Αρμύρα καίει τα μάτια,
αρχαία σκουριά η πληγή αιμορραγεί
οι Δροσουλίτες τρέχουν
να χαλάσουνε τ' ασκέρι
μάγια της νύχτας
τα φιλιά του,
λύνει μ' άστρα η αυγή
ποια μοίρα χάραξε με κάρβουνο
το δρόμο μου στο χέρι.
Να πολεμά μέσα στη νύχτα μοναχός
στον κουρνιαχτό του Νότου
με φαντάσματα και πόθους
να φτάνει πάντα
στο κατώφλι μου σκυφτός
κούπα παλιά
να τον κερνώ μπρούσκο κρασί
και μυρωδιά βασιλικού
απ' άγιους τόπους.
Σε λέω αλήθεια
κι ας μην ήτανε ποτέ
γραφτό της τύχης
αγκαλιά να με κρατήσεις
στο κάστρο έρχομαι,
στου Μάη την ομορφιά
τα μάτια κλείνω
να περάσεις,
να χαθείς μέσα το φως
μη δεις τη θλίψη
και στη σκέψη μου δακρύσεις.
Θολός καθρέφτης
στην ομίχλη το πρωί
γίνεται η θύμηση
και πίσω με γυρίζει
πειρατικό δίχως πυξίδα
στ' ανοιχτά του Λιβυκού
λευκά πανιά
κουρσάρος Έρωτας
που πια δε με φοβίζει.
Ίσκιοι και όνειρα
βουλιάζουν στον αφρό
μια παπαρούνα απλώνει
κόκκινο στο βράχο
να μεγαλώνω είπε,
μα να μη γερνώ
το ένα χέρι μες τ' αλάτι της Ζωής
και τ' άλλο, στης αβύσσου τα μαλλιά
μια σπίθα αξόδευτη, απ' το φως
για το αιώνιο,
φυλακτό να ψάχνω.
Αύριο, εν ονόματι της Αγάπης
Ζωή Δικταίου
0 Comments:
Δημοσίευση σχολίου