Ο Γιώργος Κουμιώτης γεννήθηκε στο Τεφέλι Ηρακλείου στις 10-8-1931.Πατέρας του ήταν ο Μιχάλης Κουμιωτάκης και μητέρα του η Μαρία το γένος Νουράκη.
Η καλλιτεχνική του φύση τον οδήγησε από πολύ μικρό να μάθει λαγούτο σε ηλικία 16 χρονών και να παίζει σε γλέντια στην περιοχή του Ηρακλείου με τον παλιό λυράρη Γαβρίλη Σταυρουλάκη από τα Πιτσίδια όπως και με άλλους συντοπίτες λυράρηδες.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΟΥΜΙΩΤΗΣ (ΚΑΜΑΡΑΤΟΣ)
(1931 - 2009)
Στις αρχές της δεκαετίας του 1950 ένας λαουτιέρης μπαίνει στα Ανώγεια,που μέχρι τότε την λύρα την συνόδευε το μαντολίνο. Τον είχε φέρει ο αείμνηστος Νίκος Ξυλούρης.
Ο Γιώργος Κουμιώτης ήταν το πρώτο λαγούτο που μπήκε στα Ανώγεια και σε αυτή την αλήθεια συναινεί ο μετέπειτα μεγάλος λαουτιέρης Γιάννης Ξυλούρης αδερφός του Νίκου. Η συνεργασία του με τον Νίκο Ξυλούρη είχε αρχίσει. Αχώριστοι συνεργάτες και φίλοι πια εμφανίζονται σε γλέντια, γάμους και άλλες εκδηλώσεις σε όλη την Κρήτη με πολύ μεγάλη επιτυχία.
Επιστέγασμα της πολύχρονης συνεργασίας τους ήταν ο πρώτος δίσκος γραμμοφώνου του Νίκου Ξυλούρη «δεν κλαίνε οι δυνατές καρδιές» και το καλαματιανό «Νησιωτοπούλα μου» στο οποίο συντροφεύει στο τραγούδι τον Νίκο η γυναίκα του, Ουρανία. Ενας δίσκος μια συνεργασία στην οποία συνέβαλε με το λαγούτο του ο Γιώργος Κουμιώτης για την οποία έχει μιλήσει πάρα πολλές φορές στο παρελθόν ο ίδιος με καμάρι και νοσταλγία.
Στα επόμενα χρόνια συνεργάζεται με όλη την τότε ανερχόμενη Ανωγειανή μουσική οικογένεια με Μανουρά, Καλομοίρη, Ψαραντώνη και Βασίλη Σκουλά. Αρχές της δεκαετίας του 1960 γνωρίζει την σύντροφο της ζωής του Μαρία Αλεξανδράκη με την οποία απέκτησαν δύο παιδιά την Βάνα και τον Μιχάλη.
Για την αγαπημένη του Μαρίκα ο Γιώργος Κουμιώτης έγραψε το καλαματιανό «η Μαριώ η Κρητικιά» το οποίο ηχογραφεί το 1961 και για πρώτη φορά ακούγεται η γλυκιά φωνή του Γιώργου Κουμιώτη αποτυπωμένη στο Βινύλιο.
(Νίκος Ξυλούρης - Γιώργος Κουμιώτης)
Η προσωπική καλλιτεχνική πορεία του έχει πια αρχίσει, με αγνότητα, αυθορμητισμό και πλούσια φαντασία εμπνευσμένος από πραγματικά γεγονότα της καθημερινότητας, του έρωτα, της αγάπης, του πόνου και της ίδιας της Κρήτης,γράφει στίχους και τους επενδύει με το μοναδικό προσωπικό του ύφος με μουσική.
Αυτό το προσωπικό ύφος, οι άψογες μελωδίες του, η ανεπανάληπτη εκφραστική ερμηνεία του ανάλογα με το θέμα του κάθε τραγουδιού τον καθιερώνει στην συνείδηση κάθε Κρητικού ανάμεσα στους μεγάλους δημιουργούς της Κρητικής μουσικής. Στο επόμενο διάστημα ηχογραφεί να δίσκο με τον Γιώργο Καλομοίρη και ένα με τον Βασίλη Σκουλά ο οποίος και θα βαφτίσει την κόρη του την Βάνα.
Λίγο μετά τον θάνατο του Σοφοκλή Βενιζέλου ένα τραγούδι σκορπά ρίγη συγκίνησης σε όλη την Κρήτη αλλά και την υπόλοιπη Ελλάδα.Ήταν μια δική του σύνθεση «της Κρήτης τα παιδιά», ένα καλαματιανό που αναφερόταν στον θάνατο του Σοφοκλή Βενιζέλου και που στο τραγούδι αυτό τον συνόδευε στην λύρα ο αείμνηστος Παντελής Σταυρουλάκης.
Με δικό του πια μουσικό σχήμα έχοντας συνεργάτη στην λύρα τον Γιάννη Καδιανάκη και τα αδέρφια του Γιάννη και Μανόλη εμφανίζονται στην Ελλάδα και στο εξωτερικό με μεγάλη επιτυχία ενώ παράλληλα ηχογραφεί δεκάδες τραγούδια που γίνονται γνωστά και αγαπημένα...
Ενδεικτικά να σας θυμίσουμε μερικά από αυτά..
Όπως το συρτό του με τον πολύ εύστοχο και διαχρονικό του στίχο...ακόμα και σήμερα 40 χρόνια μετά που οι ανθρώπινες σχέσεις γίνονται ακόμα πιο δύσκολες.
« Σα τη μεγάλη αποκριά η εποχή μας μοιάζει...
γιατί με μάσκα ο γης τ'αλλού στέκει και κουβεντιάζει »
γιατί με μάσκα ο γης τ'αλλού στέκει και κουβεντιάζει »
Να σας θυμίσουμε επίσης « Στα ταμπαχανιώτικα » , «ο γλάρος » , «έβρεχε κι εβρόντανε » που όλοι μας γνωρίζουμε την δυσκολία της σύνθεσης τέτοιων ρυθμών. Τα καλαματιανά «λόγω τιμής» το οποίο έγινε τεράστια επιτυχία και το χιουμοριστικό «Μάξι» που με απίστευτη ευρηματικότητα προσέγγισε την επικαιρότητα της τότε μόδας. Στα μελωδικότατα τραγούδια του «Γαρδένια » και «του θεού παραπονούμαι» το όποια εμπιστεύθηκε στον Βασίλη Σκουλά καθώς επίσης το υπέροχο συρτό «πότε θα πάω στο χωριό».
Και να έρθουμε τώρα στην πολυσυζητημένη σάτιρα του Γιώργου Κουμιώτη.
Όταν τον ρώτησαν...«Καμαράτο πώς προέκυψε η σάτιρα» αυτός απάντησε..Πηγαίναμε για εμφανίσεις στο Βέλγιο και στην διάρκεια του ταξιδιού με το τραίνο συνέθεσα το τραγούδι «Ξενιτεμένοι Κρητικοί» το οποίο όπου εμφανίστηκα και το τραγούδησα οι μετανάστες έκλαιγαν. Βρήκαν λοιπόν οι ίδιοι εταιρεία για να τα ηχογραφήσουμε και σκέφτηκα να βάλω στη άλλη πλευρά του δίσκου την «Παγώνα» την οποία και είχα συνθέσει παλαιότερα σε αντιστάθμιση του λυπητερού ύφους του πρώτου τραγουδιού... όμως η αποδοχή ήταν τέτοια που όταν επιστρέψαμε η εταιρεία που συνεργαζόμουν με παρότρυνε στην επανεκτέλεση του δίσκου και στην Ελλάδα.
Η επιτυχία ήταν τεράστια...ο δίσκος αγοράστηκε και από μη Κρητικούς με αποτέλεσμα να φτάσει σε εμπορικότητα μεγάλων λαϊκών τραγουδιών. Από εκεί και μετά με αφορμή την επικαιρότητα έγραψα και άλλα αφού ο κόσμος με παρότρυνε και μου ζητούσε όλο και κάτι καινούργιο...
Πρόσεχα όμως και μελετούσα πολύ τους στίχους ώστε να έχουν συγκεκαλυμμένα υπονοούμενα χωρίς ακρότητες και χυδαιότητα.
Και πράγματι η σάτιρα του Γιώργου Κουμιώτη λόγω και του έμφυτου χιουμοριστικού του χαρακτήρα μόνο άδολη μπορεί να χαρακτηριστεί. Μόνο όσοι έζησαν μια βραδιά μαζί του είτε στο πάλκο είτε στην παρέα μπορούν να βεβαιώσουν το βάλσαμο που πρόσφερε το χιούμορ του σε κάθε πικραμένο χείλι.
Με τα χρήματα που του έφερε η επιτυχία της Παγώνας προσπαθεί να σταθεί επιχειρηματικά ανοίγοντας πρώτα κέντρο διασκεδάσεως στην Αθήνα στην Σπύρου Πάτση και αργότερα το μεταφέρει στην συμβολή της Λεωφόρου Αθηνών και Στρατοπέδου Χαϊδαρίου στο οποίο έπαιζε ο ίδιος λύρα. Όπως όμως λέει ο ίδιος σε μια μαντινάδα του:
«Ο άνθρωπος ο άτυχος όσο κι ανε σπουδάξει
τόνε γυρίζει η μοίρα του από την πρώτη τάξη»
Τα γεγονότα του 74 της Κύπρου και της επιστράτευσης τον βρίσκουν στην Κρήτη.. το μαγαζί του επιτάσσεται, ανοίγετε ερήμην του και σιτίζονται μέσα οι επιστρατευμένοι με αποτέλεσμα την πλήρη καταστροφή και λεηλασία του εξοπλισμού χωρίς ποτέ να αποζημιωθεί από την πολιτεία. Χωρίς επιχειρηματική δραστηριότητα πια και σε οικονομικό αδιέξοδο παίρνει πάλι τον δρόμο για την ξενιτιά αυτή την φορά με τον αείμνηστο Νίκο Βενιανάκη για την Αυστραλία.
Επιστρέφοντας συνεργάζεται και πάλι με τα αδέρφια του μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 80. Οι εποχές όμως έχουν αρχίσει να αλλάζουν.. το αυθεντικό το πηγαίο η κατάθεση ψυχής δίνουν την θέση τους στο δήθεν, στο στείρο καθωσπρεπισμό και στο ψεύτικο με αποτέλεσμα την τελευταία εικοσαετία ο Γιώργος Κουμιώτης να βρίσκετε εκτός μαγαζιών και κατ επέκταση εκτός εισόδημα. Προσπάθησε όμως άλλοτε ο ίδιος παίζοντας λύρα και άλλοτε με συνεργασίες όπως με τον Ν.Σταυρακάκη και τον Βασίλη Σκουλά να κρατηθεί δισκογραφικά με αποτέλεσμα ανεπανάληπτες συνθέσεις οι οποίες όμως δεν του άνοιξαν τις πόρτες των μαγαζιών ξανά.
Η πολύπλευρη καλλιτεχνική του φύση τον οδήγησε τα τελευταία χρόνια στην ζωγραφική. Περιδιαβαίνοντας την αγαπημένη του Κρήτη σαν άλλος Ζορμπάς πότε στον Κουρνά, πότε στα Ανώγεια και στην παχιά άμμο επισκεπτόμενος καλούς του φίλους αποτύπωσε στο χαρτί αγαπημένους τόπους, τοπία και παραστάσεις από την ζωή της Κρήτης όπως την θυμόταν.
Ο Γιώργος Κουμιώτης φύση και θέση, ανυπότακτη ψυχή αν και έφτασε πολύ ψηλά δεν υποδουλώθηκε ποτέ από τα καθώς πρέπει και το σταριλίκι και κυρίως από το χρήμα. Ακούστε ο Γιώργος Κουμιώτης πώς αγωνιούσε για την ζωή και την εξέλιξη της υγείας του με μια απο τις τελευταίες μαντινάδες που έβγαλε:
«Εγώ που ήμουνα θεριό είμαι ρημάδι τώρα
πώς θα περάσω σκέφτομαι ετουτηνέ την μπόρα»
πώς θα περάσω σκέφτομαι ετουτηνέ την μπόρα»
Έφυγε σε ηλικία 77 ετών το 2008 στο Νοσοκομείο Αττικόν του Χαϊδαρίου, από πνευμονικό οίδημα και μετά από πολύ μεγάλη μάχη με την επάρατη νόσο!
Γιώργο Κουμιώτη... Μπορεί να έφυγες αλλά θα ταξιδεύεις για πάντα τους Κρήτες με τα τραγούδια σου...
0 Comments:
Δημοσίευση σχολίου