Χώροι ερειπωμένοι, με μια ιδιαίτερη εγκατάλειψη που ίσως δεν θα τους άρμοζε. Κάποιοι τοίχοι αντιστέκονται ακόμα!, ίσως για να θυμίζουν κάτι κι αυτοί. Για πόσο καιρό όμως; Χωρίς σκεπές, αφού κι αυτές έχουν σωριασθεί με κάποια κεραμίδια να κρατούν ακόμα, της γνωστής κεραμοποιϊας “ΕΛΕΦΑΣ” που πιθανότατα να θυμούνται οι παλιότεροι... Κάποτε, εδώ υπήρξαν χώροι δουλειάς και μάλιστα σκληρής.
κάμποσα σιδερένια δοκάρια ολοσκούριαστα με άγκιστρα κρεμασμένα πάνω τους απ’ αυτά και κάποια πολυκαιρισμένα σχοινιά πάνω στα οποία κρεμούσαν οι ταμπάκηδες τα δέρματά τους, παραδόθηκαν κι αυτά για πάντα στο ανηλέητο και σκληρό πέρασμα του χρόνου! Με ιδιαίτερη προσοχή προσπάθησα να δω τους χώρους. Αριστερά και δεξιά μόλις μπαίνεις, βλέπεις τις χτιστές με τούβλα δεξαμενές, τις γούρνες όπως τις έλεγαν, μέσα στις οποίες έριχναν νερό μαζί με ποτάσα διαλυμένη, για να μαλακώσουν τα δέρματα και να καθαριστούν σε πρώτη φάση. Οι προβιές, όπως έχουμε ακούσει να τις λένε. Αυτή όλη ήταν η διαδικασία της πρόδεψης, για την οποία θ’ αναφερθούμε λεπτομερέστερα παρακάτω.
Συνεχίζοντας την διερεύνησή μου στους χώρους αυτούς, τα μάτια μου πέφτουν πάνω σε κάποια αφιλόξενη γκαραζόπορτα που κλεισμένη κι αυτή, εδώ και χρόνια, κρατάει μέσα της κάποια μυστικά που είχαν σχέση προφανώς με τη μεταφόρτωση των κατεργασμένων πια δερμάτων. Απέξω, κάποιοι ανενεργοί κύλινδροι, ανομοιομεγέθεις κι αυτοί, που έπαιζαν κάποτε τον δικό του ρόλο ο καθένας.
“Αυτά ήταν, παιδί μου, τα ταμπακαριά”, μου είπε μια πρόσχαρη και καταδεκτική γριούλα, που υπομονετικά έκανε τον απογευματινό της περίπατο στην περιοχή.
Προχωράμε στην παραλιακή οδό, λίγο πριν φθάσουμε στα όρια του δικού μας πια - παραχωρηθέντος στο Δήμο μας - Παγκρητίου Σταδίου. Αριστερά μας υπάρχει ένα βενζινάδικο και διακλαδίζεται ο δρόμος ο οποίος μας οδηγεί στο γνωστό κατάστημα ειδών Υγιεινής του Τσουδή. Αυτός ο δρόμος, προφανώς, είναι η προέκταση της οδού Μάχης Κρήτης και δέχεται δυο καθέτους δρόμους, την οδό Πατρόκλου και την οδό Κυβέλης. Αυτή λοιπόν είναι η περιοχή των Ταμπακαριών, η συνοικία των Ταμπακαριών, όπως την έλεγαν οι παλιοί Ηρακλειώτες.
Στη χωρογραφία του ο Ζαχαρίας Πρακτικίδης, αναφέρει:
“Ο αήρ της πόλεως προς μεν τα μέρη της Πύλης των Χανίων μολύνεται από τα εκεί ευρισκόμενα κναφεία, βυρσοδεψεία, ομοίως και προς το βόρειον μέρος της πόλεως από τα σαπουναργεία. Τα δε μέρη της νέας Πύλης και της του Μαρουλά εισίν υγιέστατα”.
Τα βυρσοδεψεία της πόλης μας στην αρχή ήταν στην περιοχή της Χανιώπορτας. Η πόλη σιγά - σιγά επεκτείνονταν, μεγάλωνε πληθυσμιακά, οι συνθήκες υγιεινής απαιτούσαν την μετεγκατάστασή τους. Έτσι αργότερα τα βυρσοδεψεία μετακομίζουν στον κόλπο του Δερματά κι εκεί αναπτύσσονται.
Τα χρόνια περνούν και οι ίδιοι προαναφερόμενοι λόγοι τ’ αναγκάζουν σε νέα μετακόμιση. Στην περιοχή του Στομίου, στην οποία προαναφερθήκαμε. Η θέση τους πάντα απασχολούσε την Πολιτεία και κυρίως την κάθε δημοτική Αρχή. Σε μια συνεδρίαση της μόνιμης επιτροπής του Δημοτικού Συμβουλίου Ηρακλείου, στις 2 Μαρτίου 1916, σύμφωνα με πληροφορίες των πρακτικών του Δημοτικού Συμβουλίου, τόμος 11, χρονολογία 1913-1916, συνέρχονται οι παρακάτω δημοτικοί σύμβουλοι: Ο πρόεδρος του Δημοτικού Συμβουλίου Κων/νος Σταματάκης, ο Αλέξανδρος Καρέλλης, ο Σπυρίδων Τουπογιαννάκης, ο Ανδρέας Φανουράκης και φυσικά ο δήμαρχος Στυλιανός Γεωργίου. Γραμματέας είναι ο Παντελής Καστρινογιάννης. Λόγος της συναντήσεώς τους, η αναζήτηση έκτασης για εγκατάσταση των βυρσοδεψείων, όπως αναγράφεται στα πρακτικά.
Κάμποσα χρόνια αργότερα!, και συγκεκριμένα στις 21 Απριλίου 1924, σύμφωνα με τον τόμο 15 των πρακτικών του Δημοτικού Συμβουλίου Ηρακλείου: “Το Δ.Σ.Η. παρόντων των μελών: Αντωνίου Χατζηδάκη Νίβα προέδρου, Σπυρίδωνος Αλεξίου, Μιλτιάδη Ανδρεαδάκη, Στυλιανού Βογιατζάκη, Αλεξάνδρου Γεωργιάδη, Ιωάννου Δρακοντίδου, Μιχαήλ Κασιμάτη, Ανδρέα Καστελάκη, Μιχαήλ Κουναλάκη, Παναγιώτου Πρατικάκη, Γεωργίου Τζουλάκη, του γραμματέως Παντελή Καστρινογιάννη κα φυσικά του δημάρχου Ιωάννου Βογιατζάκη, ανακοινώνει όπως ληφθεί μέριμνα για την εγκατάσταση των “εν τη πόλει” λειτουργούντων βυρσοδεψείων εις θέσιν κατάλληλον, εκτός της πόλεως”. Πράγματι, τέτοια θέση ορίζεται προς δυσμάς της πόλεως, δίπλα στο παλιό Δημοτικό Σφαγείο.
Προπολεμικά, αλλά και μεταπολεμικά, το επάγγελμα του ταμπάκη ή βυρσοδέψη, είχε μεγάλη άνθηση και πολλοί νέοι που έρχονταν στην πόλη, φεύγοντας από τα χωριά τους προκειμένου να αναζητήσουν καλύτερη τύχη, προσέτρεχαν και σ’ αυτό το επάγγελμα. Χαρακτηριστικοί οι στίχοι του αείμνηστου λαογράφου μας Κωστή Φραγκούλη:
“Γράμματα σα δεν ήμαθα,
μικρότερος σαν ήμουν
τέχνη καλή να μάθω σκιας,
να βγάζω το ψωμί μου.
Ράφτης, τσαγκάρης, μαραγκός,
ταμπάκης ή σγουράφος (ζωγράφος)
μα αλλιώς η τύχη τάφερε
κι έγινα τυπογράφος”.
Καλή τέχνη βέβαια, αλλά οι μυρωδιές στους χώρους δουλειάς φαίνεται ότι πολλές φορές ήταν έντονες, κάτι που μας το επισημαίνει και ο αγαπητός κ. Μαρίνος Ιδομενέως, στο Κρητικό γλωσσάρι:
“Σαν σφαλιχτά ταμπακαριά
τα έργα σου βρομούνε
κι όσοι σε μπιστευτήκανε
ούλοι μετανοούνε!”.
Τα Νταμπακαριά είναι τούρκικη λέξη και μεταφράζεται βυρσοδεψεία. Τώρα βυρσοδέψης είναι ο τεχνίτης που κατεργάζεται τα δέρματα. Σύνθετη λέξη κι αυτή από το βύρσα που σημαίνει δέρμα και δέψη που σημαίνει κατεργασία.
Ο “γνωστός” πλέον συνεργάτης, ο αείμνηστος Μήβας, αφήνοντάς μας πολύτιμα στοιχεία και γι’ αυτό το επάγγελμα, μας λέει:
“Νταμπακαριά λέγανε τούρκικα τα βυρσοδεψεία. Τα βιοτεχνικά αυτά εργαστήρια ήρχιζαν από την οδό Κισσάμου πίσω από το σταφιδεργοστάσιο Αφών Κωνσταντινίδη, ως την οδό Μελησσινών στο εργοστάσιο Τζωρτζάκη, την οδό Δαμβέργηδων και σε πολλά άλλα σημεία της Ξύλινης Ντάμπιας.
Στα εργαστήρια αυτά επεξεργάζοντο τα φρέσκα δέρματα των αιγοπροβάτων και βοδιών ειδικευμένοι εργάτες, που τους λέγανε νταμπάκηδες.
Τα Νταμπακαριά ήσαν στα παληά χρόνια όλα τούρκικα, ως το 1902 που ήλθε ο Αθηναίος βυρσοδέψης Βρασίδας Σαντελής και ήνοιξε το πρώτο χριστιανικό νταμπάκικο με τον άριστο τεχνίτη νταμπάκη, από το Αϊβαλή, Παναγιώτη Καραβιώτη, που παντρεύτηκε εδώ και τα παιδιά του Θεμιστοκλής και Δημήτρης εξηκολούθησαν την τέχνη του πατέρα τους.
Μετέπειτα ανοίξανε περί το 1914 οι αδελφοί Σχολιάδη και ο Φώτης με τον αδελφό του Ματθαίο Ζαχαριουδάκη, καθώς και ο Φώτιος Πουλιανάκης. Υπήρχον την εποχή εκείνη 40 νταμπάκικα που δούλευαν 150 - 200 εργάτες - τεχνίτες νταμπάκηδες και κατέργαζαν τομάρια κίτρινα, βακέττες, βιδέλα, σαρατσόπετσα, προβιές και όλα τα δερμάτινα είδη.
Οι πιο ονομαστοί - Τούρκοι νταμπάκηδες ήταν ο Αλής Τουμπαράκης, ο Μουσταφάς Μπαχράκης και Σελίμ Αχμετάκης.
Το 1922 ήρθανε οι Μικρασιάτες ταμπάκηδες Μανώλης Χατζηθεοδώρου, Μανώλης Αρξαλής, Νικ. Κουβαρντόγλου, ο Βαγγέλης Γιαννουλάκης, ο Κων. Τσίχλας και ο Γεώργιος Βογιατζάκης με τον Παπαγγελή και ανοίξανε νταμπακαριά και οι ντόπιοι αδελφοί Δράκος και Μανώλης Γαλιφιανάκης, ο Σπύρος και Γιάννης Σχολιάδης, καθώς και ο Θεμιστοκλής και ο Δημήτρης Καραβιώτης”.
Η μεταφορά των ταμπακαριών στο Στόμιο, έγινε το 1936, πριν από τον πόλεμο.
Στη δεκαετία του ’70, στο Στόμιο, υπήρχαν 13 ταμπακαριά. Μια έντονη οσμή και μια αφόρητη βρόμα έβγαζαν οι προβιές σε συνδυασμό με τα σμήνη εντόμων, τις μυίγες, τις σφίγγες, τα κουνούπια και τους λινόσβουρους αλλά και τα ακάθαρτα νερά που πετούσαν εδώ κι εκεί οι νταμπάκηδες. Δίκαια η αστυνομία και η υγιεινομική Αρχή, με συνεχείς πιέσεις, προσπαθούσαν ν’ αντιμετωπίσουν το συγκεκριμένο πρόβλημα στη μακρινή, για την εποχή εκείνη, περιοχή του Στομίου, που συνδύαζε τη θάλασσα και τα νερά του ποταμού.
Επί Αρχιερωσύνης Τιμοθέου Βενέρη, ο πρόεδρος του Σωματείου Βυρσοδεψών Φώτιος Πουλιανάκης με τον γραμματέα Θεμιστοκλή Καραβιώτη, συνοδευόμενοι από τον δημοτικό σύμβουλο και πρόεδρο του Μητροπολιτικού Συμβουλίου Νικόλαο Καρέλλη, πατέρα του πρώην δημάρχου και ευρωβουλευτού κ. Μανόλη Καρέλλη, επισκέφθηκαν τον τότε Μητροπολίτη Κρήτης, δεκαετία του τριάντα - αρχές του σαράντα, και ζήτησαν να τους παραχωρηθούν τα οικόπεδα αυτά του Στομίου, τα οποία ανήκαν στον Άγιο Μηνά. Πράγματι, αυτό έγινε και οι ταμπάκηδες τα πλήρωσαν με δόσεις. Μια καταχώρηση στην Ηρακλειώτικη εφημερίδα στις 8-1-1920, ειδοποιεί τους Καστρινούς για τα εξής: “Ειδοποίησις: Φέρω εις γνώσιν των κ.κ. πελατών μου ότι παρέλαβον εσχάτως δέρματα πολυτελείας, ήτοι: Σεβρολούστρινα, σεβρά μαύρα και χρωματιστά, αδιάβροχα Γαλλίας και Αμερικής μαύρα και χρωματιστά, πατόπετσα βοδινά Σάμου, σπιρτόπετσα Αμερικής Α’ ποιότητας, τομάρια Σμύρνης, Μαγνησίας και Βουλδούρια, τομάρια Αθηνών και Αμφίσης κ.λ.π., κ.λ.π. Επίσης εις το ενταύθα βυρσοδεψείον μου ευρίσκονται όλα τα είδη δερμάτων εγχωρίου παραγωγής, βακέτες, πατόπετσα, βιδέλα, αδιάβροχα, τομάρια κίτρινα και μαύρα, εις τιμάς εκτός συναγωνισμού - Φώτιος Πουλιανάκης.
Τα δέρματα ήταν πολύτιμα και αναγκαία. Στην εφημερίδα “Ανόρθωση” στις 8-2-1940, κοινοποιείται μια αγορανομική διάταξη προς τους γενικούς διοικητές, νομάρχες, εισαγγελείς, τράπεζες, τελωνεία κλπ., που όλοι οι εμπλεκόμενοι με τα δέρματα πρέπει να δηλώσουν τις ποσότητες τις οποίες κατέχουν.
Πώς όμως γινόταν η επεξεργασία των προβιών; Πώς έφτανε κάθε ταμπάκης σ’ αυτό το σποτέλεσμα; Πώς κατέληγε το δέρμα στα χέρια του;
Οι προβιδάδες, ή τρυγηδάδες, γύριζαν από χωριό σε χωριό, για ν’ αγοράσουν τις αποξηραμένες προβιές, τις οποίες έφερναν στο ταμπακαριό. Η πρώτη φάση κατεργασίας ήταν η πρόδεψη, όπου ρίχνονταν οι προβιές στις γούρνες με νερό και διάλυμα ποτάσας, προκειμένου να μαλακώσουν, αλλά και να φύγουν οι ακαθαρσίες. Ύστερα, τις άπλωναν για να στεγνώσουν και στη συνέχεια τις έβαζαν στο ασβεστόνερο σε άλλες δεξαμενές, για 6-8 μέρες για να φύγουν οι τρίχες και να μαλακώσουν περισσότερο. Τα αποτριχωμένα δέρματα τα έβαζαν 2 με 3 μέρες στις σκάφες που υπήρχε χλιαρό νερό με διαλυμένα περιττώματα σκύλων. Τα περιττώματα παλιά τα μάζευαν από τους δρόμους και τα πουλούσαν στα ταμπακαριά. Αργότερα, αντί για κόπρανα σκυλων έβαζαν θειϊκή αμμωνία. Η απασβέστωση λεγόταν σαμάς. Μετά έριχναν αλάτι και θειϊκό οξύ, σπίρτο όπως το έλεγαν, για να ανοίξουν οι πόροι του δέρματος. Η δεύτερη φάση ήταν η δέψη, που διαρκούσε 7 μήνες περίπου για τα βοδινά δέρματα και για τα κατσικίσια δέρματα 15 μέρες. Η δέψη γινόταν με διάφορα φυτικά υλικά που περιείχαν την τανίνη σαν ουσία. Τέτοια υλικά ήταν τα βελανίδια, το πεύκο, ο σχίνος, η ρίζα του πρίνου και ο φλοιός καστανιάς. Μετά από όλα αυτά, τα δέρματα καθαρίζονταν ξανά και λαδώνονταν με χοιρινό λίπος ή ψαρόλαδο. Ο βυρσοδέψης τα έστρωνε πάνω στο μεγάλο πάγκο, τα περνούσε με το στρωτηράκι και τα κρεμούσε συνήθως γύρω στις δυο μέρες, ανάλογα και με τι καιρό έκανε, για να στεγνώσουν. Το λόγο μετά τον είχε η σκιφιστική μηχανή για να τα κάνει ισόπαχα. Ακολουθούσε στη συνέχεια το βάψιμο, ή ο βυρσοδέψης πολλά απ’ αυτά τ’αφηνε να έχουν το φυσικό τους χρώμα.
Εδώ όμως έφθανε η ώρα της δικαίωσης του ταμπάκη. Έβλεπε τον κόπο του ότι δεν πήγε χαμένος, καμάρωνε για το προϊόν του το οποίο το πουλούσε στους τσαγκάρηδες αλλά και στους άλλους ενδιαφερόμενους ν’ αγοράσουν δέρματα. Και τι δεν γινόταν μ’ αυτά τα δέρματα! Παπούτσια, τσάντες, πορτοφόλια, χαλιά, ρούχα δερμάτινα. Ο κάθε βυρσοδέψης ήταν αναγκασμένος να υποφέρει πολλά. Να κουράζεται υπερβολικά, αντιμετωπίζοντας τις υπερβολικές αναθυμιάσεις, τη μόνιμη υγρασία, την καθημερινή δυσοσμία. Μια δουλειά ανθυγιεινή.
Σήμερα έχει μειωθεί πάρα πολύ και ελάχιστοι ταμπάκηδες ασχολούνται με το επάγγελμά τους. Οι Κινέζοι έχουν μπει δυναμικά στην αγορά, ανεξάρτητα από την ποιότητα των προϊόντων τους. Μπορούν να πουλάνε σε εξευτελιστικές τιμές τα διάφορα “δερμάτινα” είδη τους. Από τους πιο γνωστούς ταμπάκηδες της πόλης μας είναι ο Κωνσταντίνος Τσίχλας και τα παιδιά του Νίκος και Γιώργος Τσίχλας, που μέχρι τελευταία εκπροσωπούσαν το επάγγελμα αυτό. Σήμερα στο ταμπακαριό τους που δεν λειτουργεί πια, βλέπει κανείς τα μηχανήματα και όλα τα σχετικά εργαλεία που χρησιμοποιούσαν οι τεχνίτες για να φθάσουν στο επιθυμητό αποτέλεσμα, την τέλεια κατεργασία τους δηλαδή.
Το βυρσοδεψείο του Κωνσταντίνου Τσίχλα, άρχισε να λειτουργεί από το 1936. Ούτε η περίοδος της Κατοχής μπόρεσε να το σταματήσει και μέχρι πρόσφατα λειτουργούσε ασταμάτητα.
Είχα την τύχη να μιλήσω με τον εγγονό του, τον Κώστα Τσίχλα, γιό του Γεωργίου Τσίχλα, ο οποίος μου είπε πάρα πολλά. Μου μίλησε για τον παππού του, τον πατέρα του και το θείο του, για τον ίδιο που μεγάλωσε στο ταμπακαριό τους, για τις συνθήκες δουλειάς και φυσικά για τη σημερινή πραγματικότητα, την εποχή της Κινέζικης προσφοράς, την εποχή του νάιλον και της ψευδοδερματίνης.
Θέλω να τον ευχαριστήσω από καρδιάς.
Αυτά ήταν τα βυρσοδεψεία της πόλης μας, τα ταμπακαριά του Μεγάλου Κάστρου. Εμείς απλά τα θυμούμαστε, τα παιδιά μας ίσως να μην τα γνωρίσουν καθόλου. Κι εδώ θα πρέπει η Πολιτεία πριν καλά - καλά ισοπεδωθούν από την σύγχρονη και καταστροφική μανία κάποιας μπουλντόζας, να διατηρήσει κάποιους τέτοιους χώρους, ως μουσεία! Απλά για να θυμούνται οι παλιότεροι και να μαθαίνουν οι νέοι!
ΠΗΓΗ - ΠΑΤΡΙΣ
ΑΡΘΡΟ - ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΣΑΒΒΑΣ
0 Comments:
Δημοσίευση σχολίου