Όποια χρονική περίοδο κι αν ανατρέξεις στο Ρεθεμνιώτικο Καρναβάλι στο ίδιο συμπέρασμα θα καταλήξεις.
Με το ίδιο κέφι που ξεφάντωνε το κομιτάτο που υμνεί ο Καλομενόπουλος έκλεβαν μια του χάρου όμορφες παρέες με πρωτοστάτες τους ηγέτες της Περιηγητικής αλλά και ανεξάρτητους καρναβαλιστές, όπως οι γνωστοί και αγαπημένοι συμπολίτες Γιώργος Γιανναράκης, Μανόλης Καρνιωτάκης, Νίκος Σκαρβέλης, Μιχάλης Καράς, Στέλιος Σαλβαράκης, Δημήτρης Τζέτζος και τόσοι άλλοι.
Από τα παιδικά τους χρόνια ξεφάντωναν οι Ρεθεμνιώτες και ιδιαίτερα την Τσικνοπέμπτη «καιγότανε το πελεκούδι».
Οι μητέρες έντυναν τα παιδιά τους με ό,τι είχαν… Μια συνήθεια που δεν επηρεάστηκε ούτε από τη ροή του χρόνου ούτε από τις κοινωνικές αλλαγές.
Ο κ. Λεωνίδας Καούνης μας είχε πει σε προηγούμενο αφιέρωμα για τη μητέρα του που τον είχε ντύσει «βλάχα». Μα και οι μαμάδες της δεκαετίας του 50 δεν υστερούν σε ιδέες και διάθεση να δώσουν στα παιδιά τους περισσότερη χαρά και τις Απόκριες.
Μας λέει η κ. Βαρβάρα Σκαρβέλη:
- Κάποιος θείος μας είχε φέρει κάποτε από την Ιαπωνία ένα σωρό ρούχα. Μ' αυτά περάσαμε αξέχαστες απόκριες. Και δεν είναι υπερβολή να σας πω ότι ερχόταν όλα τα Περιβόλια κι ο Πλατανιάς να ντύσουμε γνωρίζοντας ότι είχαμε τόσο… ενδυματολογικό πλούτο.
Μια ωραία ανάμνηση κρατά η κ. Ιωάννα Στεφανάκη που έχει αποτυπωθεί σε μια χαρακτηριστική φωτογραφία. Αποτυπώνει μια μικρή Ολλανδέζα και η τόσο προσεγμένη στολή επέτρεψε στην εκλεκτή μας συμπολίτισσα να έχει μια ξεχωριστή εμφάνιση στην αποκριάτικη γιορτή του σχολείου της.
- Τότε δεν είχαμε έτοιμες στολές μας λέει η κ. Στεφανάκη. Αυτή που βλέπετε την έραψε μια μοδίστρα που λεγόταν Ευαγγελία Γεωργίου Τρουλλινού και έμενε στη γειτονιά μας στη Σοχώρα. Η φούστα ήταν από ύφασμα κρεπ ντεσίν μεταξωτό, η φούστα ήταν από άλλο ύφασμα με μικρά λουλουδάκια και την είχε ράψει η ίδια μοδίστρα. Το καπελάκι μου το είχε φτιάξει η Αρμένισσα η Παρή μια πολύ επιδέξια τεχνίτρα.
Έμενε θυμάμαι εκεί που είναι σήμερα τα ενοικιαζόμενα διαμερίσματα Casa Maistra (Σ.Σ Αρκαδίου 149), τα δε μποτάκια η Αμαλία Βαβαδάκη. Αυτή με την αδελφή της Αντωνία δούλευαν κορδελιάστρες. Επειδή δεν υπήρχαν τότε μποτάκια που απαιτούσε η στολή έφτιαξε η συγκεκριμένη κορδελιάστρα το πάνω μέρος του παπουτσιού που εφαρμόστηκε με ένα λάστιχο στο κανονικό που φορούσαμε…».
Συγκινημένος θυμάται κι ο Μανόλης Καρνιωτάκης τα δικά του παιδικά χρόνια που τον έντυνε η μητέρα του κάθε χρόνο.
Δεν έμεναν όμως και οι μεγάλοι χωρίς στολές.
Ο κ. Νίκος Σκαρβέλης από τους πιο γνωστούς γλεντζέδες, άνθρωπος με πλατύ χαμόγελο πάντα κι έξω καρδιά είχε για κάθε ενδεχόμενο στο αυτοκίνητο ρούχα κατάλληλα για μεταμφίεση. Και με την παρέα του γύριζαν νύχτες αποκριάς όλα τα γνωστά στέκια για να πειράξουν γνωστούς και φίλους.
Στα σπίτια βέβαια κάποιος έπρεπε οπωσδήποτε να αποκαλυφθεί για να επιτραπεί η είσοδος στους υπόλοιπους. Μια απαραίτητη διαδικασία για να αποφύγουν περιπέτειες οι ένοικοι.
Η Τσικνοπέμπτη ήταν και η μέρα που δεν εύρισκαν ησυχία στο σπίτι τους οι καθηγητές. Ήταν όμως το έθιμο να μπουν στη διαδικασία αναγνώρισης των μεταμφιεσμένων εισβολέων που σεβόταν και ο πιο αυστηρός καθηγητής. Αρκεί να έκαναν καρδιά οι μαθητές του να τον επισκεφθούν και δεν τον εξαιρούσαν από τη λίστα για να αποφύγουν τυχόν περιπέτειες.
Όσο για τις φάρσες… Ήταν η εποχή κατάλληλη για να γίνεται μεγάλη πλάκα χωρίς κανένας να παρεξηγηθεί.
Διαβάζουμε στην «Κρητική Επιθεώρηση» (23 Φεβρουαρίου 1969):
Πρωτότυπη όσο και μακάβρια μασκαράτα έκανε προχθές ένας συμπολίτης γνωστός από τα αστεία του, αλλά και από τον μακαρίτη τον καρνάβαλο του Ρεθύμνου. Κι ασφαλώς αν εγένετο διαγωνισμός για την καλύτερη έμπνευση μεταμφίεσης θα παίρνε το πρώτο βραβείο.
Αλλά ακούστε τι έκανε:
Πήρε τρία ταξί, επιστράτευσε μερικούς φίλους του και τους έβαλε μέσα και δανείστηκε κι ένα φέρετρο από ένα φερετροπωλείο. Και όταν έφθασαν κοντά στο σπίτι ενός φίλου του στον Μασταμπά μπήκε μέσα στο φέρετρο που φορτώθηκε έτσι στο πορτ μπακαζ ενός από το ταξί. «Η Νεκροπομπή» προσχώρησε έτσι μέχρι το σπίτι του φίλου και κατέβηκαν δύο τρεις από τη συνοδεία» συντετριμμένοι και περίλυποι και του φώναξαν να κατέβη να δει τον καλό του φίλο που είχε πεθάνει αιφνιδίως.
Εν τω μεταξύ είχε ξεμυγιστεί η γειτονιά, μια - δύο γυναικούλες άρχισαν να συρομαδιούνται και ενώ ο φίλος του βρισκότανε ακόμη στην κατάστασή της καταπλήξεως, σηκώθηκε ο «νεκρός» τεντωμένος και σοβαρός παριστάνοντας τον Λάζαρο.
Αλλά μετά την «Ανάστασή του» ο χωρατατζής συμπολίτης το 'βαλε στα πόδια... γιατί ήξερε πως οι περίοικοι και ο φίλος του θα τον κερνούσαν, κανένα «φόρτωμα» ξύλο για την λαχτάρα που του έκανε.
Για το γεγονός αυτό μας δίνει στοιχεία ο ακούραστος ερευνητής κ. Νίκος Δερεδάκης στα πρακτικά από το συνέδριο για το Μασταμπά. Αναφέρει σχετικά:
Γνωστός πλακατζής, ο αείμνηστος Μάρκος Γιουμπάκης, ο πρώτος Διευθυντής της Δημόσιας Βιβλιοθήκης του Ρεθύμνου ήταν πάντα πρώτος σε εκείνες τις παλιές Αποκριές. Το «δοχείο νυκτός» που κρατούσε πάνω στο αποκριάτικο άρμα μαζί με μια αρμαθιά λουκάνικα είχαν αφήσει εποχή. Δυστυχώς έφυγε πρόωρα στα 47 του χρόνια.
Οι φάρσες, πολλές φορές άκομψες και «χοντρές», εκείνη την εποχή έπαιρναν και έδιναν. Κανείς όμως δεν παρεξηγούσε τον άλλον γιατί όλοι ήξεραν ότι τα πάντα ήταν καλοπροαίρετα και μοναδικό στόχο είχαν να ξεφύγουν από τις δυσκολίες της καθημερινότητας που εκείνα τα χρόνια μάστιζαν το παντέρμο Ρέθεμνος.
Κάθε βράδυ ο Γιουμπάκης με την παρέα του πήγαινε στο ρακάδικο του Χαράλαμπου Αναγνωστάκη, του γνωστού Χαραλαμπά στην Αγιά Βαρβάρα.
Ήταν απόκριες του 1969. Αργά το βράδυ χτυπάει η πόρτα του σπιτιού του Χαραλαμπά, κάπου εκεί, ψηλά στον Μασταμπά. Ο Χαραλαμπάς μόλις είχε γυρίσει από το ρακάδικό του. Ανοίγει την πόρτα και βλέπει μπροστά του περίλυπο τον φίλο του, τον ταξιτζή Γιώργο Βαλέργα. «Έλα γρήγορα Χαράλαμπε, γιατί πέθανε κάποιος στο χωριό σου το Όρος», του λέει ο Βαλέργας.
Στο χωριό ζούσαν οι γονείς και τα αδέρφια του Χαραλαμπά. Βγαίνουν όλοι έξω και βλέπουν στο πορτμπαγκάζ του ταξί ένα φέρετρο. Από πίσω ένα περιπολικό με αναμμένο τον φάρο καθώς και άλλα αυτοκίνητα γεμάτα κόσμο. Η Ισμήνη, η γυναίκα του Χαραλαμπά αρχίζει να φωνάζει, να τραβάει τα μαλλιά της και να ξεσηκώνει τη γειτονιά στο πόδι.
Με τη φασαρία βγήκαν όλοι οι γείτονες στα μπαλκόνια των σπιτιών τους. Μέσα στο φέρετρο είχε μπει ο Μάρκος Γιουμπάκης, που είχε όμως ξεχάσει να βγάλει τα χαρακτηριστικά γυαλιά του. Ο Χαραλαμπάς, με πόδια τρεμάμενα, πάει να σηκώσει το φέρετρο για να το βάλει στο σπίτι. Στο μισοσκόταδο όμως διακρίνει τον σκελετό των γυαλιών (νεκρός και γυαλιά δεν πάνε) και καταλαβαίνει ότι πρόκειται για φάρσα.
Δεν λέει όμως τίποτα. Ανασηκώνει το φέρετρο και το αφήνει με δύναμη να πέσει κάτω! Έντρομος ο Γιουμπάκης από την απρόσμενη εξέλιξη, «αναστήνεται» πετιέται μέσα από το φέρετρο και το βάζει στα πόδια φοβούμενος ότι θα φάει πολύ ξύλο. Μπαίνει στο περιπολικό που ήδη έχει αρχίσει να βαράει τη σειρήνα και φεύγουν.
Η πλάκα μαθεύτηκε την επομένη σε όλη την πολιτεία. Ακόμα και ο Δεσπότης το έμαθε και την Κυριακή κάλεσε όλη την παρέα στο Δεσποτικό και τους «έψαλε τον εξάψαλμο».
Μια άλλη πλάκα που αποφάσισαν μαθητές σύμφωνα με μαρτυρία του κ. Γιώργου Γιανναράκη λίγο έλειψε να τους στοιχίσει αποβολή αν δεν γινόταν μείζον ζήτημα και παρ' ολίγον θέμα παιδαγωγικού συνεδρίου κι αν δεν συνειδητοποιούσε το καθεστώς ότι μια αθώα πλάκα δεν έβαζε σε κίνδυνο τη δημόσια τάξη. Απόκριες ήταν αδελφέ. Τι έκανε τώρα η τρελοπαρέα; Απλούστατα Οργάνωσε μια ...κηδεία και ο μαθητής που παρίστανε την τεθλιμμένη χήρα είχε προκαλέσει ακράτητα γέλια με το θρήνο και τους οδυρμούς του.
Έτσι όμορφα γλεντούσαν τις Απόκριες οι όμορφοι αυτοί Ρεθεμνιώτες οι «έξω καρδιά». Κι είναι ευτυχώς η μόνη περίπτωση που δεν νοσταλγεί κανένας γιατί αν αυτοί ζούσαν τότε καλά εμείς με τις σύγχρονες διοργανώσεις περνάμε σίγουρα καλύτερα.
ΠΗΓΗ
ΠΗΓΗ
0 Comments:
Δημοσίευση σχολίου