Αν θέλουμε να κάνουμε ένα καλό αφιέρωμα στο Αρκάδι με την ευκαιρία της επετείου, χωρίς να βαδίζουμε στα πολύ γνώριμα μονοπάτια της ιστορίας, που δεν μας διδάσκουν πια τίποτα καινούργιο, δεν έχουμε παρά να ανατρέξουμε στις μνήμες του Κώστα Ξεξάκη. Αναφερόμαστε στη μεγάλη αυτή μορφή του Ρεθύμνου, που θα παρουσιάσουμε ξεχωριστά στο αφιέρωμα για την Εθνική Αντίσταση, γιατί αντιπροσωπεύει κάτι από τον πολύτιμο θησαυρό του πνευματικού Ρεθύμνου.
Άλλες από τις εμπειρίες αυτές δημοσίευσε ο Κώστας Ξεξάκης στον τοπικό τύπο και άλλες κατέθεσε στον Αντώνη Σανουδάκη, στον οποίο είχε αρχίσει από τις 20 Αυγούστου του 1994, να υπαγορεύει τα απομνημονεύματά του. Αυτές τις μαρτυρίες εντοπίσαμε στο αρχείο της εφημερίδας «Πατρίς» του Ηρακλείου με την επιμέλεια του συναδέλφου Αλέκου Ανδρικάκη. Είχε πει μεταξύ άλλων ο συμπολίτης λόγιος και καθηγητής στον Αντώνη Σανουδάκη.
Όλη η κουβέντα για το Αρκάδι
«Στο σπίτι µας, στα Καψαλιανά, έφταναν συχνά συγγενείς, χωριανοί και άλλοι Μυλοποταµίτες γνωστοί του πατέρα µου, που επορεύοντο προς το Ρέθυμνο, αλλά επειδή η απόσταση ήτο μεγάλη, διανυκτέρευαν, μεσόστρατα, στο σπίτι µας, και την άλλη μέρα έφθαναν στο Ρέθυμνο. Έτρωγαν, έπιναν και εβεγγέριζαν, και, συχνότατα, η κουβέντα ήτανε «πες µας για το Αρκάδι τουλόγουσου που ξέρεις πολλά».
Έτσι, εγώ παιδί, από μικρό άκουγα να ιστορεί την ανατίναξη τ' Αρκαδιού. Και κάποτε σκέφτηκα να ρωτήσω τον πατέρα µου -«Μα πώς τα ξέρεις τόσα πράγματα για το Αρκάδι;», «Δυο χρόνια που έμενα στου Παϊσιου το κελί, όταν επρόκειτο να γίνω καλόγερος, δεν άκουγα τίποτε άλλο παρά εκείνον να δηγάται όσα είδε και έζησε τότε στο Αρκάδι». Όσοι καλόγεροι πιάστηκαν ζωντανοί, δεν τους εκτέλεσαν οι Τούρκοι.
Και μια λεπτομέρεια: όλους που πιάστηκαν ζωντανοί, οι Τούρκοι το βράδυ της 9ης Νοεμβρίου τους μετέφεραν στην απέναντι τοποθεσία στο Μετοχάκι, και καθώς περνούσαν μέσα από το δασωμένο φαράγγι πηγαίνοντας προς τα εκεί, ο Παρθένιος και ο Παΐσιος, που ήξεραν καλά τα κατατόπια, τρύπωξαν στο πυκνό δάσος και διέφυγαν».
Άγνωστα περιστατικά
Πολλά είναι τα περιστατικά που θα είχα να σας αναφέρω για το Αρκάδι.
Ένας Τούρκος, λέει, -μετά την κατάληψη τ' Αρκαδιού παρακολουθούσε κάτι περιστέρια που πετούσαν πάνω από την Εκκλησία. Σημάδεψε, λοιπόν, ένα και του έριξε. Το περιστέρι φάνηκε να πέφτει ανάμεσα στο κοίλωμα που είναι στα δύο κλίτη της Εκκλησίας. Για να βεβαιωθεί ο Τούρκος ότι σκότωσε το περιστέρι, ανέβηκε στη στέγη κι εκεί εκρύβετο κάποιος που ήταν βέβαια ζωντανός. Ήταν άτυχος. Ο Τούρκος τον εσκότωσε.
Ο θάνατος του Γούμενου
Για το θάνατο του Γουμένου αλήθεια και πόσα δεν θα είχαμε να πούμε:
Όταν είχαν μπει ήδη οι Τούρκοι μέσα στην αυλή του Μοναστηριού και είχε αρχίσει η άγρια σφαγή, πολλοί από τους ανθρώπους που ήσαν στην αυλή κοντά στο κελί του Γούμενου Γαβριήλ, άρχισαν να φωνάζουν διαμαρτυρόμενοι εναντίον του Γούμενου ότι αυτός φταίει και κλειστήκανε στο Αρκάδι και τώρα θα τους σφάξουνε οι Τούρκοι και άλλα πολλά λόγια εναντίον του.
Ο Γούμενος ασφαλώς άκουσε πολλά απ' αυτά τα λόγια. Θα σκέφθηκε ασφαλώς ότι, κατά κάποιο τρόπο, επήρε στο λαιμό του τόσους ανθρώπους. Αλλά είναι σίγουρο ότι θα είχε υπόψη του και τι τον περιμένει, εάν τον πιάσουν οι Τούρκοι ζωντανό. Το γδάρσιμο του Δασκαλογιάννη στο Ηράκλειο ήταν πασίγνωστο στην Κρήτη.
Γνωστό είναι ότι τον έγδερνε ένας αράπης, αρχίζοντας από το πρόσωπό του κι ένας άλλος κρατούσε ένα καθρέπτη, για να βλέπει τα χάλια του. Ακούγονταν η κακή ευχή: «απού να σε γδάρουνε σαν το Δασκαλογιάννη». Και ο Γούμενος σκεπτότανε το δικό του γδάρσιμο…
Τη συνέχεια την άκουσα σχεδόν από πρώτο χέρι.
Ο μικρόσωμος Αδαμάκης Παπαδάκης από του Πίκρη, ο έμπιστος ταχυδρόμος του Γούμενου που ξεπόρτισε δυο φορές και πήγε τις δυο επιστολές της Επιτροπής στον Κορωναίο στο Κλησίδι, και είχε γυρίσει και ευρίσκετο πάντοτε κοντά στο Γούμενο, είδε και άκουσε τη συνέχεια.
«Να ζεις και να δηγάσαι»
Τον εφώναξε ο Γούμενος και μπήκε στο κελί του και του λέει:
- «Εμείς όλοι θα πεθάνουμε εδώ μέσα. Μόνο εσύ, Αδαμάκη, που ξέρεις και περνάς μέσα από τους Τούρκους, πρέπει να φύγεις, για να ζεις και να δηγάσαι…». Ήταν διαταγή για τον Αδαμάκη. Βγήκε από το κελί του Γουμένου και άρχισε να κατεβαίνει τη σκάλα προς την αυλή.
Μόλις είχε κατεβεί λίγα σκαλοπάτια, άκουσε ένα πυροβολισμό στο κελί του Γουμένου και γύρισε αμέσως πίσω και βρήκε το Γούμενο πεσμένο κάτω και νεκρό. Επήρε από τη μέση του ένα ασημωτό μαχαίρι που φορούσε, το έκρυψε στα ρούχα του και από τον υπόνομο που οδηγεί έξω από το Μοναστήρι, εβγήκε πάλι έξω, πέρασε ανάμεσα από τους Τούρκους και κατέβηκε προς το «φαράγγι.
Αλλά εκεί εκυκλοφορούσαν πολλοί Τούρκοι από τα γύρω χωριά και φοβούμενος μήπως τον αναγνωρίσουν, κρύφθηκε σ' ένα σπηλιαράκι που είναι ακριβώς κάτω από τα αλώνια της Μονής, στου Καρακατζόλη το Σπήλιο.
« Γιάντα να μην πάρω την κεφαλή του»
Οι θυγατέρες του Αδαμάκη, η Μαριγώ και η Παρασκιώ, ήταν, πολύ αργότερα βέβαια, μαζώχτρες στις ελιές του πατέρα μου, και άκουσα πολλές φορές τη Μαριγώ να δηγάται τα παραπάνω. Και επί λέξει: «Ώστεν απού 'ζενε ο μακαρίτης ο πατέρας μου το 'λεγε και το ξανάλεγε:
«Γιάντα 'γω να μην πάρω τη κεφαλή του, μόνο πήρα το μαχαίρι του και άφηκα την κεφαλή ντου να τηνε κάμουνε οι Τούρκοι μπαϊράκι, να τη γυρίζουνε στα στενά τση χώρας. Το 'λεγε και το ξανάλεγε ο μακαρίτης και δεν είχε ο πόνος του παρηγορημό».
Και προσθέτω μιαν ενδιαφέρουσα συνέχεια. Άμα πέθανε ο Αδαμάκης, περί το 1905 (;), το μαχαίρι το κληρονόμησε ο γιος του Γιώργης κι όταν πέθανε και αυτός, χωρίς παιδιά, άναψε καυγάς ποια θα πάρει το μαχαίρι. Έμαθε για τον καυγά αυτό ο ανιψιός των Γεώργιος Εμμ. Σχιζάρης και πήγε να λύσει τη διαφορά. Ο Σχιζάρης ήτο πολύ φίλος μου και μου διηγείται: - «Πάω και τωνε λέω, εσείς, μωρέ, τσακώνεστε για το ασήμι που 'χει το φουκάρι του μαχαιριού. Εγώ θα το κάμω δυο κομμάτια να πάρει η καθεμιά σας το μισό».
Όπως και έγινε κι ο καυγάς έληξε.
Πριν λίγα χρόνια, περί το 1990, επήγα επίτηδες στου Πίκρη, βρήκα την κόρη της Μαριγώς και με δώρα και καλοπιάσματα μ' εβεβαίωσε ότι εκείνη έχει το μισό από το ασημένιο φουκάρι. Την έπεισα ότι αυτό πρέπει να μπει στο Ιστορικό και Λαογραφικό Μουσείο Ρεθύμνου, για να σώζεται για πάντα. Μου έδωσε δυο κομμάτια του ασημένιου φουκαριού, τα οποία και παρέδωσα στο Λαογραφικό Μουσείο Ρεθύμνου.
Μια ενδιαφέρουσα λεπτομέρεια
Επίσης, µια άλλη λεπτομέρεια: Ακούγοντας πολλές φορές ότι ο Κωστής Γιαµπουδάκης έβαλε φωθιά στο μπαρούτι κι ανατινάχτηκε η μπαρουταποθήκη, κάποτε εσκέφτηκα και ρώτησα το µπαµπά µου: «Μα, καλά, αφού έβαλε αυτός φωθιά στο μπαρούτι και ανατιναχθήκανε όλοι, (το παράξενο δε πώς σώθηκε ένα παιδί, η Σφακιαναντώναινα, που ζούσε στην Αμνάτο και μετά τον πόλεμο), πώς, λοιπόν, εµάθανε, ποιος είδε το Γιαμπουδάκη να βάζει φωτιά στην μπαρουταποθήκη, αφού είναι αδύνατον, αφού όλοι σκοτωθήκανε;». Κι ο μπαμπάς µου αμέσως µου απάντησε και µου λέει:
«Μα, πολλή ώρα πριν γίνει η ανατίναξη, εφωνάζανε όσοι ήταν απάνω στη μπαρουταποθήκη, δυνατά εφωνάζαν πολλές φορές: «Όσοι δε θέλετε να πιαστείτε ζωντανοί στους Τούρκους, ελάτε 'παέ κοντά στη μπαρουταποθήκη, απού θα βάλει φωθιά στο μπαρούτι ο Γιαµπουδής». Και έτσι µαζεύτηκαν πολλοί εκεί.
Η σημερινή δε μπαρουταποθήκη όπως είναι και φαίνεται προς το βορεινό τμήμα της ένα μέρος μεσοχτισµένο και μάλιστα ένα μέρος της οροφής της, αυτά είναι μεταγενέστερα κτίσματα, διότι η μπαρουταποθήκη εξεθεμελιώθηκε τελείως κι από το παλαιό κτίσμα της μπαρουταποθήκης σώζεται µόνο ένα μικρό κομμάτι του τοίχου που είναι, όπως μπαίνοµε από την τωρινή πόρτα της μπαρουταποθήκης, αριστερά µας. Χαμηλά μόλις κατεβούμε 2-3 σκαλοπάτια είναι ένα κομμάτι μεγάλο από τον παλιό τοίχο, τον αυθεντικό τοίχο της μπαροuταποθήκης.
Ένα μεγάλο δε κομμάτι του τοίχου της μπαρουταποθήκης είναι έξω από τη μπαρουταποθήκη προφυλαγμένο µε κάγκελα, το δε υπόλοιπο τμήμα της μπαρουταποθήκης εξηφανίσθη τελείως.
ΡΕΘΕΜΝΙΩΤΙΚΑ ΝΕΑ
0 Comments:
Δημοσίευση σχολίου