Φωτογραφία: Νικόλας Λουκάκης
Αφήσαμε τ’ ασπρόρουχα στο σκοινί
εκεί κρύβονται οι ψυχές λένε, τέτοιες μέρες, τού καλοκαιριού,
ανάμεσα στα κουμπιά, σε ραφές και στις παλιές δαντέλες,
κρύβονται από τον άλικο ήλιο
μανταρισμένες ψυχές περάτες τού Αχέροντα.
Μαζώχτηκαν γυναίκες πολλές
το λευκό πουκάμισο ανέμιζε στα μανταλάκια,
σκούριασαν τα συρματοπλέγματα στο Τσεροβέτσι
ησύχασαν οι σάλπιγγες στο Σκηταριό
τα ματωμένα χνάρια στις πέτρες τής Βελίκας σβήστηκαν,
κόπασε ο παραλογισμός τού ηρωισμού ως το θάνατο,
στις οβίδες φύτεψαν λουλούδια στον Τσαμαντά
το στάρι αθέριστο
το τραγούδι κατέβηκε από την Ταβέρα,
Δεροπολίτικο παράπονο…
« Άιντε καλώς, μωρέ, καλώς ανταμωθήκαμαν,
να κλάψομε τα ντέρτια μας
και τα παράπονά μας, μωρέ παιδιά καημένα…»
Διακονήσαμε τα παλιά μοιρολόγια
με καινούρια δάκρυα,
με λόγια ξεχασμένα σε αλαζόνες καιρούς,
τούτα τα νιάτα δεν λες ρίξανε ρίζες στα ξένα χώματα
τούτα τα νιάτα τ’ αδικοχαμένα θρέψανε ρίζες
σήκωσαν μπόι τα έρημα δέντρα
κι αναστήθηκαν φυλλωσιές και κλαδιά
να ξαποσταίνουν τ’ αγρίμια
να βρίσκει ο άνεμος αιτία να σταθεί
να κελαηδούν τα πουλιά…
« Να 'χα, μωρέ, να 'χα τον ουρανό χαρτί,
και τη θάλασσα μελάνι, και ακόμα δε με φτάνει…»
Μουρμουρίζει ψιθυριστά, αργά – αργά
άξαφνα στυλώνει το βλέμμα,
σαβανωμένος ίσκιος αχνοτρέμει στη βρύση
δεν πρόλαβε ο δόλιος να ξεδιψάσει,
κλαίει διπλωμένη στα δυο
πάνω στα ξερά χόρτα και τ’ αγκάθια
η μνήμη γδύνει τη ζωή, κυλάει το αίμα,
κυλάει παγωμένος κι ο ιδρώτας στο μέτωπο,
το σκουπίζει με το μαντίλι της.
«Αλησμονώ και χαίρομαι θυμιούμαι και δακρύζω…»
Ύστερα από τόσα χρόνια γυρεύει ενθύμια
ένα λιωμένο φυλαχτό, ένα σταυρουδάκι, ένα γράμμα,
μια φωτογραφία κι ας μην τά ’χει ανάγκη για να θυμάται
εδώ η θύμηση φυτρώνει στα ματοτσίνορα
κραυγή απ’ τη γη, μέσα βαθιά
κραυγή ίσαμε τα ξέφτια του ήλιου…
«Τό 'μαθες μωρ' δόλια μάνα, μωρ' γιαλένια, κρουσταλλένια
τι έχει γίνει στην Μουργκάνα, μωρή, κόρη διαμαντένια…»
Κι από εδώ κι από εκεί το ίδιο
σφυρίζει το ξεροβόρι,
άγριος, ασύνορος ο αέρας, δεν γνωρίζει
τούτος ο αέρας ξυπνά τις λύπες ολονών
και τα κρίματα.
Ζεστό ακόμη το χώμα,
θαρρείς και τόσες ανάσες δε σβήσανε
ούτε με τις μπόρες, ούτε με τα χρόνια
θαρρείς γι’ αυτό υψώνουν
πράσινα λάβαρα τα κυπαρίσσια.
«Μ’ έμασε, γιε μ’ ο πόνος σου, μ’ έπνιξε ο καημός σου...»
Γονατιστή η βάβω
πάνω στα φύλλα τής καρυδιάς,
με την καρδιά να τρέμει, τη φλόγα στο βλέμμα,
στα χέρια το πρόσφορο, το μαχαίρι στο σοφρά,
«θ’ ανταμώσουμε τάχατε μια μέρα», συλλογίζεται
πριν αγγίξει το αχ ουρανό…
«Εγώ είμαι ’κείνη που ζητάς μαυροπαλίκαρό μου
εμένα μ’ έλιωσε ο καημός κι εσένανε το χώμα…»
Αρμπαρόριζα καίει τον ουρανίσκο,
διάβηκε ο καιρός
καλές ,κακές πέρασαν και οι πραμάτειες μαζί του
ένα κομμάτι σύννεφο απόμεινε φορτωμένο βροχή,
ανάμεσα στις ρυτίδες ταξιδεύει σιωπηλά,
οι ραγισμένες πέτρες ποτίστηκαν
και τα μνήματα γέμισαν τριαντάφυλλα.
«Ανάμεσα τρεις θάλασσες τριανταφυλλάκι κόκκινο,
πύργος θεμελιωμένος νεράντζι και λεϊμόνι…»
Παραδίπλα η κόρη βρίσκει άλλες λέξεις
θυμαρίσιο το μέλι τής ζωής,
στα χείλη της ξορκίζει τόσο θάνατο
που κουβαλούν τα μάτια.
Στη γλώσσα τής πικροδάφνης ξεφαντώνει η αγάπη
είπαμε τραγούδια,
κρατώντας
το φιλί μέχρι το ξημέρωμα.
«Στης πικροδάφνης τον ανθό έγειρα ν’ αποκοιμηθώ…»
Ύστερα σώπασε το κλαρίνο
κίνησαν τ’ αηδόνια αγαλιανά στον ποταμό
οι πεταλούδες στροβιλίζονται στο ρέμα, χρυσά φτερά,
η κόρη ορθή μετρούσε από μέσα της τα βήματα
και τους αλειτούργητους έρωτες
μαλλιά σγουρά, μαύρα μαλλιά σε ξένο παραθύρι…
«Πέρασα σ' ένα γεφύρι βλέπω μια στο παραθύρι
με τη μάνα της μαλώνει και βαριά τη βαλαντώνει…»
Μάνα ακούστηκε,
τ’ ασπρόρουχα τινάχτηκαν στο σκοινί,
το σκοινί παγίδα των αθώων
οι στοιχειωμένες ψυχές αρνούνται
δεν περιμένουν παράδεισο…
Μάνα, ξανακούστηκε δεύτερη φορά
τα σκυλιά αλύχτησαν στην Πόβλα
ένα ουρλιαχτό στου Λια, λύκος θά ’τανε,
χορτασμένα τα όρνια πέταξαν κατά τη Λεσινίτσα.
Μάνα φώναξαν απ’ τα σπλάχνα τής γης,
τα σκουριασμένα κλειδιά έτριξαν
το ποτάμι γύρισε πίσω,
μάνα Μουργκάνα στα έρημα πολυβολεία
μάνα Μουργκάνα
μάνα Μουργκάνα αντήχησε ο λόγγος…
Άδειασαν τα μάτια,
αμίλητες πόσες στιγμές μαζώχτηκαν
αδέξιο το χέρι στον αποχωρισμό
άδειασε και η ασημόκουπα
χοντρές σταγόνες κρασί, σκούρο κεχριμπάρι,
πήραν να σκοτεινιάζουν τα περάσματα
ο τόπος μύρισε
βασιλικό και δυόσμο.
Ανοίγουν κάποτε οι ουρανοί
και καθρεφτίζονται τα πέτρινα γεφύρια.
«Με τούτη (ν') ασημόκουπα, μωρέ, θέλω να πιω πέντ' έξι,
κι αν δε μεθύσω κόρη μου, μωρέ, κέρνα μ' όσο να φέξει…»
Αύριο, εν ονόματι της αγάπης
Ζωή Δικταίου
.
Φιλιάτες 18 Ιουνίου 2019
0 Comments:
Δημοσίευση σχολίου