Mε το ελληνικό νησί της Κρήτης η Κύπρος είχε αναπτύξει επαφές και σχέσεις από τα πανάρχαια χρόνια.
Ο πολιτισμός της αρχαίας Κρήτης αρχίζει από το 6000 π.Χ. περίπου (Νεολιθική περίοδος), έφθασε δε στην ακμή του κατά την Μινωική περίοδο, που χωρίζεται σε τρεις φάσεις: Πρωτομινωική (2800-2200 π.Χ.), Μεσομινωική (2200-1700 π.Χ.) και Υστερομινωική (1700-1450 π.Χ.).
Η Μινωική περίοδος χαρακτηρίζεται ως η «χρυσή εποχή» του Κρητικού πολιτισμού, τερματίστηκε δε στα μέσα του 15ου π.Χ. αιώνα με μια ολοκληρωτική καταστροφή που πιθανώς προήλθε από φοβερούς σεισμούς ή από έκρηξη του ηφαιστείου της Σαντορίνης κατά τον καθηγητή Μαρινάτο. Στη συνέχεια εγκαταστάθηκαν στο νησί Αχαιοί άποικοι, που κυριάρχησαν μέχρι τα τέλη του 12ου π.Χ. αιώνα. Οι Δωριείς, που εκτόπισαν τότε τους Αχαιούς από την Πελοπόννησο, κυριάρχησαν και στην Κρήτη. Αργότερα το νησί κατακτήθηκε από τους Ρωμαίους και στη συνέχεια περιήλθε στους Βυζαντινούς.
Κατά διαστήματα δέχθηκε επιδρομές και κατακτήθηκε από τους Άραβες (7ος-8ος μ.Χ. αιώνας και 10ος μ.Χ. αιώνας) που όμως τελικά εκδιώχθηκαν από τον Νικηφόρο Φωκά (960-961). Το 1211 η Κρήτη περιήλθε στην κυριαρχία των Βενετών, μέχρι το 1669, οπότε κατελήφθη από τους Τούρκους. Κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας έγιναν αρκετές εξεγέρσεις, περιλαμβανομένης και της συμμετοχής του νησιού στην επανάσταση του 1821, που όμως αν και συνεχίστηκε μέχρι το 1830, δεν κατέληξε στην απελευθέρωση. Από το 1831 μέχρι το 1840 η Κρήτη κατεχόταν από τον Μωχάμετ Άλι της Αιγύπτου, στη συνέχεια δε επανήλθε στην κυριότητα των Τούρκων.
Ακολούθησαν επαναστάσεις με στόχο την ένωση του νησιού με την Ελλάδα, το 1858 (αναίμακτη), το 1866, το 1878, το 1889, το 1895-97. Οι προσπάθειες των Κρητών για ένωση συνεχίστηκαν, με την εμπλοκή κατά καιρούς και των μεγάλων δυνάμεων, τελικά δε το νησί κατόρθωσε να ενωθεί με την Ελλάδα το 1912.
Εμπορικές επαφές της Κύπρου με την Κρήτη φαίνεται ότι άρχισαν από την περίοδο της Πρώιμης Χαλκοκρατίας III (2000-1850 π.Χ.), δηλαδή, με τον κρητικό διαχωρισμό, κατά την Μεσομινωική περίοδο (2200-1700 π.Χ.), οπότε Κρήτες έμποροι ταξίδευαν μέχρι την Ουγκαρίτ στις ανατολικές ακτές της Μεσογείου, ασφαλώς δε η Κύπρος εχρησιμοποιείτο ως ενδιάμεσος γι' αυτούς σταθμός. Στην Κύπρο πήλινα και χάλκινα κυρίως αντικείμενα που βρέθηκαν σε τάφους κατά μήκος της βόρειας ακτής της, μαρτυρούν επαφές με την Κρήτη.
Το πολύτιμο μέταλλο του χαλκού, που παραγόταν άφθονο στην Κύπρο, ήταν η κύρια αιτία των επαφών αυτών, όπως και αρκετών άλλων εμπορικών δραστηριοτήτων των Κυπρίων με κατοίκους γειτονικών χωρών (Συρία, Παλαιστίνη, Αίγυπτος, Μικρά Ασία).
Μεταξύ των ευρημάτων που αποδεικνύουν τις επαφές Κύπρου - Κρήτης, είναι και το περίφημο «καμαραϊκό» κύπελλο που βρέθηκε στο χωριό Κάρμι*, σε τάφο των αρχών της Μέσης Χαλκοκρατίας (ή Μεσομινωική II περίοδος). Επίσης σε τάφους της Λαπήθου και άλλων περιοχών της βόρειας Κύπρου βρέθηκαν αγγεία της Μεσομινωικής περιόδου, εισαγμένα από την Κρήτη, καθώς και άλλα της Υστερομινωικής περιόδου (από τάφους στην Μόρφου και αλλού).
Ευρήματα στην Κρήτη, στην Κύπρο και στη Συρία αποδεικνύουν συχνές επαφές σε μια γραμμή εμπορική μεταξύ της Κρήτης και της Ουγκαρίτ στη Συρία, με ενδιάμεση την Κύπρο. Στην Κύπρο τα κρητικά καράβια μετέφεραν είδη κεραμικής και μεταλλοτεχνίας, αναχωρούσαν δε με φορτία χαλκού. Ιδιαίτερα πυκνές ήσαν οι εμπορικές αυτές δραστηριότητες κατά τον 16ο π.Χ αιώνα. Περί τα τέλη του 16ου π.Χ. αιώνα εισήχθη στην Κύπρο κι ένα σύστημα γραφής που είναι συγγενικό προς τη Γραμμική Α' γραφή της Κρήτης.
Το είδος αυτό της γραφής, που δείγματά του σε πήλινες εγχάρακτες πινακίδες βρέθηκαν στην Έγκωμη αλλά και αλλού στην Κύπρο, όπου βρισκόταν σε χρήση και μεταγενέστερα, είναι γνωστό ως Κυπρομινωική γραφή. Παρ' όλες τις προσπάθειες όμως, δεν έχει γίνει μέχρι σήμερα κατορθωτή η αποκρυπτογράφηση της γραφής αυτής. Ωστόσο η συγγένεια της Κυπρομινωικής γραφής με την Κρητική γραφή αποτελεί μια ακόμη σοβαρή μαρτυρία των επαφών των δυο νησιών. Κατά τον Β. Καραγιώργη (Ἀρχαία Κύπρος, 1978, σσ. 51-52), «οι Κύπριοι δεν είχαν στενή και απευθείας επικοινωνία με την Κρήτη, όσο μπορούμε να κρίνουμε από τη σπανιότητα κυπριακών αντικειμένων στην Κρήτη που χρονολογούνται γύρω στα 1500 π.Χ.
Φαίνεται πως οι Κρήτες έμποροι έπαιρναν τον χαλκό από την Κύπρο με τα καράβια τους που διέσχιζαν την Ανατολική Μεσόγειο για το εμπόριο με την κοσμοπολίτικη συριακή πόλη Ουγκαρίτ. Στην πόλη αυτή είχαν εμπορική αποικία και οι Κύπριοι και οι Κρήτες και εκεί φαίνεται πως θα έγινε η πρώτη επαφή, που είχε για αποτέλεσμα τον δανεισμό της γραφής από τους Κρήτες, γιατί οι Κύπριοι δεν είχαν δική τους γραφή».
Η δεύτερη φάση της κυπριακής περιόδου της Ύστερης Χαλκοκρατίας αρχίζει περί τα 1400 π.Χ. και συμπίπτει με την επικράτηση των Μυκηναίων - Αχαιών στην Κρήτη και στο Αιγαίο γενικότερα. Οι Μυκηναίοι έμποροι εγκαθίστανται και στην Κύπρο, μέσω δε αυτών συνεχίζονται οι επαφές Κύπρου - Κρήτης, εκτεινόμενες μέχρι την Πελοπόννησο και το Αιγαίο πέλαγος.
Η κάθοδος των Δωριέων προς την Πελοπόννησο, την Κρήτη και άλλα αιγαιοπελαγίτικα νησιά, δεν έφθασε μέχρι την Κύπρο. Οι εκτοπισμένοι όμως Αχαιοί, τόσο από την Πελοπόννησο όσο κι από την Κρήτη, αποίκησαν την Κύπρο στην οποία κι εγκαταστάθηκαν, περί τον 12ο π.Χ. αιώνα. Η εγκατάσταση στην Κύπρο προσφύγων από την Κρήτη, σήμαινε και την εισαγωγή στην Κύπρο της κρητικής τέχνης, των εθίμων και της θρησκείας.
Σε πολλά αρχαιολογικά ευρήματα της περιόδου αυτής σε διάφορα μέρη της Κύπρου, διακρίνεται η κρητική επίδραση. Στην κεραμική, κυρίως, φαίνονται επιδράσεις του υστερομινωικού ρυθμού, ενώ στον τομέα της θρησκείας η κρητική θεά με τα υψωμένα χέρια επιδρά στις παραστάσεις της κυπριακής θεάς της γονιμότητας.
Κατά τους Ιστορικούς χρόνους, οι επαφές μεταξύ της Κύπρου, της Κρήτης και του Αιγαίου πυκνώνουν, όπως και οι επαφές με την Αθήνα και όλον γενικά τον ελληνικό χώρο, κατά την Κυπρο-Γεωμετρική περίοδο (1050-725 π.Χ.), η δε Κύπρος είναι πλέον οργανωμένη σε πόλεις - βασίλεια.
Στη συνέχεια, πέρα από τα αρχαιολογικά ευρήματα, έχουμε πλέον και τις φιλολογικές αναφορές και μαρτυρίες.
Ο μύθος της Αμυκής ή Κιττίας, κόρης του βασιλιά Σαλαμίνου των Κυπρίων, την οποία νυμφεύθηκε ο Κάσος*, ο γιος του Ινάχου που εγκαταστάθηκε στη Συρία μαζί με λαό από Κρήτες και Κυπρίους, διασώζεται από τον Μαλάλα (Χρονογραφία, 8.256). Ο μύθος δεν φαίνεται άσχετος με διακινήσεις Κυπρίων και Κρητών στη Συρία, της οποίας την κοιλάδα Αμκ συμβολίζει η Κυπρία Αμυκή.
Σε διάφορες περιπτώσεις κατά την Αρχαιότητα, αναφέρεται ότι τόσο Κύπριοι όσο και Κρήτες μισθοφόροι πολέμησαν μαζί. Κατά τα Ελληνιστικά χρόνια Κρήτες βρίσκονταν εγκατεστημένοι στην Κύπρο όπου είχαν και τη δική τους οργάνωση, το «Κοινόν Κρητών».
Μετά το τέλος της Αρχαιότητας, οι σχέσεις Κύπρου και Κρήτης εντάσσονται στις γενικότερες σχέσεις τμημάτων του Ελληνικού κόσμου. Κατά τα νεότερα χρόνια αναφέρουμε μόνο ότι η Κύπρος και η Κρήτη συχνά αναφέρονται ως αδελφές. Στις διάφορες κρητικές επαναστάσεις για ελευθερία, του 19ου αιώνα, Κύπριοι εθελοντές πήγαν στην Κρήτη όπου και πολέμησαν. Σήμερα, οι Κρήτες και οι Κύπριοι αισθάνονται συνδεδεμένοι μεταξύ τους με συγγενικούς δεσμούς.
http://www.polignosi.com/
0 Comments:
Δημοσίευση σχολίου