που το ‘χαν κάψει χριστιανοί κρύφτηκαν οι Τούρκοι. Ευτυχώς οι χριστιανοί δεν πήγαν ενωρίς τα βόδια και τη βραδιά της μεταφοράς είχαν πάρει μαζί τους πάνω από 100 ενόπλους για καλό και για κακό. Ηταν Κυριακή μέρα και η μητέρα του Μανώλη του Φραγκιαδάκη του είπε να πάει να μαζέψει “αβρονιές” (σπαράγγια) που φύτρωναν μέσα στα καλάμια.
Το είπε στον εξάδελφο του το Μανόλη και του παράγγειλε να παρακολουθεί τα ζώα. Πήγε πράγματι ο Φραγκιαδάκης στα καλάμια, μάζεψε τις αβρονιές, τον είδαν οι Τούρκοι αλλά δεν τον πείραξαν. Περίμεναν να κατέβουν τα βόδια για να τα αρπάξουν. Γι’ αυτό είχαν προχωρήσει πιο πολύ προς το μέρος των χριστιανών, πιο πέρα από τα κυπαρίσσια, για να αρχίσουν τις μπαλωτιές και να πάρουν τα βόδια προς το Ηράκλειο.
Στον ίδιο χώρο προχωρούσε μπροστά ο Μανόλης ο Φραγκιαδάκης, πίσω ακολουθούσε ο Μανόλης Ζωγραφιστός κι ένα μικρό παιδί ο Ζαχάρης Ζωγραφιστός, αδελφός του Καπετάν Γιώργη Ζωγραφιστού. Ο μικρός Ζαχάρης έτρεξε να πάει σε μια αμυγδαλιά που ήταν στην πόρτα του μετοχιού, να μαζέψει αμύγδαλα, με την ευκαιρία που ήταν εκεί πολλοί χριστιανοί και δεν υπήρχε κίνδυνος γιατί άλλη μέρα δεν θα μπορούσαν να πάνε προς τα εκεί. Ο Φραγκιαδάκης εντω μεταξύ είχε βγει από τα καλάμια του περιβολιού και πήγαινε κι αυτός προς την αμυγδαλιά. Οι Τούρκοι λοιπόν που τον παρακολουθούσαν να τον δουν, τον έχασαν από τα μάτια τους.
Κι όπως πρόβαιναν να τον δουν τους αντιλήφθηκε ο μικρός Ζαχάρης Ζωγραφιστός και βάζει τις φωνές: “Μανόλη, Τούρκοι στο μετόχι”. Την ίδια στιγμή πετάχτηκαν έξω οι Τούρκοι κι ο Φραγκιαδάκης πρώτος τους σημάδεψε και σκότωσε ένα. Μετά χωρίς να τον βρει σφαίρα, πηδά στο ρέμα που πάντα εκεί έβρισκαν σίγουρη ασφάλεια. Δεν είχε δει όμως ότι προηγουμένως στο σημείο αυτό είχαν κρυφτεί Τούρκοι. Του ρίξανε όλοι μαζί και τον σκότωσαν. Μέσα σ’ αυτή τη σύγχυση ο μικρός Ζαχάρης είχε πάει μακριά. Οι Τούρκοι τον σημάδεψαν και πήρε μια σφαίρα ξυστά το μπράτσο. Ο Μανόλης Ζωγραφιστός πλησίαζε εντω μεταξύ, ενώ είχαν φτάσει από δεξιά και αριστερά πολλοί οπλοφόροι για την ασφάλεια της περιοχής. Αρχισαν να ρίχνουν προς το ρυάκι αλλά όπως ήταν δασωμένο δεν τους έβρισκαν, εκείνη τη στιγμή ο μικρός Ζαχάρης έτρεξε προς το Μανόλη Ζωγραφιστό.
H οικογένεια του Βασιλαντώνη ήταν από τις καλύτερες και τις πιο σεβαστές όχι μόνο στο χωριό μα και σ’ όλα τα γύρω χωριά της περιφέρειας. Ηταν όλοι καλοαναθρεμμένοι “ομόβουλοι” (αγαπημένοι), φιλότιμοι και προπάντων σέβονταν τον εαυτό τους και τον κόσμο, τους συνανθρώπους τους. Οι Γωνιές εκείνη την εποχή, δεν είχαν πολλές οικονομικές δυνατότητες, βιοπαλαιστές αλλά τίμιοι οι κάτοικοι κι ο Βασιλαντώνης δεν ήταν πλούσιος αλλά είχε καλό κουμάντο στα παιδιά του. Τους έμαθε τεχνίτες: άλλους οικοδόμους, άλλους ντερμιτζήδες και κέρδιζαν καλά λεφτά.
Ο πατέρας τους εργατικός και χρυσοχέρης, ό,τι έβλεπαν τα μάτια του το έφτιαχναν τα χέρια του. Ηταν άριστος τεχνίτης που έφτιαχνε ανεμομύλους που άλεθαν τα σιτηρά με τον αέρα. Αλλά και νερόμυλους που άλεθαν με νερό. Τον ένα μύλο τον είχε για το καλοκαίρι και τον άλλο για το χειμώνα που υπήρχαν άφθονα νερά. Ετσι είχαν πάντα ψωμί. Οποιος περνούσε από το χωριό τους, το σπίτι τους ήταν πάντα ανοικτό και φιλόξενο. Το ίδιο συνεχίστηκε κι από τους απογόνους του Βασιλαντώνη.
Πώς η κόρη τους Μαρία παντρεύτηκε το Μανόλη Ζωγραφιστό
Ο Μανόλης Ζωγραφιστός δεν είχε πάει ποτέ στο χωριό Γωνιές αλλά από το χωριό αυτό υπηρετούσε στις Αρχάνες ένας χωροφύλακας που λεγόταν Γεώργιος Στεφανάκης και είχε ένα Καπετάνιο αδελφό , τον Καπετάν Στεφανογιάννη που ήταν φίλοι με τον Αντώνη Ζωγραφιστό αδελφό του Μανόλη Ζ. Ο Γ. Στεφανάκης λοιπόν ζήτησε από τους Ζωγραφιστούς για γυναίκα του, μέσω του Καπετάνιου αδελφού του τη Χριστίνη Ζωγραφιστού που ήταν μια πολύ όμορφη κοπέλα κι έτσι ο Γεώργιος Στ. και η Χριστίνη Ζ., παντρεύτηκαν με τη συμφωνία όμως να μείνουν στις Πατσίδες.
Οταν λοιπόν έμαθαν στις Γωνιές ότι ο Στεφανάκης παντρεύτηκε από τις Πατσίδες, όλοι είχαν μεγάλη περιέργεια να μάθουν τι άνθρωπο πήραν, κάτι που συμβαίνει από παλιά στα χωριά μας. Εμαθαν λοιπόν πως η νύφη η Χριστίνη ήταν από μια άριστη και πλούσια οικογένεια και ότι οι δικοί της ήταν από τους καλύτερους καπεταναίοιυς της Κρήτης. Ηθελαν όμως να μάθουν περισσότερα. Κείνα τα χρόνια στις Γωνιές όπως και σε πολλά χωριά της Κρήτης υπήρχαν πολλοί τεχνίτες που έπλεκαν καλάθια και τουπιά για τυροκομικά και γυρίζανε σ’ όλη την Κρήτη και τα πουλούσαν.
Δυο λοιπόν τεχνίτες, συγγενείς του γαμπρού πήγαν και στις Πατσίδες με την αφορμή αυτή για να γνωρίσουν τα συμπεθεριά. Εκεί τους υποδέχτηκαν, με πολλή καλοσύνη και τους περιποιήθηκαν εξαιρετικά. Εκείνοι ενθουσιάστηκαν μ’ όλα αυτά. Είδαν, έμαθαν και γύρισαν στο χωριό τους να περιγράψουν τον πλούτο και τη λεβεντιά των ανθρώπων που συμπεθερέψανε με τους δικούς τους χωριανούς.
Ιδιαίτερη εντύπωση τους έκαναν οι φορεσιές τους δηλ. τα χιαλβάρια και τα άλογά τους, διότι επειδή η επικοινωνία μεταξύ των χωριών της Κρήτης ήταν περιορισμένη, δεν είχαν υπ’ όψη τους ορισμένα πράγματα, έτσι τα περίτεχνα χιαλβάρια φάνταζαν στα μάτια τους σαν να ήσαν μεγαλοπρεπέστατες ενδυμασίες-και μήπως δεν ήταν;-ενώ οι δικές τους φορεσιές ήταν απλές βράκες με πανί που ύφαιναν οι γυναίκες στον αργαλειό. Τα άλογα ήταν στολισμένα με “παλάγκα” και στολίδια που άστραφταν κι έτσι στην επιστροφή τους στο δικό τους χωριό η περιγραφή των εντυπώσεων ήταν ενθουσιώδης και η συζήτηση αυτή κράτησε πολλές μέρες. Ετσι έγιναν οι γάμοι της Χριστίνης με τον Γωνιανό γαμπρό Γ. Στεφανάκη και τα δυο χωριά Γωνιές και Πατσίδες “συμπεθέρεψαν”.
Από το ίδιο χωριό λοιπόν ήταν και η γυναίκα του Μανόλη Ζωγραφιστού (μητέρα του Παύλου που μας δίδει τις πληροφορίες) η Μαρία Βασιλάκη, κόρη του Βασιλαντώνη που είπαμε πιο πριν. Η Μαρία ήταν μια πολύ όμορφη κοπέλα και τ’ αδέλφια της την αγαπούσαν και την πρόσεχαν πολύ. Την είχαν “κανακαρά κι αρχόντισσα” που λέμε στην Κρήτη. Για λόγους ασφαλείας τα αδέλφια της (7 αδελφοί) δεν της επέτρεπαν να βγαίνει γιατί υπήρχε και ο φόβος της αρπαγής εκείνα τα χρόνια από τους Τούρκους. Την κρατούσαν λοιπόν περιορισμένη στο σπίτι και με τη μόνη που είχε συναναστροφή ήταν μια εξαδέλφη της. Μαρία τη λέγανε κι εκείνη κι ήταν κι αυτή πολύ όμορφη κοπέλα.
Οι δυο νέες δεν πήγαιναν πουθενά αλλά σαν φίλες ήταν αχώριστες και συζητούσαν μαζί τα νεανικά τους όνειρα και σχέδια. Σπάνιες ήταν οι φορές που θα μπορούσαν να πάνε κι εκείνες σε κάποιο πανηγύρι με τη συνοδεία των αδελφών και συγγενών τους. Το μεγαλύτερο πανηγύρι της περιοχής τους γινόταν στην Παναγία την Κερά, το γνωστό μοναστήρι που βρίσκεται πάνω από το χωριό Γωνιές στο δρόμο προς το Οροπέδιο του Λασιθίου. Χιλιάδες κόσμος ερχόταν κάθε χρόνο από παντού στη θαυματουργή Παναγία την Κερά που η άγια εικόνα της όποτε την άρπαζαν ξαναγύριζε στο μοναστήρι της ακόμη και αλυσοδεμένη.
Στον περίβολο του μοναστηριού υπήρχουν και σήμερα τα κειμήλια-θυμητάρια αρπαγής της εικόνας όπως η στήλη που την είχαν δέσει για να μη φύγει. Σ’ αυτό λοιπόν τον ιερό χώρο μιας μαγευτικής τοποθεσίας ήταν γραφτό να γνωριστούν οι δύο νέοι, ο Μανόλης Ζωγραφιστός και η Μαρία Βασιλάκη και να παντρευτούν.
Αλλά ας δούμε πώς δημιουργήθηκε αυθημερόν αυτό το τρυφερό ειδύλλιο των δυο πανέμορφων νέων.
Πρωί-πρωί λοιπόν ανήμερα της χάρης Της ξεκινούσαν οι πανηγυριώτες για το μοναστήρι. Από τις Γωνιές που ήταν πολύ κοντά ξεκίνησαν όλοι οι χωριανοί άλλοι καβαλάρηδες κι άλλοι με τα πόδια για τη χάρη Της. Ανάμεσά τους και η Μαρία με τα αδέλφια της και πολλά πρωταξαδέρφια της. Ο Μανόλης Ζωγραφιστός, για κάποιο λόγο, από βραδίς άργησε να κοιμηθεί.
Ετσι πήγαν στο πανηγύρι λίγο καθυστερημένα κι όταν έφτασαν εκεί, η εκκλησία και το προαύλιο ήταν γεμάτα κόσμο. Ολοι σάστισαν στην εμφάνισή τους, με τα χιαλβάρια τους και τη λεβεντιά τους κι όλες οι συντροφιές σιγοκουβέντιαζαν σχολιάζοντας. Αφού μάλιστα είχε γίνει και το πρώτο συμπεθεριό με τη Χριστίνη Ζωγραφιστού, οι συμπέθεροι τους καλοδέχτηκαν περήφανοι κι ενθουσιασμένοι. Τους σύστιζαν σε χωριανούς, φίλους και συγγενείς, τους κερνούσαν και η χαρά όλων ήταν απερίγραπτη.
Ο Καπετάν Γιάννης Στεφανάκης κουνιάδος της Χριστίνης Ζωγραφιστού, δεν είχε τι να κάνει για να ευχαριστήσει τα συμπεθεριά του. Αφού ήπιανε καφέ μετά την εκκλησία, τους πήραν στο σπίτι για φαγητό και κάλεσαν και αρκετούς χωριανούς για παρέα. Πήγαν σχεδόν όλοι κι ανάμεσά τους καλεσμένη και η Μαρία Α. Βασιλάκη με τα αδέρφια της. Σοβαρή, μετρημένη και πανέμορφη, εντυπωσίασε βαθειά το Μανόλη Ζωγραφιστό που είπε με βεβαιότητα μέσα του: “Αυτή την κοπελιά πρέπει να πάρω γυναίκα μου. Ομορφότερο πλάσμα δεν έχουν δει τα μάτια μου...”
Και ήταν ο νέος μόλις 23 χρονών. Την ίδια καλή εντύπωση σχημάτισε κι η κοπελιά για το παλικάρι και κατέβαζε κοκκινισμένη από παρθενική ντροπή σεμνά και σοβαρά τα όμορφα μάτια της σε κάθε ανάβλεμμά του... Ετσι το ειδύλλιο των δύο νέων άρχισε με την πρώτη ματιά...
Φάγανε όλοι μαζί και μετά άρχισε το γλέντι και ο χορός. Ο Μανόλης Ζωγραφιστός ήταν μεγάλος γλεντζές, τραγουδούσε πολύ όμορφα και στο χορό σαν αητός πετούσε ντυμένος στα λεβέντικα χιαλβάρια. Μαζεύτηκε ο κόσμος να τους καμαρώσει, αυτόν και την αδελφή του τη Χριστίνη που είχε πάει νιόνυφη στο χωριό. Το βραδάκι που τελείωσε το γλέντι άρχισε να φεύγει ο κόσμος, μαζί και οι Γωνιανοί για τα χωριά τους με τραγούδια και όργανα. Οι Γωνιές ήταν κοντά, αλλά ο δρόμος κακός, ορεινός όλο πέτρα.
Ο Μανόλης Ζ. βρήκε ευκαιρία να πει στον αδελφό της Μαρίας Β. “Κύριε Μανόλη, πες στην αδερφή σου να καθίσει στη φοράδα μου. Εγώ δεν κάθομαι γιατί θα πάμε με την παρέα μου με τα πόδια για να τραγουδούμε, γι’ αυτό αν θέλει ας καθίσει”. Λέει η Μαρία, “εγώ φοβούμαι να καβαλικέψω” αλλά ο Μανόλης την καθησύχασε: “Μη φοβάσαι, είναι πολύ ήσυχη”. Τη βοήθησε να καβαλικέψει και σε λίγη ώρα, όπως ήταν πολλή ζέστη βγάζει το μεϊντάνι του (το σακάκι της φορεσιάς του) το δίνει στην κοπέλα και της λέει ευγενικά: “Σας παρακλάω το κρατάτε αυτό;” Εκείνη δέχτηκε ευχαρίστως.
Το δίπλωσε και το έβαλε στην ποδιά της. Πήγαν στο χωριό το βράδυ στις Γωνιές και λέει ο Καπετάν Γιάννης Στεφανάκης που είχε συμπαθήσει πάρα πολύ το παλικάρι κι είχε αντιληφθεί και την καλή του διάθεση και προτίμηση για τη Μαρία Βασιλάκη, και του κάνει: “Ε, συμπεθεράκι αρέσει σου η κοπελιά;” Τον είχε δει που της έδωσε να του κρατά το μεϊτάνι του και για τα έθιμα της εποχής αυτό ήταν φανερή προτίμηση. Κάτι σαν αρραβώνας. “Λοιπόν ήντα λες; Θέλεις να σε κάμομε χωριανό;”
Εκείνος για λίγο κοκκίνησε. Μα δεν έπρεπε να χάσει τη μεγάλη ευκαιρία και του λέει: “Ναι, σα με ρωτάς, αρέσει μου η κοπελιά. Μόνο να βάλεις ομπρός, την κουβέντα...” “Μη σε γνοιάζει”, του κάνει ο Καπετάνιος, “εγώ δα βάλω το νερό στ’ αυλάκι...” Πηγαίνει την ίδια βραδιά στο Βασιλαντώνη τον πατέρα της νύφης: “Το και το” του λέει, “ήντα λες και συ;” Σε λίγο δίδει σοβαρός την απάντηση: “Ολα καλά και άγια, του κάνει. Καλός ο ντεληκανής, όμορφος κι από μεγάλο σόι, αλλά το χωριό του, οι Πατσίδες είναι αλάργο από τις Γωνιές”.
“Μα ήντα ‘ναι τανά που λες; Δίδεις το παιδί σου σε τέθοια οικογένεια με πλούτη και δε σου ζητά και τίποτα ο γαμπρός, κοντά στο Ηράκλειο και δα πεις όχι; Ο Θεός να μην το κάμει...”. “Ε καλά, κάνει κι ο πατέρας. Ας ρωτήσομε και την κοπελιά να δούμε τη... γνώμη τση. Κι αν τονε θέλει, δε δα πω όχι εγώ”. “Γροίκα Αντωνάκη του κάνει ο προξενητής, είμαστε συγγενείς και φίλοι και θέλω το καλό σου. Μα να κατέχεις πως οι δυο ντως τα... σάσανε κιόλας”. “Μα πώς μου λες πως τα σάσανε κιόλας;” “Ε, μα και συ. Δεν είδες πως την ήβαλε και καβαλίκεψε στη φοράδα ντου και πάει κείνος πεζός;
Δεν είδες που τση ‘δωκε το μεϊτάνι ντου να το βαστά στην ποδιά τση; Ηντα άλλο θες; Κι ύστερα απ απ’ όλα τουτανά αύριο το πρωί ποιός δα την πάρει;...” Ετσι με αυτά τα ελάχιστα στοιχεία γνωριμίας η κοπέλα ήτανε σα λογοδοσμένη. Κάθε άλλη περίπτωση για άλλο τυχερό, δεν υπήρχε. Τότε ο Βασιλαντώνης που ήταν σοβαρός και μετρημένος άνθρωπος... “ντουχιούντισε”, σκέφτηκε πως αλλιώς δεν γίνεται και του λέει: “Εντάξει Καπετάνιο. Οπως είπες θα γενεί. Από δα είναι δική ντου του Μανόλη. Τυχερό ήτανε...
Να πας το λοιπόν να του πεις πως δα δώσω την ευκή μου και θαρθώ να του το πω κι ο ίδιος στο σπίτι”. Ετσι απλά η προξενιά τελείωσε. Ενα όμορφο ταιριαστό ζευγάρι θα άρχιζε συντροφιασμένο τη ζωή του. Ενας λεβέντης και μια πανέμορφη κοπέλα που είχε το κάλλος όχι μόνο στη μορφή και το κορμί της αλλά και στο εσωτερικό της ψυχής της. Ενα αφάνταστα ωραίο ψυχικό περιεχόμενο που είχε τη δυνατότητα να το μεταδώσει αργότερα στα παιδιά της: Καλοσύνη, αγάπη στον πλησίον και τους συνανθρώπους, δικαιοσύνη, ηθική συμπαράσταση και στοργή στους πάσχοντες.
O γάμος τους γίνηκε σε λίγο καιρό, με τέτοια μεγαλοπρέπεια και πλούτο, σπάνιο για την εποχή. Πήγαν καλεστικοί στο γάμο πάνω από διακόσα άτομα πεζοί και 150 καβαλάρηδες στα άλογα. Αλλοι με τα μουλάρια που είχαν φορτώσει πολλά τρόφιμα, ψητά, βραστά, κρασιά, τυριά σε κοφίνια. Ετρωγαν κι έπιναν, κερνούσαν και τους χωριανούς απ’ όπου περνούσαν. Κι εκείνοι πάλι τους χειροκροτούσαν, τους κερνούσαν κι όλο το “ψύκι” δηλ. η συνοδεία του γάμου, έδειχναν ευτυχισμένοι.
Στο Ηράκλειο έμενε εκείνη την εποχή ο Φουάτ Μπέης της Κρήτης, πλούσιος άνθρωπος με αγγλική υπηκοότητα, ήταν δικό του το χωριό Πατσίδες, η Σύλλαμος, πολλά σπίτια και μαγαζιά του Ηρακλείου και περισσότερα στα Χανιά. Αγαπούσε πολύ τους Ζωγραφιστούς και προπάντων το γαμπρό το Μανόλη. Γι’ αυτό του έστειλε μήνυμα τρεις μέρες πριν το γάμο να πάει να του πει. Πράγματι εκείνος πήγε αμέσως και του λέει ο Μπέης: “Μανόλη ξέρεις πως σ’ αγαπώ πολύ και θέλω να σου το αποδείξω. Το λοιπόν όπως γνωρίζεις γυναίκα, τουφέκι και φοράδα δεν δανείζονται.
Ομως εγώ θέλω να σου δώσω τη φοράδα μου να καβαλικέψει για το γάμο η κοπελιά σου”. Ο γαμπρός δεν πίστευε στ’ αυτιά του. Ηταν μεγάλη η τιμή που του έκανε ο Μπέης και τον ευχαρίστησε θερμά. Τα ταξί εκείνης της εποχής ήταν τα άλογα και τα μουλάρια κι έτσι όσοι δεν είχαν νοίκιαζαν σε τέτοιες εξαιρετικές περιπτώσεις. Γι’ αυτό είχαν πάει κι 150 άλογα στο ψύκι του γάμου.
Κι ήταν ιδιαίτερα επιβλητική και μεγαλόπρεπη μια τέτοια πορεία στο πολυάριθμο ψύκι. “Θέλω όμως στη φοράδα να καβαλικέψει μόνο η νύφη, κανείς άλλος. Και θα σου τη στείλω από βραδίς” πρόσθεσε ο Μπέης. “Εντάξει Μπέη μου εγώ θα πληρώσω άνθρωπο να την πάρει, να την τραβά από το χαλινάρι και να τη φέρει...” “Αφερίμ” (μπράβο) κάνει ο Μπέης.
Πλήρωσε λοιπόν ο γαμπρός 4 λοϊζα στον Αντώνη το Φανουράκη από τις Πατσίδες. Την τραβούσε από το χαλινάρι και την πήγε στο χωριό της νύφης. Δεν εκαβαλίκεψε στη στράτα, ο αγωγιάτης. Ηταν ο όρος του Μπέη. Η ομορφιά της φοράδας δύσκολο να περιγραφτεί. Ηταν από τα ωραιότερα άλογα της Κρήτης. Ψηλό, επιβλητικό με στραφταλιστό τρίχωμα. Το κοστούμι της ήταν ασημένιο, το χαλινάρι μεταξωτό, σέλα και σκάλες όλα ασημένια. Ενα “χλιμπέ” μεταξωτό χρυσοκέντητο (κάλυμμα) σκέπαζε όλο το άλογο πάνω από τη σέλα.
Σε τέτοιο καμαρωμένο άλογο καβαλίκεψε η όμορφη νύφη και γύρισε στις Πατσίδες για να αρχίσει εκεί την καινούργια της ζωή σ’ ένα νέο κι όμορφο νοικοκυριό. Ολοι σχεδόν οι γαμηλιώτες κρατούσαν μπιστόλια. Και στην επιστροφή έπαιζαν συνεχώς μπιστολιές. Ξεσήκωναν τα χωριά που περνούσαν κι οι κάτοικοι έπαιζαν τις καμπάνες και μοίραζαν λουλούδια και ποτά. Αυτό γινόταν σε όλα τα χωριά κι όλοι είχαν μια εγκάρδια χαρούμενη διάθεση εκτός από τους γέρους και τις γριές που ταλαιπωρήθηκαν αφάνταστα με την πεζοπορία.
Ηλιοβασιλέματα πια γύρισαν στις Πατσίδες εκεί τους περίμεναν συγγενείς και φίλοι, όσοι δεν μπόρεσαν να πάνε στο γάμο-με ποτά και αδιάκοπες μπαταριές κι έδιναν την εντύπωση πως γινόταν μάχη. Το γλέντι φούντωσε όλη τη νύχτα στις Πατσίδες μέχρι το πρωί που έφυγαν οι πολλοί καλεσμένοι κι έμειναν οι στενοί συγγενείς του γαμπρού και της νύφης και συνέχισαν μια-δυο μέρες ακόμη το γλέντι. Στο χρόνο πάνω γεννήθηκε ο πρωτογυιός του ζευγαριού.
Παύλος Εμμ. Ζωγραφιστός το 1910 μετά η αδελφή του
Στέλλα Εμμ. Ζωγραφιστού το 1912
Η Αννα Εμμ. Ζωγραφιστού το 1915
Η Ευαγγελία Εμμ. Ζωγραφιστού το 1918
Ο Ιωάννης που πέθανε πέντε χρονών μετά
Ο Γεώργιος το 1920, μετά άλλος ένας
Ο Ιωάννης το 1922
Ο Δημήτριος το 1924
Ο Στέφανος το 1926 και τελευταία η Νίκη το 1928.
Σύνολο παιδιών δέκα (10).
Ο πρώτος από τα 10 παιδιά ήταν ο Καπετάν Παύλος Ζωγραφιστός, ένας γενναίος λεβεντάνθρωπος ο οποίος πρόσφερε πολλά στην Εθνική μας Αντίσταση κατά των Γερμανών στο διάστημα 1941-1945. Ηταν αναγνωρισμένος αρχηγός ομάδος δολιοφθοράς και είχε λάβει ενεργό μέρος στην απαγωγή του Γερμανού στρατηγού Φον Κράιπε, στην ομάδα του Πατρικ Λη Φέρμορ δηλ. του Αγγλου ταγματάρχη. Πολλά από τα σχέδια δολιοφθοράς είχαν σχεδιαστεί κι είχαν ληφθεί αποφάσεις στο κτήμα του.
Υπήρχαν στα χέρια του όλα τα ντοκουμέντα που αποδεικνύουν την αντιστασιακή του δράση και περιέχονται στο βιβλίο των απομνημονευμάτων του και της ιστορίας “της αδούλωτης οικογένειάς του” όπως λέγει και ο ίδιος. Εκδοση το 1989. Φέρει τον τίτλο “Παύλος Ζωγραφιστός αρχηγός ομάδος δολιοφθοράς και πληροφοριών Εθνικής Αντιστάσεως Κρήτης” και υπότιτλο “Ιστορία μιας αδούλωτης οικογένειας”.
Ετσι ο αείμνηστος Καπετάν Παυλής συνέχισε την ηρωική οικογενειακή παράδοση της οικογένειας των Ζωγραφιστών από τον προπάππο του Καλοσυνάκη ή Ζωγραφιστό όπως τον ονόμασαν λόγω του κάλλους και της λεβεντιάς του οι Τούρκοι, μέχρι τον πατέρα του, τους θείους του, τα εξαδέρφια του πατέρα του, με εξέχουσα μορφή τον Καπετάν Γιώργη Κ. Ζωγραφιστό. Είναι ο μόνος από τους πρωταγωνιστές της επανάστασης του 1897 για τον οποίο ο ιστορικός της εποχής Ηλίας Βουτιερίδης αφιερώνει σελίδες ολόκληρες για να περιγράψει το κάλλος του, την λεβεντιά του, το άψογο ντύσιμό του και προπαντός το θάρρος και την παλικαριά του. Ηταν μια ξεχωριστή φυσιογνωμία του θρυλικού 1897.
Τίμησε τον τόπο μας. Οχι μόνο Πατσίδες, Κάτω Αρχάνες, Αρχάνες, αλλά και ολόκληρη την Κρήτη. Σωστά ενήργησε η Κοινότητα Κάτω Αρχανών να στήσει την προτομή του στο χωριό του για να τιμήσει τον ήρωα αγωνιστή του 1897. Εμείς σαν Δήμος και δημότες του ιστορικού τόπου Αρχάνες ευγνωμονούμε για τους γενναίους αγώνες του, το γενναίο παλικάρι της περιοχής μας και νιώθουμε υπερήφανοι για κείνον.
Πιστεύω ότι ιδιαίτερη υπερηφάνεια θα νιώθουν δίκαια οι απόγονοι της οικογένειας των Ζωγραφιστών για τούτο θα παραθέσομε στη συνέχεια ένα απλό οικογενειακό δέντρο του Καπετάν Γιώργη Κ. Ζωγραφιστού ή Πατσιδιανού για να γνωρίσουν οι σύγχρονοι απόγονοι της οικογένειας την ηρωική πατριωτική δράση των προγόνων τους.
Ευγνωμοσύνη εκφράζομε και σαν Κρητικοί σε κείνους που διαφύλαξαν τα στοιχεία αυτά: στον ιστορικό της τότε εποχής Ηλία Βουτιερίδη, στους συγγενείς απογόνους του Καπετάν Ζωγραφιστού, τα παιδιά του, τα εγγόνια του και ιδιαίτερα το Γιώργο Νικ. Ζωγραφιστό εγγονό του, για την ευαισθησία του στα ιστορικά θέματα, τον επίσης εγγονό του Κώστα Παντελάκη, πρόεδρο της Κοινότητας Κάτω Αρχανών, το γυιό του Καπετάνιου Δημ. Ζωγραφιστό τη γυναίκα του Ευσεβία και τα παιδιά του.
Ξεχωριστή ευγνωμοσύνη αξίζει από όλους μας στον αείμνηστο Πατσιδιανό Καπετάν Παυλή Ζωγραφιστό που ήταν πραγματικά παλικάρι κι ένιωσε την ανάγκη και το χρέος-κι ας μην ήξερε και πολλά γράμματα-να καταγράψει και να εκδώσει σε βιβλίο τα ιστορικά της ηρωικής οικογένειάς του αλλά και της δικής του δράσης. Ετσι για τους παλιούς, μας άφησε ντοκουμέντα έγγραφα και φωτογραφίες που μαρτυρούν όχι μόνο τη γενναία δράση τους αλλά αποτελούν κι ένα αυθεντικό κομμάτι της Ιστορίας του τόπου μας.
Ολους αυτούς τους ηρωικούς αγωνιστές τους ευγνωμονούμε βαθειά κι ευχόμαστε να είναι ελαφρύ το χώμα τους και η μνήμη τους αιωνία.
0 Comments:
Δημοσίευση σχολίου