«Οι πέτρες και οι βράχοι στα άδεια σπιτάκια κρύβουν και δεν φανερώνουν την κόλαση του χθες, τα μοιρολόγια και τις κραυγές από τους πόνους στο σώμα των εκατοντάδων αρρώστων»
Το νησί βρίσκεται στην Κρήτη, στην περιοχή Μιραμπέλλου του νομού Λασιθίου. Το αρχαίο όνομά του, ήταν Καλυδών, αλλά μετά την κατάληψη του από τους Ενετούς ονομάσθηκε Σπιναλόγκα (Μακρά άκανθα).
Άρχισε να οχυρώνεται το 1574 από τους Ενετούς όταν οι Τούρκοι είχαν καταλάβει την Κύπρο και οι Ενετοί καταλάβαιναν ότι σε λίγο θα ερχόταν και η σειρά της Κρήτης.
Μετά την κατάληψη της Κρήτης το 1649 από τους Τούρκους, η Σπιναλόγκα έμεινε ακόμη στα χέρια των Ενετών έως το 1715.
Το νησί κατελήφθη από τους Τούρκους το 1715 και κατοικείτο από Μουσουλμάνους. Στα μέσα του 19ου αιώνα ο αριθμός των κατοίκων αυξήθηκε εφ’ όσον το νησί αποτέλεσε κοιτίδα εμπορίου.
Μετά το 1898 οι περισσότεροι κάτοικοι εγκατέλειψαν το νησί. Από το 1903 χρησιμοποιήθηκε ως Λεπροκομείο, όπου μεταφέρθηκαν οι πρώτοι 251 λεπροί (Κρητικής καταγωγής), που λόγω αφ΄ενός της αποκρουστικής όψης τους και αφ’ ετέρου της μεταδοτικότητας της ασθένειας πρωτύτερα κατοικούσαν εξορισμένοι και απομονωμένοι από την τοπική κοινωνία στις απόμακρες παρυφές των πόλεων, σε μέρη τα οποία ονομάζονταν “μεσκηνιές”.
Οι συνθήκες ήταν σκληρές αν αναλογιστούμε πως δεν υπήρχε κατάλληλη φαρμακευτική αγωγή ενώ ο ιός της λέπρας ήταν μεταδοτικός και δεν θεραπευόταν.
Μετά το 1913 μεταφέρθηκαν σταδιακά ασθενείς προερχόμενοι από την υπόλοιπη Ελλάδα αλλά και από άλλες χώρες του εξωτερικού, αυξάνοντας τον αριθμό των ασθενών στους 1000. Η Σπιναλόγκα μετατράπηκε εκείνη την περίοδο σε “Διεθνές Λεπροκομείο”.
Αρχικά η ζωή τους ήταν άθλια. Η Σπιναλόγκα είναι μια απέραντη τρώγλη, ένα νεκροταφείο υπό προθεσμία, χωρίς την παραμικρή οργάνωση, χωρίς φαρμακευτική αγωγή για τους νοσούντες, χωρίς ελπίδα. Πολλοί πέθαιναν «ζωντανοί» με φρικτούς πόνους, παραμορφωμένοι και διαμελισμένοι.
Παρ΄όλες τις αντιξοότητες, αυτές οι ανθρώπινες ψυχές όχι μόνο δεν το έβαλαν κάτω αλλά ανέπτυξαν μια ιδόρρυθμη κοινωνικότητα με δικούς τους κανόνες και αξίες. Παντρεύτηκαν μεταξύ τους, (παρ’ όλο που απαγορευόταν λόγω της ασθένειάς τους) και απέκτησαν παιδιά (μερικά από αυτά υγιή). Δημιούργησαν καφενεία, τα οποία εκμεταλλεύονταν οι ίδιοι.
Με ένα μικρό επίδομα που τους έδωσε η Πολιτεία αγόραζαν τα αναγκαία τρόφιμα από ένα μικρό παζάρι που στηνόταν στην είσοδο του νησιού από ντόπιους παραγωγούς οι οποίοι πληρώνονταν με ειδικά απολυμασμένα χρήματα. Οσοι είχαν δυνάμεις καλλιέργησαν κηπευτικά και ασχολήθηκαν με το ψάρεμα.
Το 1948 ανακαλύφθηκε στην Αμερική το φάρμακο που θεράπευε τον ιό της λέπρας. Από το 1948 έως το 1957 ο αριθμός των ασθενών της Σπιναλόγκας μειώθηκε δραστικά. Αλλοι ασθενείς θεραπεύθηκαν και επέστρεψαν στις ιδιαίτερες πατρίδες τους.
Αλλοι (20 βαριά ασθενείς) μεταφέρθηκαν στην Αθήνα για παρακολούθηση στο ειδικό Νοσοκομείο, το Λοιμωδών νόσων που βρίσκεται στην Αγ. Βαρβάρα στο Αιγάλεω! Οι υπόλοιποι δεν τα κατάφεραν. Η μοίρα ήταν σκληρή μαζί τους!
Μετά την αναχώρηση των τελευταίων ασθενών από το νησί (1957) το νησί εγκαταλείφθηκε, παρέμεινε ακατοίκητο για αρκετά χρόνια και έτσι σημαντικά ιστορικά στοιχεία χάθηκαν. Τα περισσότερα από τα κτήρια του Λεπροκομείου κατεδαφίστηκαν. Φαίνεται πως οι άνθρωποι δεν ήθελαν να έχουν θλιβερές αναμήσεις από το πρόσφατο παρελθόν τους
Η κατάσταση αυτή αρχίζει ν αλλάζει από το 1936, έτος άφιξης στη Σπιναλόγκα του ασθενούς Επαμεινώνδα Ρεμουνδάκη, τριτοετούς φοιτητή της Νομικής, ο οποίος ιδρύει την «Αδελφότητα Ασθενών Σπιναλόγκας» και αγωνίστηκε τα χρόνια που ακολούθησαν για την καλυτέρευση των συνθηκών διαβίωσης των ασθενών.
Ο Ρεμουνδάκης με το κλείσιμο της Σπιναλόγκας το 1957 νοσηλεύτηκε στο Λεπροκομείο της Αγ. Βαρβάρας.
Σήμερα η Σπιναλόγκα έχει χαρακτηριστεί αρχαιολογικός χώρος και κάποια κτίρια αναστηλώνονται. Θεωρείται τουριστικός προορισμός για ημερήσιες εκδρομές και κολύμπι.
Τη Σπιναλόγκα επισκέπτονται πάνω από 400.000 άνθρωποι, αριθμός που τη φέρνει στους πέντε πρώτους βυζαντινούς – μεταβυζαντινούς αρχαιολογικούς χώρους της Ελλάδας. Παρ΄όλα αυτά κάποια ερείπια, απομεινάρια άλλων εποχών μένουν για να θυμίζουν αυτούς τους ανθρώπους.
Το βιβλίο της Βικτόρια Χίσλοπ έβαλε ταφόπλακα στην απομόνωση! Με κέντρο αναφοράς τη Σπιναλόγκα, η Βρετανίδα συγγραφέας Βικτόρια Χίσλοπ έγραψε το μυθιστόρημα «Το Νησί», με το οποίο επιχειρεί να γκρεμίσει την κοινωνική προκατάληψη, το στίγμα του αρρώστου. Το βιβλίο, που έχει μεταφραστεί σε 14 γλώσσες, κάνει «θραύση» στις πωλήσεις που «ξεπερνούν» τις 850.000.
Σπάνια σ’ ένα μνημείο η Ιστορία μιλά τόσο εύγλωττα από τα βάθη των αιώνων. Σπάνια ένα μνημείο κουβαλά στα σπλάχνα του τη σφραγίδα της αρχαίας Ελλάδας, των Σαρακηνών, των Ενετών, των Τούρκων, των Νεοελλήνων».
Αν βρεθείτε στο νησί αναζητείστε αυτά τα ερείπια! Εξερευνείστε τον χώρο και αναλογιστείτε πως σε αυτό το άγονο νησί κάποιες ανθρώπινες ψυχές παρά την αρρώστεια τους, παρά την απομόνωσή τους, εξακολούθησαν να εργάζονται, να κοινωνικοποιούνται, δημιούργησαν οικογένειες και τελικά διεκδίκησαν τα δικαιώματά τους για ένα καλύτερο ΑΥΡΙΟ γιατί αγαπούσαν την ζωή και είχαν δύναμη …..
Περπατώντας στον δρόμο της Σπιναλόγκας, σταμάτησε και κράτησε την αναπνοή σου. Από κάποιο χαμόσπιτο τριγύρω σου θα ακούσεις τον απόηχο από κάποιο μοιρολόγι μιας μάνας, μιας αδελφής ή τον αναστεναγμό ενός άνδρα. Αφησε δύο δάκρυα από τα μάτια σου και θα δεις να λαμπυρίζουν εκατομμύρια δάκρυα που πότισαν αυτόν τον δρόμο».
Μια συλλογή φωτογραφιών δημοσίευσε η http://www.e-daily.gr από το μακρινό 1935, δείχνει το καθημερινό μαρτύριο των ανθρώπων που βρέθηκαν στο νησάκι-Λεπροκομείο, στην Σπιναλόγκα, που κοινώς ήταν ένα νεκροταφείο ψυχών, που το μόνο που περίμεναν ήταν ή ο θάνατος ή η θεραπεία.
Η Σπιναλόγκα φιλοξένησε τους λεπρούς της Κρήτης κυρίως, από το 1905. Οι υπόλοιποι άνθρωποι αντιμετώπιζαν τους λεπρούς ως μια πηγή μολύνσεων και όχι σαν ανθρώπους, και απέφευγαν ακόμα και να τους κοιτάξουν.
Το 1935, ένας Γάλλος φωτογράφος, ο Rene Zuber, αψήφησε τον κίνδυνο και τις φοβίες των ανθρώπων και φωτογράφησε ολόκληρη της καθημερινότητα στην Σπιναλόγκα. Από το καραβάκι που μετέφερε τρόφιμα, μέχρι και τα πρόσωπα των ανθρώπων, που γεμάτα απόγνωση κοιτάνε τον φακό, με την ελπίδα να μπει ένα τέλος στο βασανιστήριο τους.
Λειτούργησε ως Λεπροκομείο έως το 1957, όταν και οι λεπροί γιατρεύτηκαν με την χρήση αντιβιοτικών φαρμάκων.
Αρχείο του Ινστιτούτου Παστέρ, Georges Blanc Αρχεία Ταμείου (1927)
Τον Σεπτέμβριο του 1927, μετά την παρότρυνση του Georges Blanc, διευθυντής του Ινστιτούτου Παστέρ στην Ελλάδα στην Αθήνα και το Κρητικό γιατρό και βουλευτή Michel Katapotis - μεγάλος υπερασπιστής των λεπρών - Charles Nicolle ήδη διάσημος γιατρός - θα λάβει το βραβείο Νόμπελ το επόμενο έτος - πήγε στην Κρήτη με το γιο του και ο συγγραφέας Georges Duhamel.
Τον Σεπτέμβριο του 1927, μετά την παρότρυνση του Georges Blanc, διευθυντής του Ινστιτούτου Παστέρ στην Ελλάδα στην Αθήνα και το Κρητικό γιατρό και βουλευτή Michel Katapotis - μεγάλος υπερασπιστής των λεπρών - Charles Nicolle ήδη διάσημος γιατρός - θα λάβει το βραβείο Νόμπελ το επόμενο έτος - πήγε στην Κρήτη με το γιο του και ο συγγραφέας Georges Duhamel.
Με την ευκαιρία αυτή θα επισκεφθούν το λεπροκομείο της Σπιναλόγκας νησί, συνοδευόμενος από τον Περιφερειακό Ιατρικό E. Περάκης, Georges Blanc και ο βοηθός του Κ Kaminopetros, Michel Katapotis και διάφορα κρητικά επίσημα στοιχεία.
Προφανώς η μικρή ταινία, ένα απόσπασμα παρουσιάζεται εδώ (ΠΑΘΕ μωρό) πυροβολήθηκε από τον γιο του Nicolle.
Δείτε ζωές και τους θανάτους ενός λεπρού Κρητικοί, μεταφρασμένο από την ελληνική και παρουσιάζεται από τον Maurice Born.
Δείτε ζωές και τους θανάτους ενός λεπρού Κρητικοί, μεταφρασμένο από την ελληνική και παρουσιάζεται από τον Maurice Born.
Ενα εξαιρετικό αφιέρωμα στους Χανσενικούς της Σπιναλόγκας και στα παιδιά που χωρίς να είναι άρρωστα ακουλούθησαν τους γονείς τους παρουσίασε η Μηχανή του Χρόνου
Η λέπρα ήταν μια από τις πιο τρομακτικές ασθένειες της εποχής που οδήγησε σε αποκλεισμό εκατομμύρια ανθρώπους σε ολόκληρο τον κόσμο. Τα γκέτο των λεπρών στην Ελλάδα ξεκίνησαν πρώτα από τις παρυφές των χωριών και στη συνέχεια αναζητήθηκαν χώροι μακριά από την οργανωμένη κοινωνία. Το 1903 η πολιτεία αποφάσισε με νόμο να αποκλείσει τους ασθενείς σε έναν απομονωμένο τόπο. Για τον εγκλεισμό των λεπρών επιλέχθηκε το νησάκι Σπιναλόγκα που βρίσκεται απέναντι από την Ελούντα της Κρήτης.
Ένα σπάνιο ιστορικό φιλμ του 1927 αποτυπώνει τον άγνωστο κόσμο των χανσενικών που δημιούργησαν τη δική τους κοινωνία. Στο ασπρόμαυρο δραματικό φιλμ προβάλλονται αυθεντικά στιγμιότυπα της καθημερινότητας των χανσενικών στη Σπιναλόγκα της Κρήτης. Άνθρωποι με σημαδεμένα τα πρόσωπα από την ασθένεια εμφανίζονται μπροστά στον φακό γεμάτοι απελπισία και θλίψη.
Φτάνοντας στο νησί αντίκριζαν μια πινακίδα που έγραφε:
«‘Ο εισερχόμενος να αποθέσει κάθε ελπίδα’’. Οι νεοφερμένοι ασθενείς οδηγούνταν σε μια ιδιότυπη φυλακή που τους αφαιρούσε κάθε επικοινωνία με τον παλιό τους κόσμο....
Στα πλάνα διακρίνονται κάτοικοι του νησιού από όλες τις ηλικίες, άνδρες και γυναίκες με μωρά στην αγκαλιά. Πολλά από τα παιδιά δεν είχαν νοσήσει, αλλά δεν μπορούσαν να τα αποχωριστούν οι μανάδες τους και τα έπαιρναν μαζί, ενώ άλλα γεννήθηκαν υγιή μέσα στη Σπιναλόγκα από λεπρούς γονείς....
Η νόσος του Χάνσεν, η λέπρα όπως ήταν η κοινή της ονομασία, είχε ως κύρια συμπτώματα τη απολέπιση τις παραμορφώσεις μελών του σώματος. Η εικόνα των ασθενών ήταν τρομακτική και αποκρουστική. Γι΄ αυτό συχνά φορούσαν καπέλα και οι γυναίκες μαντίλες για να κρύψουν τα παραμορφωμένα τους πρόσωπα....
Πολλοί φορούσαν γυαλιά, καθώς η λέπρα κατέστρεφε το οπτικό νεύρο, με αποτέλεσμα να μην αντέχουν το φως του ήλιου. Η ασθένεια οδηγούσε συχνά σε τύφλωση....
Το φιλμ ντοκουμέντο τράβηξε Γάλλος κινηματογραφιστής ο οποίος βρέθηκε στο νησί τον Σεπτέμβριο του 1927, κατά την επίσκεψη ενός Γάλλου νομπελίστα γιατρού, του Τσαρλς Νικόλ, ενός από τους πιο γνωστούς επιστήμονες της εποχής, πρωτοπόρου στην έρευνα για την αντιμετώπιση της νόσου του Χάνσεν.
Ο Νικόλ, διευθυντής του Ινστιτούτου Παστέρ της Τύνιδας, επισκέφτηκε τη Σπιναλόγκα, εξέτασε και συνομίλησε με τους ασθενείς....
Η επίσκεψη του Γάλλου επιστήμονα έγινε με την πρωτοβουλία του Ελευθερίου Βενιζέλου, ο οποίος χρηματοδότησε τόσο ιδιωτικά όσο και ως πρωθυπουργός τις προσπάθειες για να βελτιωθεί η ζωή των ασθενών σε συνεργασία με τον γιατρό από τη Σητεία και στη συνέχεια γερουσιαστή, Μιχαήλ Καταπότη....
Στη Σπιναλόγκα, οι συνθήκες ζωής ήταν ανυπόφορες. Οι εξόριστοι ασθενείς δικαιούνταν ένα μικρό επίδομα μηνιαίως, που συχνά δεν κάλυπτε τη διατροφή και τα φάρμακά τους. Οι κάτοικοι του γκέτο έπρεπε εκτός από την ασθένειά τους να αντιμετωπίσουν και τα προβλήματα της καθημερινότητας και να λειτουργήσουν ομαδικά για να εξασφαλίσουν τα προς το ζην....
Η σημαντική αλλαγή ήρθε τη δεκαετία του 1930 όταν στην Σπιναλόγκα μεταφέρθηκε ο Επαμεινώνδας Ρεμουντάκης. Ο Ρεμουντάκης, που ήταν τριτοετής φοιτητής της Νομικής όταν αρρώστησε, φαίνεται πως ήταν ο άνθρωπος που περίμεναν όλοι οι υπόλοιποι για να διεκδικήσουν ανθρώπινες συνθήκες ζωής.
Ο Ρεμουντάκης οργάνωσε την «αδελφότητα ασθενών Σπιναλόγκας». Αμέσως φρόντισε να βρεθεί ασβέστης για να γίνει η κλασική απολύμανση στις αυλές και στα καλντερίμια.
Σε λίγες μέρες το νησί άλλαξε όψη. Λίγο αργότερα έφτασε και μια ηλεκτροπαραγωγική μηχανή που έδινε ρεύμα για να φωτίζονται οι δρόμοι τη νύχτα. Μετά από ενέργειές του, επισκέφτηκε το νησί ένας οδοντίατρος, που φρόντισε τους ασθενείς....
Στο νησί αναπτύχθηκε σταδιακά μια κοινότητα με καφενείο, κουρείο ακόμα και σινεμά. Από το 1948 και μετά ο αριθμός των λεπρών στη Σπιναλόγκα άρχισε να μειώνεται γιατί τότε ανακαλύφθηκε το πρώτο φάρμακο κατά της φρικτής αυτής ασθένειας. Το Λεπροκομείο έμεινε ανοιχτό μέχρι το 1957, οπότε οι τελευταίοι 20 ασθενείς μεταφέρθηκαν σε λεπροκομείο στην Αθήνα. Στο μεταξύ πολλοί είχαν θεραπευτεί και επέστρεψαν στα σπίτια τους....
0 Comments:
Δημοσίευση σχολίου