ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΟ ΔΙΗΓΗΜΑ
O γυρισμός
Προπαραμονές των Χριστουγέννων. Ό,τι κι είχανε γιαγύρει ο Μανώλης με την Φιλιά από το μετόχι που πήγανε να μαζώξουνε τσ’ελιές τως. Ένα μήνα είχανε κάνει εκειδά. Είχανε συνεπάρει και όλα τως τα ζούμπερα. Όρνιθες, κούβους, το χοίρο και την κατσίκα, τα βούγια, το γάιδαρο. Κοντοσιμώνανε οι Γιορτές.
Είντα να πρωτοκάμει δα η έρμη γυναίκα; Να ανεπιάσει το προζύμι για τα χριστόψωμα, γή να κάμουνε τα σφαγάρια ντως; Το χοίρο πούρι τον ανεθρέφανε για τονε σφάξουνε την παραμονή τω Χριστουγέννω. Το μισό θα μαγέρευγε φρέσικο, οι μέρες απού’τονε, και τον άλλο θα τονε’κανε τσιγαρίδες και σύγλινα, να τον έχουνε τον αποδέλοιπο χρόνο. Να κάμει και τσ’οματιές και λουκάνικα με τα άντερα, να κάμει και πηχτή με τη χοιροκεφαλή.
Μα πού ’χε και το Μανώλη και γιόρταζε τη μέρα τω Χριστουγέννω, ήπρεπε να προλάβει να σάσει και τα γλυκίσματά τζη, κουλούρια, μελομακαρούνες, ξεροτήγανα και πατούδα. Πολύ τραβάγια επερίμενε τη Φιλιά. Και σα προκομμένη γυναίκα όλα τα προλάβαινε. Δεν είχε δα και τη φαμελιά γιατί δυο γιους απού ’χε ελείπανε. Ο μικιός, ο Πετρής, ήτανε ταξιδιάρης στσι θάλασσες. Όπου γιας ένα χρόνο ήτανε μπαρκαρισμένος. Γράμμα του δεν είχε παρμένο εδά και δυο μήνες και το’χε καημό η μάνα.
Σε ποιο ξένο τόπο θα ’κανε τα Χριστούγεννα, σε ποια πελάη του κόσμου, δεν εκάτεχε. Για θα τονε θαλασσοδέρνανε τα κύματα, για σε κιανένα λιμάνι, ξένος μέσα στσι ξένους; Ο πρωτογιός τση, ο χωροφύλακας, ήτονε παντρεμένος, παιδιωμένος, κι έμενε στη Βόρειο Ελλάδα. Θα’κανε το κολάι τζη να τωσε πέψει τα πεσκέσα τζη, και την καλή χέρα για την Πρωτοχρονιά.
Την παραμονή των Χριστουγέννω, η Φιλιά με το Μανώλη εσηκωθήκανε από τσι βαθιές αυγές. Είχανε να κάμουνε του κόσμου τσι δουλειές. Να σφάξουνε το χοίρο, να ξομπλιάσει και να ψήσει τα χριστόψωμα η Φιλιά, να ποσινάξει το σπίτι και να κάμει τα γλυκά τζη. Σαν εταχτοποιήσανε το σφαγάρι κι ανάψανε το φούρνο για τα χριστόψωμα, λέει η Φιλιά του κυρίου τζη:
-Πήγαινε δα ετουλόγου σου Μανώλη στο καφενείο, και δε σε χρειάζομαι άλλο. Μπορεί να μασε καλέσει ο γιος μας στο κοινοτικό τηλέφωνο. Όπως
μασε τηλεφώνησε κι οπέρυσι παραμονή, ανεστοράσαι; Σ έγνεμα με βάνει που δεν ήστειλε οφέτος μήδε κάρτα μήδε γράμμα.
-Μπάνα θαρρείς, γυναίκα, πώς είναι εύκολο να τηλεφωνεί γή να πέμπει γράμματα και κάρτες απού τσι θάλασσες; Μπορεί να κάνει ένα δυο μήνες να πιάσει λιμάνι. Κάνε μια σταλιά υπομονή. Δεν είναι δα και πρωτόμπαρκος.
Μος ήρχισε να βραδιάζει, ήβγανε μια κρυγιάδα ο βοράς απού σου ετρύπα τα κόκαλα. Κι άρχισε να σφυρίζει δαιμονισμένα από τον ανηφορά. Τ’ ανέφαλα πυκνά και μαύρα σκοτεινιάσανε πλια γλήγορα τον ουρανό κι η Φιλιά ήναψε τη λάμπα τζη, ήναψε και την παραστιά κι εκάτσε να συβράσει. Τα χριστόψωμα ψημένα, ζεστά ακόμη, τα πατούδα πασπαλισμένα με άχνη ζάχαρη και οι μελομακαρούνες με το μέλι και την κανέλλα εμοσκοβολούσανε στην πιατέλα.
Τα κοπέλια του χωριού εβγήκανε στσι δρόμους κι επιάσανε τα σπίτια να λένε τα χριστουγεννιάτικα κάλαντα. «Καλήν εσπέραν άρχοντες»… Ετούτα τα παντέρμα σαν τα πετραμυγδαλάκια ήτονε και δεν εχαμπαριάζανε από κρυγιάδα, μηδέ αν τα ’πιανε κιαμιά μπόρα. Φτάνει που λέγανε τα κάλαντα κι εβαστούσανε το φαναράκι ντως να θωρούνε, και το καλαθάκι ντως να τωσε βάνουνε οι νοικοκερές τα καλολοείδια. Καρύδια, αμύγδαλα, σταφίδες, καραμέλες, κι αν είχε κιανείς κιαμιά δραχμή.
- Και του χρόνου, κοπέλια! καλά Χριστούγεννα! Δίδει τως κι αυτή καραμέλες, καρυδοαμύγδαλα, και δυο δραχμές απού’χε στον πορτομανέ τζη.
Ο βοράς εκόντευγε να πάρει τον ανηφορά, κι όσο εφύσα, τόσο την ήπιανε η έγνοια. Άχι, παιδί μου, άχι παλικάρι μου, και κοντό ο κύρης σου να μου φέρει απόψε ένα χαμπέρι σου. Πέψε μου, σκιας, ένα σημάδι πως είσαι καλά. Είντα Χριστούγεννα έρχονται για μας, άμα λείπουνε τα κοπέλια μας;
Μετά από μια ώρα ανοίγει η πόρτα και μπαίνει μέσα ο κύριός τση. Ανεσηκώνεται η κερά του να δει ανέ κρατεί πράμα χαρτί γή μπας και γροικήσει πράμα αθιβολή του, μα ως είδε τα μούτρα του το κατάλαβε.
-Πράμα ε; Μήδε τηλεγράφημα σκιας;
-Πράμα γυναίκα. Είπα σου θάλασσα είναι. Δεν είναι εύκολο. Αν είναι στην άλλη άκρα τση γης, μούδε ασύρματος δεν πιάνει.
-Η Χάρη του Χριστού ας το βοηθήσει το ξενιτεμένο μου. Πράμα άλλο δεν μπορούμε να πούμε ούτε και να κάμομε. Άιντε δα, άντρα μου, να βράσομε ένα φλισκούνι να το πιούμε να μαλακώσουνε τα μέσα μας κι απόι να πα να θέσομε. Να σηκωθούμε το πρωί να πάμε στην εκκλησά, να κάμωμε το σταυρό μας ν’ανάψωμε τα κεριά μας κι έχει ο Θεός.
Την άλλη μέρα ανήμερα τω Χριστουγέννω, αχάραγα, επαίζανε οι καμπάνες τσ’ εκκλησάς. Η Φιλιά με το Μανώλη, επήγανε από τσι πρώτους. Μαζί με τα Χριστόψωμα είχε ζυμώσει και δυο πρόσφορα και τα πήγε να βλοηθούνε. Τέλειωσε η λειτουργιά, μεταλάβανε άντρας και γυναίκα, πήρανε το αντίντωρο, ευχηθήκανε με τσι χωριανούς και εις έτη πολλά, και πηγαίνανε στο σπίτι ντως. Χρόνια πολλά Μανώλη, να ζήσεις! Να τονε χαίρεσαι Φιλιά, καλό δέξιμο και στο ναυτικό σας! Πήρανε ευχές πολλές από συγγενείς και χωριανούς. Χριστούγεννα ήτονε, μεγάλη γιορτή. Ο Μανώλης εκίνησε να βάνει φωτιά στον ξυλόφουρνο για το ψητό κι η Φιλιά είχε να ετοιμάσει τα μεζεδικά, γιατί θα περνούσανε με τα λυροντάουλα οι χωριανοί τ’ απόγεματάκι να τως ευχηθούνε, όπως το εσυνηθίζανε σε ονομαστικές εορτές.
Το μεσημέρι ήστρωσε το οικογενειακό τραπέζι. Δυο αυτοί, δυο οι γονέοι τζοι και δυο τα πεθερικά τζη. Έξε πιάτα στο τραπέζι, μα τση ρθε η απεθυμιά να βάλει άλλο ένα για τον ξενιτεμένο ντως. Κι ένα ποτήρι με το κρασί, να του ευχηθούνε κι ας ήλειπε. Σαν ήρθε η ώρα, εκάτσανε όλοι να φάνε και να πιούνε. Χρόνους πολλούς! στην υγειά και του Πετρή μας! Αφουρτούνιαστες θάλασσες να’χει! Είπανε πρώτα απ’ όλα κι ετσουγκρίσανε το ποτήρι του. Στην υγειά των κοπελιώ και των εγγονιώ μας, καλή ντως ώρα! Ύστερα εκόψανε το χριστόφωμο, είπανε στ’ όνομα του Θεού, κι εκενώσανε στα πιάτα κι ετρώγανε. Μα τση Φιλιάς δεν επήγαινε κάτω η μπουκιά. Πού να ’σαι Πετρή μου, κι είντα να κάνεις; έχεις να φας; έχεις να πιεις; Που να’σαι λεβεντογιέ μου; Ανεστέναξε η πικρομάνα. Κι ύστερα εσείστηκε η πόρτα, θαρρείς από τον αναστεναμό τζη. Κι ύστερα ήνοιξε η πόρτα θαρρείς από τη μάνιτα του βορά και το μπογάζι. Κι ύστερα μια φωνή βροντερή ετράνταξε όλο το σπίτι
-Μάνααα, πατέρααα, ήρθα!
Και τα ξεφωνητά χαράς ολονώνε, εγενίκανε ψαλμός χριστουγεννιάτικος, αληλούηα!...
-Ονειρεύγομαι κοντό, γή αλήθεια είναι; φωνιάζει η μάνα. Γιε μου, βλαστέ μου, αντάρτη τω κυμάτω, πώς αντίντιρες τα πέλαγα; Να το πιάτο σου, σε περίμενε, Πετρή μου.
-Λεβέντη μου, καλώς ώρισες! του λέει κι ο κύρης του και τονε σφίγγει στον κόρφο ντου.
Οι παππουδογιαγιάδες όλοι εσηκωθήκανε και του κάνανε μια μεγάλη αγκαλιά κι όλοι μαζί εκλαίγανε από χαρά.
-Γιάντα παιδί μου δε μας ειδοποίησες και μας ήφαε η έγνοια;
-Έκπληξη, μάνα μου, Δώρο χριστουγεννιάτικο ήθελα να σασε κάμω.
-Παλικάρι μου, υγιέ μου θαλασσομάχε! Κάτσε να φας, κάτσε να πιεις, να μασε πεις για τα ταξίδια σου. Μεγάλο πεσκέσι ετούτος ο ερχομός σου!
-Πατέρα μου, πολύχρονος! Ήκαμα τα πάντα για να βρίσκομαι αυτή τη μέρα τση γιορτής στο πατρικό μου. Μακρινό το ταξίδι μου. Ξεμπάρκαρα από την Ιαπωνία.
-Από τη Γιαπωνία; Πώς και δε μας ήφερες, μωρέ Πετρή, κιαμιά Γιαπωνεζούλα; Χωρατεύγει ο κύρης του. Για να σε δω, μπρε! Γερός κι αμπρατσωμένος μου φαίνεσαι. Εμέστωσέ σε η θάλασσα, παλικαρά μου. Άιντε δα να τσουγκρίσομε. Πάντα γειά μας, καλώς όρισες! Τρώτε και πίνετε, εδά μωρέ, χαρές έχομε!
-Εβίβα μας, χρόνια πολλά! Γιορτή μεγάλη έχομε σήμερο, τριπλή γιορτή. Εις υγείαν , Πετρή μου! Λέει κι η μάνα κι αστράφτουνε τα μάτια τζη.
Το βράδυ ήρθανε οι χωριανοί με λύρες, με λαούτα και βιολιά να ευχηθούνε στον εορτάζοντα και είπανε τα καλοσωρίσματα και στον νιοφερμένο θαλασσινό ντως. Στο γιορτινό τραπέζι ήτονε του κόσμου τ’ αγαθόκαλα από τη χρυσοχέρα τη Φιλιά. Οι μαντινιάδες εδίδανε και πέρνανε, κι εκάνανε κι ένα τσαμπάκι στο χορό οι γλετζέδες.
Οι στειακές κοντυλιές ανεντρανίζανε καρδιές κι οι ευχές πολλές.
-Και εις έτη πολλά! Να ζήσεις Μανώλη! Φιλιώ να τονε χαίρεσαι! Καλώς εδεχτήκετε και το λεβέντη σας! Πάντα γεια, και του χρόνου!
ΑΝΝΑ ΤΑΚΑΚΗ
0 Comments:
Δημοσίευση σχολίου