Ο Ελευθέριος Βενιζέλος (Μουρνιές Χανίων, 23 Αυγούστου 1864 – Παρίσι, 18 Μαρτίου 1936) υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους πολιτικούς της νεότερης Ελλάδας και αναμφισβήτητα ο κορυφαίος πρωθυπουργός της, με τα σημαντικότερα επιτεύγματα στον τομέα κυρίως της εξωτερικής πολιτικής και των οικονομικών μεταρρυθμίσεων.
Διπλασίασε τα εδαφικά σύνορα της Ελλάδος, πρωταγωνίστησε στην αυτονομία της Κρητικής Πολιτείας και την οριστική ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα, συνέβαλε στην απελευθέρωση του μεγαλύτερου μέρους της Μακεδονίας, του μεγαλύτερου τμήματος της Ηπείρου, των νησιών του Αιγαίου και στην οργάνωση της χώρας στα πρότυπα αστικού κράτους διατελώντας πολλές φορές πρωθυπουργός.
Υπήρξε επίσης ο άνθρωπος που έστω για λίγο υλοποίησε ένα ασύλληπτο όνειρο των Ελλήνων, τη σύνδεση με τις πατρογονικές εστίες της Μικρασίας, με την προσωρινή κατοχή της Σμύρνης κατά τη Μικρασιατική Εκστρατεία.
Ο Ελευθέριος Βενιζέλος γεννήθηκε στις 11/23 Αυγούστου του 1863, κατ΄ άλλους το 1864. Το όνομά του "Ελευθέριος", επειδή δεν προϋπήρξε ως οικογενειακό, κατά πιθανότερη εκδοχή προέρχεται από το τάμα που έκανε η μητέρα του Δέσποινα να «ελευθερωθεί» από τον οδυνηρό τοκετό και να επιβιώσει και ευτυχήσει το κυοφορούμενο βρέφος, μετά από τρία προηγηθέντα τέκνα που είχαν πεθάνει.
Όταν ξέσπασε στην Κρήτη η επανάσταση του 1866, η οικογένεια του Βενιζέλου κατέφυγε στη Σύρο. Όταν ηρέμησαν τα πράγματα, ο πατέρας του Κυριάκος παρέμεινε στην Ελλάδα επειδή δεν του επετράπη η επάνοδος στην Κρήτη λόγω του ότι είχε συμμετάσχει στην επανάσταση, και μόνο όταν το 1872 χορήγησε αμνηστία ο Σουλτάνος, η οικογένεια επέστρεψε στο νησί. Ο Βενιζέλος ολοκλήρωσε το Δημοτικό καθώς και την πρώτη τάξη του Γυμνασίου στα Χανιά (1876 - 1877) με καθηγητή τον ελληνοδιδάσκαλο Ιωάννη Παπαδάκη. Συνέχισε τις εγκύκλιες σπουδές του για τα επόμενα τέσσερα χρόνια στο εκπαιδευτήριο Αντωνιάδου στην Αθήνα, στο οποίο εισήχθη κατόπιν εισαγωγικών εξετάσεων. Το απολυτήριο του Γυμνασίου το πήρε από το Γυμνάσιο της Ερμούπολης Σύρου, όπου παρακολούθησε την τελευταία τάξη. Ο πατέρας του ήταν έμπορος και ήθελε να βάλει στη δουλειά αυτή και το γιο του. Έτσι, ο νεαρός Ελευθέριος δούλεψε για δύο χρόνια στο κατάστημα του πατέρα του. Αλλά ο Γεώργιος Ζυγομαλάς, γενικός τότε πρόξενος της Ελλάδας στα Χανιά, τον έπεισε ότι ο γιος του έπρεπε να κάνει ανώτερες σπουδές γιατί είχε ιδιαίτερη κλίση στα γράμματα. Κατόπιν της προτροπής αυτής, ο Ελευθέριος σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, αναγορεύθηκε διδάκτωρ της Νομικής με άριστα και επέστρεψε στην Κρήτη το 1886 όπου άρχισε να ασκεί τη δικηγορία.
Αναμίχθηκε στην πολιτική και την επόμενη χρονιά εξελέγη βουλευτής Κυδωνιών. Ως βουλευτής ξεχώρισε για την ευγλωττία, την τόλμη, την παρρησία και τις ριζοσπαστικές θέσεις του. Μανιώδης αναγνώστης, ασχολείτο επίσης με την αυτοδίδακτη εκμάθηση της γαλλικής και της αγγλικής γλώσσας. Η κατάσταση εκείνη την εποχή στην Κρήτη ήταν ρευστή, η τουρκική κυβέρνηση υπονόμευε η ίδια τις μεταρρυθμίσεις που είχε κάνει και αναπόφευκτα το 1888 ξέσπασαν ταραχές. Η Τουρκία επενέβη και το Δεκέμβριο του 1889 αφαίρεσε όλα τα προνόμια που είχε παραχωρήσει στους Κρητικούς με βάση τη Συνθήκη του Βερολίνου. Η κρίση συνεχίστηκε ώς το 1894, οπότε συγκλήθηκε συνέλευση, που όμως αμέσως οδηγήθηκε σε αδιέξοδο, καθώς Έλληνες και Μουσουλμάνοι δε μπορούσαν να βρουν σημεία συνεννόησης.
Στις 3 Σεπτεμβρίου 1895 ξέσπασε επανάσταση, η οποία δε βρήκε σύμφωνο το Βενιζέλο, ο οποίος θεωρούσε ότι οι Κρητικοί δεν έπρεπε να ενεργούν αυτοβούλως αλλά σε συνεννόηση με την ελληνική κυβέρνηση στην Αθήνα. Πίστευε ότι το κίνημα τη συγκεκριμένη στιγμή και αποτέλεσμα δε θα είχε, λόγω του γεγονότος ότι οι Μεγάλες Δυνάμεις διάκειντο ευμενώς περί της ακεραιότητας των οθωμανικών εδαφών (προσώρας) αλλά και επειδή θα έφερνε σε δύσκολη θέση τη νεοσχηματισθείσα κυβέρνηση της Αθήνας, η οποία είχε να αντιμετωπίσει και το οικονομικό πρόβλημα της Ελλάδας που μόλις πριν από λίγο είχε κηρύξει πτώχευση. Όντως τελικά το κίνημα των Κρητικών προσωρινά ανεστάλη. Το Κρητικό Ζήτημα φαινόταν να οδεύει προς λύση μετά την επέμβαση των Μεγάλων Δυνάμεων που είχαν υπογράψει τη Συνθήκη του Βερολίνου και ήθελαν τώρα να επιβάλουν στην Υψηλή Πύλη ν' αναγνωρίσει την αυτονομία του νησιού (έδωσαν αυτονομία ως μέση λύση για να περιορίσουν την εξεγερσιακή δυναμική των Κρητών και ταυτόχρονα να διατηρήσει προς το παρόν η Τουρκία την ακεραιότητά της, έστω και δια μιας επικυριαρχίας πια στην Κρήτη).
Ενώ τον Ιανουάριο του 1897 γίνονταν σφαγές στα Χανιά και στο Ρέθυμνο από το μουσουλμανικό παρακράτος, ο Βενιζέλος που περιόδευε στο νησί, έσπευσε στη Μαλάξα κοντά στα Χανιά, όπου είχαν συγκεντρωθεί περισσότεροι από 2.000 επαναστάτες, και τέθηκε επικεφαλής τους. Πρότεινε να επιτεθούν, μαζί με άλλους επαναστάτες που ήταν στο Ακρωτήρι, στους Τούρκους και να τους εκτοπίσουν από την πεδιάδα (η Μαλάξα είναι σε κάποιο υψόμετρο). Πέρασε μάλιστα ο ίδιος νύχτα στο Ακρωτήρι όπου ύψωσε την ελληνική σημαία. Οι Τούρκοι ζήτησαν τη βοήθεια των ξένων ναυάρχων των οποίων τα πλοία ναυλοχούσαν εκεί κοντά επιτηρώντας την κατάσταση στην Κρήτη και επιτέθηκαν στους επαναστάτες. Προκλήθηκε γενικευμένη σύγκρουση. Τα ευρωπαϊκά πολεμικά χτύπησαν με τα πυροβόλα τους τους επαναστάτες στο Ακρωτήρι, ρίχνοντας τη σημαία των επαναστατών, που υψώθηκε αμέσως πάλι υπό τις θυελλώδεις ζητωκραυγές των πληρωμάτων των ελληνικών πολεμικών που ναυλοχούσαν στ' ανοιχτά (ενώ στο θωρηκτό "Ύδρα" γινόταν ανάκρουση του Εθνικού Ύμνου της Ελλάδας), τα οποία όμως δεν εδύναντο να επέμβουν, καθότι οι Μεγάλες Δυνάμεις είχαν ξεκαθαρίσει ότι δεν υπήρχε περίπτωση ανεξαρτησίας και ένωσης της Κρήτης με την Ελλάδα, ως εκ τούτου οποιαδήποτε δράση του ελληνικού στόλου θα εκλαμβανόταν ως εχθρική.
Το ίδιο βράδυ του βομβαρδισμού, ο Βενιζέλος συνέταξε διαμαρτυρία προς τους ξένους ναυάρχους, την οποία προσυπέγραψαν όλοι οι οπλαρχηγοί που βρίσκονταν στο Ακρωτήρι. Στους ναυάρχους τη μετέφερε ο επικεφαλής της ελληνικής ναυτικής μοίρας Ράινεκ (υπήρχαν τότε ξένοι αξιωματικοί, Άγγλοι κυρίως, στον ελληνικό στόλο ως εκπαιδευτές, προσκαλεσμένοι επί τούτου από την ελληνική κυβέρνηση). Τους έγραφε ότι οι επαναστάτες θα κρατούσαν τις θέσεις τους μέχρι να σκοτωθεί κι ο τελευταίος από τις οβίδες των ευρωπαϊκών πολεμικών προκειμένου να μην αφήσουν τους Τούρκους να πάρουν το Ακρωτήρι. Ο βομβαρδισμός αυτός χριστιανικών πλοίων από Χριστιανούς εναντίον Χριστιανών που ήθελαν την ελευθερία τους, προκάλεσε μεγάλη συγκίνηση και στην Ελλάδα και στην Ευρώπη. Σε πολλές ευρωπαϊκές πρωτεύουσες έγιναν διαδηλώσεις συμπαράστασης στους επαναστάτες ενώ το προεδρείο της Βουλής των Ελλήνων στην Αθήνα έπαιρνε πλήθος τηλεγραφήματα από διασημότητες της εποχής που συνιστούσαν στην ελληνική κυβέρνηση να τηρήσει πιο αποφασιστική στάση υπέρ των Κρητικών.
Η επανάσταση οδήγησε στον άτυχο Ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897 κατά τον οποίο τα τουρκικά στρατεύματα νίκησαν κατά κράτος τα αντίστοιχα ελληνικά στο Θεσσαλικό μέτωπο. Το όνειρο της ένωσης του νησιού με τη μητέρα Ελλάδα φαινόταν να απομακρύνεται. Στις 25 Αυγούστου 1897, ο Βενιζέλος έστειλε διακοίνωση στον αρχηγό του ευρωπαϊκού στόλου, αναφέροντας ότι η μόνη σωστή λύση του Κρητικού ζητήματος θα ήταν η ένωση του νησιού με την Ελλάδα. Αφού όμως η Ελλάδα απέσυρε τη στρατιωτική δύναμη που είχε στο νησί, αναγνωρίζοντας την αυτονομία του, θα έπρεπε και η Κρήτη, για να μη φέρει σε δύσκολη θέση την Αθήνα, να δεχθεί ως προσωρινή λύση την αυτονομία, εναποθέτοντας τις ελπίδες για οριστική λύση στις Μεγάλες Δυνάμεις στο προσεχές μέλλον. Οι Τούρκοι πρότειναν να γίνει ανταλλαγή της Κρήτης με τη Θεσσαλία που την κατείχε ο στρατός τους. Η πρόταση αυτή απορρίφθηκε καθώς θεωρήθηκε εμπαιγμός και για τους Κρητικούς και για τις Μεγάλες Δυνάμεις.
Την κυβέρνηση Δηλιγιάννη διαδέχθηκε η κυβέρνηση Ράλλη κι αυτήν η κυβέρνηση Αλέξανδρου Ζαΐμη, που υπέγραψε στηνΚωνσταντινούπολη συνθήκη ειρήνης με την Τουρκία. Κατόπιν οι Μεγάλες Δυνάμεις ξεκίνησαν τη διαδικασία διακανονισμού του Κρητικού ζητήματος, που όμως τραβούσε μακριά. Προτάθηκαν για τη θέση του Γενικού Διοικητή του νησιού οι Δροζ, Σέφερ, ο Μαυροβούνιος Πέτροβιτς Μπόζα, ο πρίγκιπας Βάττεμβεργ ενώ οι Τούρκοι ήθελαν γι' αυτή τη θέση τον Ανθόπουλο πασά. Η Ρωσία υπέδειξε τον γιο του βασιλιά των Ελλήνων Γεωργίου του Α΄, τον πρίγκιπα Γεώργιο, ο οποίος και επελέγη τελικά. Στις 21 Ιανουαρίου 1898, η κρητική συνέλευση, μέσα σε ζητωκραυγές ενέκρινε πρόταση του Βενιζέλου να κάνει το προεδρείο της τα αναγκαία διαβήματα. Η Γερμανία και ηΑυστρία, επειδή δεν ήθελαν να φανεί ότι αντιτίθενται στις τουρκικές απαιτήσεις, αποχώρησαν από τον συνασπισμό των ευρωπαϊκών δυνάμεων, ο οποίος έγινε πλέον τετραμελής. Εκλέχθηκε μια εκτελεστική επιτροπή, με τη συμμετοχή του Βενιζέλου, που εκτελούσε χρέη προέδρου κυβέρνησης και είχε τις επαφές με τους Ευρωπαίους ναυάρχους. Άρχισε να εφαρμόζει το προσωρινό πολίτευμα αλλά οι Μουσουλμάνοι, υποκινούμενοι από τους Τούρκους, ξεσηκώθηκαν. Οι Κρητικοί άρχισαν να συγκεντρώνουν ένοπλα τμήματα και η εκτελεστική επιτροπή προέβη σε διαβήματα διαμαρτυρίας, με συνέπεια να επισπευσθεί η εκλογή του πρίγκιπα Γεωργίου, που εκκρεμούσε επί εννιάμηνο.
Ο πρίγκιπας Γεώργιος ορίστηκε Ύπατος Αρμοστής της Κρητικής Πολιτείας με τριετή θητεία. Στις 13 Δεκεμβρίου 1898 έφθασε στα Χανιά όπου του επιφυλάχθηκε αποθεωτική υποδοχή. Στις 27 Απριλίου 1899, ο Ύπατος Αρμοστής όρισε συμβούλιο (δηλαδή κυβέρνηση) από τους Κρητικούς αρχηγούς. Ο Βενιζέλος έγινε σύμβουλος (υπουργός) Δικαιοσύνης. Από τους αρχηγούς δεν συμμετείχε στο συμβούλιο μόνο ο Ιωάννης Σφακιανάκης, πρόεδρος της συνέλευσης την περίοδο των ταραχών, επειδή υπέβαλε στον Αρμοστή ένα σχέδιο για το οριστικό πολίτευμα του νησιού, το οποίο ο Γεώργιος δεν ενέκρινε.
Το συμβούλιο ξεκίνησε την προσπάθεια να οργανώσει αυτόνομο κράτος. Στις 18 Μαΐου, ο Βενιζέλος υπέβαλε πλήρη δικαστική νομοθεσία. Άρχισαν όμως οι διαφωνίες. Ο Γεώργιος, σκοπεύοντας να ταξιδέψει στην Ευρώπη, ανακοίνωσε στον κρητικό λαό ότι "κατά την διάρκειαν του ταξιδίου του θα εζήτει από τας Μεγάλας Δυνάμεις την ένωσιν της Κρήτης και ήλπιζε να επιτύχει ταύτην λόγω των συγγενικών του δεσμών". Η ανακοίνωση έγινε χωρίς να το ξέρει το συμβούλιο. Ο Βενιζέλος είπε στον πρίγκιπα ότι δεν θα ήταν καλό να δίδει στο λαό ελπίδες για κάτι που δεν ήταν εκείνη τη στιγμή δυνατό να πραγματοποιηθεί. Όντως δε οι Μεγάλες Δυνάμεις απέρριψαν το αίτημα του Γεωργίου. Επίσης Αρμοστής και σύμβουλος διαφώνησαν επειδή ο Γεώργιος ήθελε να χτίσει ανάκτορο, κάτι που δεν ήθελε ο Βενιζέλος γιατί θα σήμαινε διαιώνιση του καθεστώτος της Αρμοστείας που οι Κρητικοί δέχθηκαν ως προσωρινό μέχρι την οριστική λύση. Επήλθε διάσταση μεταξύ των δύο ανδρών και ο Βενιζέλος επανειλημμένως υπέβαλε παραίτηση.
Όταν συζητήθηκε στο συμβούλιο ο προϋπολογισμός, ο Βενιζέλος είπε ότι το νησί δεν ήταν αυτόνομο αφού κατεχόταν στρατιωτικά από τέσσερις δυνάμεις και το κυβερνούσε εντολοδόχος τους. Θα έπρεπε, όταν θα έληγε η θητεία του πρίγκιπα, να ζητηθεί από τις Μεγάλες Δυνάμεις να επιτρέψουν στη συνέλευση, με βάση το άρθρο 39 του Συντάγματος (που το είχε καταργήσει η συνδιάσκεψη της Ρώμης) να εκλέξει ανώτατο άρχοντα, οπότε δε χρειαζόταν η παρουσία ξένων στρατευμάτων. Μ' αυτόν τον τρόπο, το νησί θα απαλλασσόταν από το στρατό κατοχής και τη δι' αντιπροσώπου των Μεγάλων Δυνάμεων διακυβέρνηση, και θα μπορούσε ευκολότερα να πετύχει αργότερα το μεγάλο στόχο, που ήταν η ένωση με την Ελλάδα. Αυτή την πρόταση θα εκμεταλλευθούν οι αντίπαλοι του Βενιζέλου για να πουν ότι ήθελε την Κρήτη αυτόνομη ηγεμονία. Σε απάντηση, εκείνος υπέβαλε και πάλι την παραίτησή του με το αιτιολογικό ότι του ήταν αδύνατο πλέον να συνεργαστεί με τα υπόλοιπα μέλη του συμβουλίου και διαβεβαίωσε ότι δεν σκόπευε να ασκήσει αντιπολίτευση.
Στις 17 Μαΐου 1901, σε έκθεσή του εξέθεσε τους λόγους που τον υποχρέωναν να παραιτηθεί, τη δε επομένη τους είπε και προφορικά στον Ύπατο Αρμοστή. Στις 18 Μαΐου ο Βενιζέλος απολύθηκε επειδή δημόσια υποστήριξε απόψεις αντίθετες μ' αυτά που πρέσβευε ο Αρμοστής. Και τέθηκε πλέον επικεφαλής της αντιπολίτευσης, παρά την πρόσφατη διαβεβαίωσή του περί μη ανάμειξης. Επί τρία χρόνια διεξήχθη μια σκληρότατη πολιτική διαμάχη, η διοίκηση παρέλυσε και κυριάρχησε η οξύτητα στο νησί. Αναπόφευκτα, το Μάρτιο του 1905 ξέσπασε επανάσταση στο νησί, της οποίας επικεφαλής ετέθη ο Βενιζέλος.
Στις 23 Μαρτίου 1905 συνήλθε συνέλευση στο χωριό Θέρισο των Χανίων, η οποία κήρυξε "την πολιτικήν ένωσιν της Κρήτης μετά της Ελλάδος εις εν μόνον ελεύθερον συνταγματικόν κράτος", επέδωσε δε και σχετικό ψήφισμα στις Μεγάλες Δυνάμεις, όπου υποστήριζε ότι το νόθο μεταβατικό καθεστώς εμπόδιζε την οικονομική ανάπτυξη του νησιού και η μόνη φυσική λύση του κρητικού ζητήματος ήταν η ένωση.
Στις 7 Απριλίου συνήλθε τακτική συνέλευση στα Χανιά, η οποία ομοίως κήρυξε την ένωση, ενώ ένας από τους συμβούλους του Ύπατου Αρμοστή παραιτήθηκε και πήγε στο Θέρισο να ενωθεί με τους επαναστάτες. Οι Μεγάλες Δυνάμεις απάντησαν στους επαναστάτες ότι θα χρησιμοποιούσαν στρατεύματα προκειμένου να επιβάλουν τις αποφάσεις τους (οι Μεγάλες Δυνάμεις δεν επιθυμούσαν ακόμη τη διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας για την οποία κάθε ευρωπαϊκή δύναμη είχε το δικό της χρονοδιάγραμμα δράσης). Σε απάντηση οι περισσότεροι βουλευτές της τακτικής συνέλευσης πήγαν στο Θέρισο να ενωθούν κι αυτοί με το Βενιζέλο. Οι πρόξενοι των Μεγάλων Δυνάμεων συναντήθηκαν με το Βενιζέλο στις Μουρνιές, σε μια προσπάθεια να επιτευχθεί συμφωνία, χωρίς αποτέλεσμα. Η επαναστατική κυβέρνηση ζήτησε να χορηγηθεί στην Κρήτη πολίτευμα ανάλογο μ' αυτό της Ανατολικής Ρωμυλίας που είχαν προσαρτήσει νωρίτερα οι Βούλγαροι. Στις 18 Ιουλίου οι Δυνάμεις κήρυξαν το στρατιωτικό νόμο, κάτι που δεν αποθάρρυνε τους επαναστάτες. Στις 15 Αυγούστου η τακτική συνέλευση των Χανίων ψήφισε τις περισσότερες από τις μεταρρυθμίσεις που ζητούσε ο Βενιζέλος.
Συναντήθηκαν και πάλι μαζί του οι πρόξενοι και έκαναν δεκτές τις μεταρρυθμίσεις που πρότεινε. Αυτό οδήγησε στον τερματισμό της επανάστασης του Θερίσου και στην παραίτηση του Ύπατου Αρμοστή πρίγκιπα Γεωργίου, ο οποίος λόγω της σύγκρουσής του με το Βενιζέλο όξυνε τα πολιτκά πράγματα στη νήσο και όλοι επιθυμούσαν να αντικατασταθεί. Οι Μεγάλες Δυνάμεις ανέθεσαν στο βασιλιά της Ελλάδας Γεώργιο Α΄ να εκλέξει αυτός νέο Αρμοστή στη θέση του γιου του. Τοποθετήθηκε στη θέση αυτή ο μετριοπαθής, ευέλικτος και σώφρων πολιτικός Αλέξανδρος Ζαΐμης ενώ ορίστηκαν Έλληνες αξιωματικοί και υπαξιωματικοί να αναλάβουν την οργάνωση της Κρητικής Χωροφυλακής. Μόλις οργανώθηκε το Σώμα της Χωροφυλακής, άρχισαν να αποχωρούν τα ξένα στρατεύματα από το νησί.
Το Σεπτέμβριο του 1908 ο αυτοκράτορας της Αυστρίας ανακοίνωσε την προσάρτηση της Βοσνίας - Ερζεγοβίνης και ο ηγεμόνας της Βουλγαρίας την ανεξαρτησία της χώρας του. Οι Κρητικοί δεν έχασαν την ευκαιρία. Στις 24 Σεπτεμβρίου 1908 ξέσπασε ξανά επανάσταση στο νησί. Χιλιάδες πολίτες των Χανίων και των γύρω περιοχών συμμετείχαν την ημέρα αυτή σε συλλαλητήριο, στο οποίο ο Βενιζέλος κήρυξε την οριστική ένωση της Κρήτης με τη μητέρα Ελλάδα. Έχοντας συνεννοηθεί με την κυβέρνηση της Αθήνας, ο Ζαΐμης αναχώρησε για την πρωτεύουσα του ελληνικού κράτους πριν από το συλλαλητήριο. Συγκλήθηκε η κρητική συνέλευση και κήρυξε την ανεξαρτησία της Κρήτης, οι δημόσιοι υπάλληλοι του νησιού ορκίσθηκαν πίστη στο βασιλιά Γεώργιο Α΄ της Ελλάδας, ενώ διορίστηκε πενταμελής εκτελεστική επιτροπή με την εντολή να κυβερνήσει το νησί εν ονόματι του βασιλιά των Ελλήνων και σύμφωνα με τους νόμους του ελληνικού κράτους. Πρόεδρος της επιτροπής ορίστηκε ο Ιωάννης Μιχελιδάκης, πολιτικός αντίπαλος του Βενιζέλου, με το Βενιζέλο στις θέσεις του υπουργού Εξωτερικών και υπουργού Δικαιοσύνης. Τον Απρίλιο του 1910 συγκλήθηκε νέα συνέλευση, της οποίας ο Βενιζέλος εκλέχθηκε πρόεδρος, ενώ κατόπιν έγινε πρωθυπουργός (Πρόεδρος της Εκτελεστικής Επιτροπής). Όλα τα ξένα στρατεύματα έφυγαν από την Κρήτη και η εξουσία περιήλθε εξ ολοκλήρου στην κυβέρνηση Βενιζέλου.
Τον Αύγουστο του 1909 ξέσπασε στην Αθήνα στρατιωτική επανάσταση στο Γουδί, γνωστή ως Κίνημα στο Γουδί. Παραιτήθηκε η κυβέρνηση Ράλλη και σχηματίσθηκε νέα υπό τον Κυριακούλη Μαυρομιχάλη. Όμως, επειδή είχε δημιουργηθεί πολιτικό αδιέξοδο, ο Στρατιωτικός Σύνδεσμος (η οργάνωση των αξιωματικών που είχε κάνει την επανάσταση), ο οποίος είχε απόλυτη εξουσία (η οποία όμως προϊόντος του χρόνου και του αδιεξόδου εύρεσης λύσης εξασθένιζε υπέρ των παλαιών κομμάτων), προσκάλεσε το Βενιζέλο από την Κρήτη ν' αναλάβει την πρωθυπουργία. Ήλθε λοιπόν στην Αθήνα ο Βενιζέλος, έχοντας ήδη μεγάλο κύρος από τη δράση του στην Κρήτη και αφού είχε διαβουλεύσεις με το Στρατιωτικό Σύνδεσμο και με εκπροσώπους του πολιτικού κόσμου, εισηγήθηκε το σχηματισμό νέας κυβέρνησης και τη σύγκληση αναθεωρητικής Βουλής. Η Βουλή αυτή όμως, θεωρήθηκε ότι θα μπορούσε να αποτελέσει κίνδυνο για το καθεστώς. Ο Βενιζέλος σταμάτησε τότε όλες τις επαφές του και μπλοφάροντας ετοιμαζόταν να γυρίσει στην Κρήτη. Ο Γεώργιος Α΄, φοβούμενος κλιμάκωση της κρίσης, η οποία θα μπορούσε να απειλήσει το στέμμα του, λόγω της μεταβατικής, ρευστής πολιτικής κατάστασης και της αηδίας των πολιτών από την φαυλοκρατία της παλαιοκομματικοκρατίας, συγκάλεσε συμβούλιο των πολιτικών αρχηγών, οι οποίοι του συνέστησαν να δεχθεί τη λύση Βενιζέλου. Ο βασιλιάς, μετά από πολλές αναβολές, συμφώνησε και ανέθεσε στο Στέφανο Δραγούμη (ήταν υπόδειξη του Βενιζέλου) να σχηματίσει κυβέρνηση που θα οδηγούσε τη χώρα σε εκλογές.
Ο Βενιζέλος έφυγε ταξίδι στην Ελβετία και την Ιταλία απέχοντας της προεκλογικής περιόδου, έγιναν εκλογές στις 8 Αυγούστου 1910 και εξελέγη σχεδόν παμψηφεί βουλευτής Αττικής ως ανεξάρτητος. Ο Δημήτριος Ράλλης υπέδειξε στο βασιλιά να βάλει το Βενιζέλο στην κυβέρνηση. Στις 5 Σεπτεμβρίου ήλθε στην Αθήνα ο Βενιζέλος όπου έτυχε θερμής υποδοχής από το λαό. Σε ομιλία του παρουσίασε τις πολιτικές του θέσεις, τόνισε δε ότι η χώρα χρειαζόταν Αναθεωρητική Βουλή παρότι ο κόσμος από κάτω φώναζε "Συντακτική". Η κυβέρνηση Δραγούμη, που δεν είχε τη δύναμη στη Βουλή ώστε να εφαρμόσει τις μεταρρυθμίσεις που απαιτούσε ο Στρατιωτικός Σύνδεσμος, παραιτήθηκε. Στις 19 Οκτωβρίου 1910 ο Βενιζέλος έγινε πρωθυπουργός κατόπιν της ανάθεσης της σχετικής εντολής από το βασιλιά, ο οποίος παρά τους αρχικούς φόβους του, μετά τη διαπίστωση της ήπιας ανατρεπτικής πολιτικής του Βενιζέλου (που δεν επιθυμούσε ανατροπή της βασιλικής δυναστείας στην οποία διέβλεπε ένα συνεκτικό ρόλο στη συμπάγεια του κράτους), πίστεψε ότι ήταν ο κατάλληλος άνθρωπος για τη χώρα εκείνη τη στιγμή. Ο Βενιζέλος είχε πια στο μεταξύ ιδρύσει το Κόμμα των Φιλελευθέρων, με εισχώρηση και στελεχών από τα παλαιά κόμματα. Επειδή όμως δεν είχε την πλειοψηφία στη Βουλή, στις 21 τη διέλυσε αιφνιδιαστικά επικαλούμενος αδυναμία παραγωγής έργου υπό αυτή τη βουλευτική σύνθεση και προκήρυξε εκλογές, στις οποίες δεν πήραν μέρος τα παλαιά κόμματα, αντιδρώντας στην αντισυνταγματική, όπως υποστήριζαν, αυτή κίνηση. Η καινούργια Βουλή αφού αναθεώρησε πολλές διατάξεις του Συντάγματος και προσέθεσε νέες, διαλύθηκε έχοντας ολοκληρώσει το σκοπό της και προκηρύχθηκαν νέες εκλογές.
Οι Κυβερνήσεις Βενιζέλου ουσιαστικά έφεραν πρωτοπόρες αλλαγές και κατοχύρωσαν μια σειρά δικαιώματα του λάου σε διαφόρους τομείς όπως στην εργασία, στην κοινωνική πολιτική, στην υγεία, στην πρόνοια, στην εκπαίδευση και στη γεωργία.
Η εργατική πολιτική του Βενιζέλου χωρίζεται σε δύο περιόδους, αυτή του 1910 – 1920, (η οποία θεωρείται και η σπουδαιότερη διότι τότε τέθηκαν οι βάσεις της εργατικής πολιτικής για την Ελλάδα) και εκείνη του 1928 – 1932. Με τον Νόμο 281 του 1914 ρυθμίστηκε νομοθετικά ο συνδικαλισμός στην Ελλάδα. Ακόμα το 1914 ψηφίστηκε ο Νόμος 551, ο οποίος κατοχυρώνε την αποζημίωση για τα εργατικά ατυχήματα. Το 1914 με το Νόμο 271 ρυθμίστηκε ο χρόνος εργασίας στα καταστήματα κάτι ιδιαίτερα σημαντικό για την εποχή εκείνη. Επιπλέον ο Βενιζέλος δημιούργησε το Υπουργείο Γεωργίας Εμπορίου και Βιομηχανίας που σε συνδυασμό με το Ανώτατο Συμβούλιο Εργασίας έβαλαν τις βάσεις για μια σωστή θεσμική παρέμβαση του κράτους στην οικονομία. Την περίοδο 1914-1915 ο Ελευθέριος Βενιζέλος δημιούργησε Εμπορικά Βιομηχανικά Επιμελητήρια και Γεωργικούς Συνεταιρισμούς. Κατά την περίοδο 1917-1920 δημιουργήθηκε η Επιθεώρηση Εργασίας και προβλέφθηκαν ποινικές κυρώσεις για την προστασία των δικαιωμάτων των εργατών. Απαγορεύτηκαν τα μικτά συνδικάτα Εργατών-Εργοδοτών και κατοχυρώθηκαν οι Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας. Το 8ωρο της εργασίας εισήχθη σε πολλές ελληνικές βιομηχανίες, αυστηροποιήθηκαν οι όροι της παιδικής εργασίας και εισήχθη στην νομοθεσία η καταγγελία της σύμβασης εργασίας. Ακόμα καθιερώθηκε η Πανελλαδική Κυριακάτικη Αργία. Με την ανάπτυξη των Εργατικών Συνεταιρισμών ιδρύεται παράλληλα και ειδικό τμήμα στο Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας. Τα ταμεία συντάξεων και αλληλοβοήθειας υποβοηθούνται και ενισχύονται από το κράτος, ώστε να αναπτυχθούν και να πολλαπλασιαστούν.
Η Αγροτική Πολιτική του Ελευθερίου Βενιζέλου μέσω των μεταρρυθμίσεων της περιόδου 1910 – 1920 ήταν πραγματικά κάτι ριζοσπαστικό για την εποχή εκείνη. Η αναδιανομή των τσιφλικιών ήταν από τις πρώτες ενέργειες που έγιναν προς αυτή την κατεύθυνση. Για παράδειγμα στην Θεσσαλία από τα 7 περίπου εκατομμύρια στρέμματα εύφορης γης τα 4.800.000 ανήκαν σε 250 μεγάλο-γαιοκτήμονες με αποτέλεσμα η γη να βρίσκεται στα χεριά λίγων ενώ η πλειοψηφία τον αγροτών ήταν ουσιαστικά δουλοπάροικοι. Έτσι ο Βενιζέλος θέσπισε με το άρθρο 17 του Συντάγματος το δικαίωμα της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης των τσιφλικιών από το κράτος. Την 21η Ιουλίου 1917 η μεταρρύθμιση επικυρώθηκε από τη Βουλή με την ψήφιση των ακόλουθων νομοθετημάτων: • Την αναγκαστική απαλλοτρίωση αγροτικών ακινήτων • Την παραχώρηση κτημάτων του κράτους σε καλλιεργητές για το σχηματισμό μικρών ιδιοκτησιών. Στα χρόνια του 1910-1932 ο Βενιζέλος ίδρυσε το Υπουργείο Γεωργίας συνέστησε αγροτικά επιμελητήρια και συνεταιρισμούς, οργάνωσε την γεωργική εκπαίδευση σε όλες τις βαθμίδες και τις γεωργικές υπηρεσίες του κράτους και ίδρυσε την Αγροτική Τράπεζα.
Στον Τομέα της Υγείας το 1917 έγινε ένα σημαντικότατο βήμα με την ίδρυση Υπουργείου Περιθάλψεως που αργότερα έγινε υπουργείο Υγείας. Με το Νόμο 4063/1912 καθορίστηκαν οι όροι άσκησης της ιατρικής αλλά και του νοσηλευτικού επαγγέλματος (1914). Η ψήφιση του Νόμου 346 της 01/11/1914 «Περί επιβλέψεως της Δημόσιας Υγείας» κατέστησε το κράτος υπεύθυνο για την Υγεία των Ελλήνων πολιτών αποτελώντας παράλληλα σημαντικό βήμα για την Δημόσια Υγεία σε Εθνική Κλίμακα.
Την περίοδο εκείνη η Ελλάδα υπέφερε από μεγάλο ποσοστό θνησιμότητας λόγω διαφόρων ασθενειών. Ο Βενιζέλος μερίμνησε επί του θέματος και με Υπουργό Υγείας το ιατρό Αλέξανδρο Παππά το 1928 άρχισε τη ριζική αναδιοργάνωση των υγειονομικών υπηρεσιών. Απευθύνθηκε στην Κοινωνία των Εθνών, στο τμήμα Διεθνούς Υγείας και έτσι επιτροπή ξένων εμπειρογνωμόνων επισκέφτηκε τη χώρα μας και στις αρχές του 1929 παρέδοσε την έκθεσή της στην ελληνική κυβέρνηση. Σύμφωνα με τις προτάσεις της Επιτροπής ιδρύθηκαν: •Αυτοτελές Υπουργείο Υγιεινής •Υγειονομικό Κέντρο Αθηνών •Υγειονομικά Κέντρα σε κάθε περιφέρεια της χώρας •Υγειονομική Σχολή Αθηνών
Αυτές οι πρωτοβουλίες συνέβαλαν σημαντικά ώστε η Ελλάδα να αντιμετωπίσει εν μέρη το πρόβλημα. Την περίοδο 1928-1932 ελήφθησαν πρωτοβουλίες για την βελτίωση της υγείας του παιδιού, ενώ δόθηκε ιδιαίτερη έμφαση στον μαθητικό πληθυσμό με ενημερώσεις ιατρικές εξετάσεις κλπ. Επιπλέον συστάθηκαν ιατρικά κέντρα που παρείχαν ιατρική περίθαλψη και εξέταζαν μαθητές, ενώ το 1929 εγκαινιάστηκε ο θεσμός του «Σχολίατρου» και της «Σχολικής Νοσοκόμας». Ο Βενιζέλος ίδρυσε ξεχωριστό Υπουργείο Κοινωνικής Πρόνοιας ανεξάρτητο από το Υπουργείο Υγιεινής ώστε να υπάρχει σχολαστική μέριμνα για την Υγεία των Πολιτών και ιδιαίτερα των οικονομικά ασθενέστερων. Όμως ένα από τα κορυφαία επιτεύγματα της κυβερνητικής πολίτικης σε αυτόν των τομέα υπήρξε η προσπάθεια δημιουργίας του θεσμού των Κοινωνικών Ασφαλίσεων με τον Νόμο 5733/1932 που ωστόσο ακυρώθηκε και δεν πρόλαβε να εφαρμοστεί λόγο της ανόδου του Π. Τσαλδάρη στην εξουσία.
Στον τομέα της Δημόσιας Παιδείας η Κυβέρνηση Βενιζέλου έκανε λαμπρά βήματα αρχικά με την κατασκευή 3.200 σχόλιων ανά την Ελλάδα. Ακόμα ιδρύθηκαν τα κατώτερα επαγγελματικά σχολεία, γεωργικά, βιοτεχνικά, ναυτικά, εμπορικά, οικοκυρικά. Ταυτόχρονα ιδρύθηκαν σχολεία για άτομα με ειδικές ανάγκες και νυχτερινές σχολές. Τα σχολεία Μέσης Εκπαίδευσης έγιναν επίσης εξατάξια γυμνάσια ενώ οργανώθηκαν και πρακτικά λύκεια. Με τους νόμους 4376 και 4605 του 1930 ιδρύθηκαν πειραματικά σχολεία στα Πανεπιστήμια, στα οποία οι φοιτητές των καθηγητικών σχολών ασκούνταν στη διδακτική. Ακόμα καθιερώθηκε η Δημόσια-Δωρεάν Υποχρεωτική Πρωτοβάθμια εκπαίδευση με παράλληλη προσπάθεια για καλύτερη ποιότητα παιδείας.
Μετά την Μικρασιατική Καταστροφή και την επανάσταση του 1922, ο Βενιζέλος δέχθηκε να εκπροσωπήσει την Ελλάδα στη διάσκεψη της Λωζάννης όπου στις 24 Ιουλίου 1923 υπέγραψε τη συνθήκη ειρήνης με την Τουρκία. Στις 16 Δεκεμβρίου 1923 έγιναν εκλογές για συντακτική συνέλευση από τις οποίες απέσχε η αντιπολίτευση. Ο Βενιζέλος εκλέχθηκε βουλευτής στην Αθήνα και σε άλλες περιοχές (το επέτρεπε το εκλογικό σύστημα) κι επέστρεψε στην Ελλάδα, έγινε δε πρόεδρος της Βουλής με την ψήφο όλων των βουλευτών. Διαφώνησε όμως με την πολιτική παράταξη που είχε ταχθεί στο πολιτειακό υπέρ της Δημοκρατίας (την επομένη των εκλογών απομακρύνθηκε προσωρινά ο βασιλιάςΓεώργιος Β΄), παραιτήθηκε από την προεδρία της Βουλής και σχημάτισε κυβέρνηση στις 11 Ιανουαρίου 1924 (Κυβέρνηση Ελευθερίου Βενιζέλου 1924) θέλοντας να συμβιβάσει τα πράγματα. Όμως, η ανάμειξη ξένων στοιχείων στην πολιτική και ένα πρόβλημα στην υγεία του τον υποχρέωσαν να παραιτηθεί στις 4 Φεβρουαρίου, να υποδείξει ως διάδοχό του τονΓεώργιο Καφαντάρη και να φύγει και πάλι στο Παρίσι.
Δεν άκουσε τους οπαδούς του που του ζητούσαν να επανέλθει και να αναλάβει και πάλι την ηγεσία του Κόμματος των Φιλελευθέρων. Στο Παρίσι επιδόθηκε στη μετάφραση των "Ιστοριών" του Θουκυδίδη. Η μετάφραση αυτή είναι ένα μνημειώδες έργο και αποτελεί λαμπρή συνεισφορά στο εγχείρημα της μεταφοράς των κειμένων της αρχαιότητας στα νέα ελληνικά.
Αφού ανέτρεψε τη δικτατορία του Πάγκαλου ο Γεώργιος Κονδύλης στις 22 Αυγούστου 1926, ορκίστηκε Πρωθυπουργός και έκανε εκλογές, στις οποίες δεν συμμετείχε ο ίδιος, ουτε ο Βενιζέλος που δεν θέλησε να είναι υποψήφιος. Βοήθησε όμως να σχηματιστεί οικουμενική κυβέρνηση από τον Αλέξανδρο Ζαϊμη με στόχο την γεφύρωση των πολιτικών διαφορών και την εθνική συμφιλίωση. Η κυβέρνηση αυτή παραιτήθηκε και σχηματίστηκε νέα στην οποία δεν συμμετείχε το Λαϊκό Κόμμα. Ο Βενιζέλος γύρισε τότε στην Ελλάδα, διαφώνησε ωστόσο με την κυβέρνηση επί της ασκουμένης οικονομικής πολιτικής. Η διαφωνία του οδήγησε στη διάσπαση του Κόμματος των Φιλελευθέρων, του οποίου ανέλαβε την ηγεσία. Στις 5 Ιουλίου 1928παραιτήθηκε η κυβέρνηση Ζαϊμη. Ο Βενιζέλος έγινε πρωθυπουργός και προκήρυξε εκλογές για τις 19 Αυγούστου 1928. Τις κέρδισε το Κόμμα των Φιλελευθέρων που πήρε τις 228 από 250 έδρες της Βουλής. Ο Βενιζέλος κυβέρνησε μέχρι το 1932.
Ο Ελευθέριος Βενιζέλος ήταν ο πρώτος που μετέφρασε την Ιστορία του Πελοποννησιακού Πολέμου του Θουκυδίδη στην Νέα Ελληνική γλώσσα. Λέγεται δε, ότι λίγο πριν πεθάνει η τελευταία του λέξη ήταν "Ζήτω ο βασιλιάς".
Το όνομα του Ελευθερίου Βενιζέλου έχει δοθεί σε πολλούς δρόμους και πλατείες σε όλες σχεδόν τις πόλεις της Ελλάδας. Ο σταθμός Ταύρου του ηλεκτρικού σιδηροδρόμου της Αθήνας φέρει το όνομα του («Ελευθέριος Βενιζέλος - Ταύρος»). Το νέο αεροδρόμιο της Αθήναςστα Σπάτα ονομάστηκε προς τιμήν του Διεθνής Αερολιμένας Αθηνών «Ελευθέριος Βενιζέλος». Επίσης ο Ελευθέριος Βενιζέλος απεικονίζεται στο ελληνικό κέρμα του 0,50 €. Προς τιμή του η ναυτιλιακή εταιρία ΑΝΕΚ lines έδωσε το όνομά του σ΄ ένα από τα πορθμεία της.
0 Comments:
Δημοσίευση σχολίου