Ακάλεστη η ανάμνηση,
ήρθε με διπλή την εικόνα του άδειου νυφικού.
Το πριν και το μετά,
χωρίς σωσίβιες σκέψεις,
χωρίς λέξεις,
καθόλου ξεθωριασμένη από τα χρόνια,
σε τίποτα δεν είχε σπαταληθεί, ή λεηλατηθεί
τούτη η εικόνα,
από κουρσάρους καιρούς απείραχτη.
Ίδια είχε μείνει, χαραγμένη μέσα της,
θυμόταν,
η πρώτη ματιά,
πάνω στους λεκιασμένους μαιάνδρους
στο τελείωμα της μακριάς φούστας,
η δεύτερη, στο λιτό μπούστο,
είχε αγκαλιάσει,
μια λεπτή γιρλάντα φύλλα ελιάς,
το μόνο στολίδι
πάνω στις ασιδέρωτες πιέτες,
η τρίτη, πιο πονετική
στο σκισμένο αριστερό μανίκι
σ’ εκείνα τα ξεφτισμένα μικροσκοπικά ανθάκια.
Σίγουρα δεν επρόκειτο
για μια παθιασμένη ιστορία
ραμμένη πάνω σε ακριβούς ταφτάδες,
αραχνοΰφαντα τούλια
και βιενέζικες δαντέλες.
Αργά αργά, η σκέψη γύρισε στο χτες,
τότε, ένα απόγευμα Νοέμβρη,
στο στερνό γύρο της ελεύθερης νιότης,
μονάχη της, κλεισμένη σε μια κάμαρα,
περνούσε λευκή μεταξοκλωστή
στις πληγές της ξεφτισμένης δαντέλας.
Μικρές, μικρές βελονιές
κεντημένες με ευλάβεια.
Μετρούσε, η Μαγδαληνή, μια στο λινό ύφασμα,
μια στα δάχτυλα,
μια στην καρδιά.
Μετρούσε, η Μαγδαληνή,
κόκκινα στίγματα,
για νά ’χει δικαιολογία το δάκρυ,
για να είναι η λύπη της, πολυτελείας.
Έλεος δεν είχε εκείνη η μέρα,
τώρα, στα εξήντα της, ακόμη αγιάτρευτη,
στα εξήντα της,
ένα ρημαγμένο τίποτα
καταφέρνει και τρυπώνει
λαθραία, από τις χαραμάδες τής σκέψης,
ένα πολυφορεμένο νυφικό,
επιστρέφει αδέσποτο, τυλίγει το κορμί της,
εκείνο το νυφικό,
το φορά ως αθώα,
το βγάζει σαν αμαρτωλή.
Τόσα χρόνια λιώνει στη ντουλάπα,
η Μαγδαληνή μαζί του,
μεγαλώνει όμως ερήμην του,
δε γερνά,
ράβει και ξαναράβει τις ασάλευτες ώρες,
μπαλώνει την ευθύνη,
κεντά την περηφάνια,
καρφιτσώνει την αφοσίωση,
πάντα ολόλευκη,
κι όταν το διπλώνει να το φυλάξει,
μυρίζει στη ραφή του,
τη ραφή τής ψυχής,
βρεγμένο χώμα και σαπούνι ελιάς.
Ούτε πρόβα δεν είχε κάνει,
δεν είχε μπει στον πειρασμό
να σταθεί σε βιτρίνες,
να πάει από «οίκο», σε «οίκο»,
να δει και να προβάρει διάφορα,
να καμαρώσει
τον εαυτό της σε μεγάλους καθρέφτες,
να κολακευτεί,
να δεχτεί κομπλιμέντα,
ίσως και μια γνώμη,
να θεριέψει μια ακόρεστη ματαιοδοξία,
μέσα της,
όχι, είχε ζητήσει πολύ απλά,
να της δείξουν, το πιο φτηνό,
ας ήταν το πιο παλιό,
ας ήταν ξεπερασμένο,
γαριασμένο, σκισμένο,
δεν την πείραζε
προκειμένου να γλιτώσει,
η Μαγδαληνή από περιττά λόγια,
εκείνοι από έξοδα…
Χτες, επετειακά το ξαναφόρεσε,
έτρεξε στον ελαιώνα,
όλες οι ελιές φιλενάδες,
είχαν κι εκείνες τις δικές τους πληγές.
Αύριο, εν ονόματι της αγάπης
Ζωή Δικταίου
Κέρκυρα, Απρίλης 2022
Από την ποιητική συλλογή «Αύριο, μια ελιά η μέσα πατρίδα»
0 Comments:
Δημοσίευση σχολίου