Τα τριαντάφυλλα της μάνας
Έκοψα σήμερα ένα τριαντάφυλλο από την ανθισμένη αυλή του σπιτιού μας. Ήσουν κι εσύ εκεί, μάνα! Περιτυλιγμένη μέσα στα κατακόκκινα φύλλα του, μοσκομυρισμένη με τα αρώματα της γης!
Έτσι σαν το τριαντάφυλλο κόπηκε η ζωή σου κάποιο δείλι. Έτσι σαν το ανοιγμένο τριαντάφυλλο! Ήσουν μεγάλη, μα για μένα ήσουν αυτή η αθώα παιδούλα που έκρυβε η αγνή ψυχή σου.
Έβαλα το κομμένο τριαντάφυλλο σ’ ένα ποτήρι με νερό. Μήπως δίψασες μάνα; Μα, τι λέω; Εσύ είσαι η πηγή, εσύ το ποτάμι εσύ και η θάλασσα, και το σύννεφο εσύ! Πού ταξιδεύεις, τώρα, καλή μου;
Είσαι παντού και είσαι εδώ! Εδώ τριγυρνάς, φυτεύεις κήπους, φυτεύεις λουλούδια, πλέκεις στεφάνια μαγιάτικα, ράβεις, κεντάς την αγάπη! Είσαι εδώ στη ζωή μου, είσαι η ψυχή στην ψυχή μου, και είσαι μες στο αίμα μου. Σε πάω και σε φέρνω μες στην αγκαλιά μου. Εσύ έγινες τόσο δα μικρούλα κι εγώ μεγάλη πια!
Σε νανουρίζω κάθε βράδυ, μάνα, μ’ ακούς; Εσύ με νανούριζες τότε με τη γλυκιά σου φωνούλα, εσύ με χόρταινες ζωή με την ίδια τη ζωή σου, τη γεμάτη αέρα, φως, γη, ελευθερία, αγάπη, γαλήνη!
Δεν έλεγες πολλά, μα έδειχνες τους δρόμους. Δεν είχες χρόνο για ξεκούραση μα είχες καιρό ν’απολαύσεις την κάθε μικρή μας χαρά. Δεν είχες ανέσεις, μα είχες χώρο για όλους και για όλα. Είχες πάντα τη διάθεση της προσφοράς. Πόσες και πόσοι δεν πέρασαν από τη μικρή τραπεζαρία μας, πόσοι δε γευτήκανε τα νόστιμα φαγητά σου, τις πατάτες από τον κήπο σου, τις ντομάτες από το μποστάνι σου, αχ κι εκείνο το ψητό της Κυριακής που έβγαινε πεντανόστιμο από τον ξυλόφουρνο!
Τι να πρωτοθυμηθώ; Το μυρωδάτο ψωμί το ζυμωμένο από τα χέρια σου; Εκείνα τα λιοκαμμένα χέρια έριξαν το σπόρο στη γης, τα ίδια χέρια τον θέρισαν, τον αλώνισαν, τον πήγαν στο μύλο για το άλεσμα, και ζύμωσαν το γλυκό μας ψωμί. Κι ακόμη εκείνα τα αγιασμένα χέρια πληγώθηκαν να κόψουν τα κλαδιά από το βουνό για το άναμμα του φούρνου. Τι να πρωτοθυμηθώ και πώς να μην ζήσω άλλη μια ζωή, τη ζωή της μνήμης μας, μάνα;
Ψωμί έφαγα απ' τα χέρια σου και χόρτασα. Από μικρό παιδί με είχες χορτάτη. Εσύ, παιδί της κατοχής… ξέρω, εσύ ήσουν ξυπόλυτη. Πολλές φορές θα
πείνασες…θυμάσαι; Τα λέγαμε και δάκρυζες, συζητώντας κάτω από την κληματαριά, μα δεν ήθελες να θυμάσαι τις κακουχίες, γιατί η ζωή πάει μπροστά, μου έλεγες. Η ζωή προχωρεί και για μένα, μάνα!..
Πολλές φορές σκέφτομαι το παρελθόν, αλλά αμφιβάλω αν υπάρχει παρελθόν. Όλα σμίγουν στο σήμερα, στο τώρα, στο εδώ. Έγινα μάνα και γιαγιά…η ζωή τραβάει μπροστά…
Έχω φυτέψει στον κήπο μου πάμπολλες τριανταφυλλιές. Φέτος το Μάη άνθισαν όλα τα τριαντάφυλλα ω, τι μαγεία! Κάθε πρωί περνώ, τα χαϊδεύω, τα μυρίζω και βλέπω εκεί μέσα εσένα, μάνα! Εδώ βρίσκεσαι τριανταφυλλένια μου! Εδώ είσαι, μ' ακούς; Κάπου εδώ τριγύρω μου, γύρω μου και δίπλα μου κι απέναντί μου και μέσα μου… και παντού. Περάσαμε τόσα και τόσα μαζί! Γελάσαμε, κλάψαμε, μαγειρέψαμε, ονειρευτήκαμε!... Όμως συγχώρα με, γλυκιά μου. Δε θυμάμαι να σου είπα ποτέ «σ’αγαπώ, είσαι υπέροχη!» Ακόμη κι αν το ένιωθα δεν στο είπα. Μα, γιατί;
Κι αφού τώρα σε νιώθω εδώ τριγύρω μου, δίπλα μου, και μέσα μου, ροδαρένια μου, άσε με να σ’ ακουμπώ τρυφερά και απαλά, με ένα μπουκέτο από τριαντάφυλλα Έγινες τόσο μα τόσο μικρή κι εύθραυστη τώρα. Σ’ ακουμπώ, άσπρο μου συννεφάκι του Μαγιού και σου γράφω πάνω στη λευκή σου ψυχή με το αίμα που γέμισες τις φλέβες μου: Σ’αγαπώ μάνα, θα σ’αγαπώ για πάντα! Στων ρόδων το άνθισμα η αγάπη μας, στων ρόδων το άνθισμα η ζωή μας…η ζωή δε σβήνει με τον θάνατο...
Γιαυτό να γιορτάζεις εκεί ψηλά τις μέρες σου με τον ήλιο και τις νύχτες σου με τ’ αστέρια!
ΑΝΝΑ ΤΑΚΑΚΗ
0 Comments:
Δημοσίευση σχολίου