Δεκαετία το 50 στην περιοχή Άσπρα Χώματα στο Περιστέρι. Δύο νέοι, Αμαριώτες στην καταγωγή, ο Στέλιος Δασκαλάκης από το Γερακάρι και η Αθηνά Καλοειδά από την Παντάνασσα, παντρεύονται.
Η προίκα της Αθηνάς ένα οικόπεδο, που αγοράστηκε, αφού πουλήθηκαν χωράφια στην Παντάνασσα. Πάνω σ΄αυτό το οικόπεδο, που τότε βρισκόταν στην “άκρη του Θεού”, άρχισε να λειτουργεί αργότερα μια κρητική ταβέρνα. Τ΄όνομά της: Το Γερακάρι.
“Αυτή η ταβέρνα κρύβει μια μεγάλη ιστορία”, είπε πριν μερικά χρόνια στην εφημερίδα “Κρητικά Επίκαιρα” ο γιος του Στέλιου και της Αθηνάς, ο Γιώργος Δασκαλάκης. “Από αυτή την ταβέρνα έχουν περάσει πολλοί σπουδαίοι λυράρηδες, όπως ο Μουντάκης, ο Σκορδαλός, ο Ξυλούρης, ο Σηφογιωργάκης, ο Περιστέρης, ο Σήφης Παναγιωτάκης, Νίκος Βενιανάκης και τόσοι άλλοι.
Εδώ έχουν γίνει γλέντια και γλέντια, ατέλειωτα ξενύχτια. Και να σκεφτείς, ότι τα πρώτα χρόνια γύρω της ήταν μόνο χωράφια, δεν έφτανε αυτοκίνητο, από ένα σημείο και μετά ο κόσμος ερχότανε με τα πόδια”.
Πώς ξεκίνησε, λοιπόν, αυτή η ιστορική κρητική ταβέρνα;
“Ο πατέρας μου γνώρισε τη μάνα μου το 1954. Το 1955 παντρεύτηκαν. Η μοναδική τους περιουσία αυτό το οικόπεδο, όπου έχτισαν κατ΄αρχήν ένα δωμάτιο, σκεπασμένο με νάυλον και γύρω γύρω μια αυλή. Μια κατσίκα, με κότες, κουνέλια και μ΄ένα γάιδαρο.
Ο πατέρας μου έκανε τον κινητό μανάβη στην περιοχή. Φόρτωνε τον γάιδαρο με λαχανικά και φρούτα και γύριζε στις γειτονικές περιοχές. Όμως στο μεταξύ ήρθαν και τα παιδιά. Ένα, δύο, τρία, τέσσερα. Τα λεφτά του πατέρα δεν έφταναν, παρότι βοηθούσε κι ο παππούς, που έμενε μαζί μας και γύριζε και μάζευε και πουλούσε μπακίρια”.
Η Φωτεινή, κόρη του Στέλιου και αδελφή του Γιώργου, συνεχίζει:
“Η μητέρα μου η Αθηνά Καλοειδά, είχε ένα αδελφό, το Μύρο, που σ΄ένα διπλανό δρόμο διατηρούσε σ΄ένα υπόγειο ένα καφενεδάκι. Κι επειδή ο μπαμπάς κι η μαμά είχαν τέσσερα παιδιά, υπήρχαν δυσκολίες, δεν τάβγαζαν πέρα, πρότεινε ο θείος ο Μύρος στο πατέρα μου το εξής: Δίπλα τους υπήρχε ένα εκκλησάκι του Αγίου Γεωργίου κι εκείνες τις μέρες είχε πανηγύρι.
Λέει, λοιπόν, στον πατέρα μου: “Τώρα που είναι πανηγύρι θα σου πάρω μια ψησταριά, θα φτιάξομε και 100 σουβλάκια με κρέας χοιρινό, θα σου φέρω και καφάσια με μπύρες κι αναψυχτικά, να ξεκινήσεις να βγάλεις κανένα φράγκο, να ταΐσεις τα παιδιά σου”.
Κι άρχισε, λοιπόν, ο πατέρας μου, τότε έξω στην αυλή , αφού υπήρχε μόνο ένα δωμάτιο, όπου μέναμε οκτώ άτομα. Την παραμονή του Αγίου Γεωργίου τα πούλησε όλα τα σουβλάκια ο πατέρας μου. Την επομένη, την ημέρα του Αγίου Γεωργίου, πήγε κι αγόρασε κι άλλα σουβλάκια, φύγανε κι αυτά κι αμέσως του καρφώθηκε η ιδέα, ότι πρέπει να κάνει ταβέρνα. Ήξερε από ταβέρνες, γιατί έκανε κάπου κάπου και τον σερβιτόρο”.
Γιώργος Δασκαλάκης: “Κλείνει το μισό οικόπεδο, παίρνει κι ένα ξύλινο ψυγείο, εκείνο του πάγου με τις παγοκολώνες και βγάζει και δύο-τρία τραπέζια πάνω στο χώμα κι άρχισε με την ψησταριά. Σουβλάκια, μπριτζόλες, κρασιά, μπύρες, γκαζόζες…Ήταν κάτι που του άρεσε πολύ, τόκανε με μεράκι. Πολύ γρήγορα η ψησταριά απόκτησε μεγάλη φήμη στην περιοχή.
Ο πατέρας μου ήτανε μάγειρας στον στρατό κι ήξερε από μαγειρική. Εκεί, ωστόσο, που ήταν ανεπανάληπτος, ήταν στο ψήσιμο της μπριτζόλας. Μέχρι κι από τη Γλυφάδα ερχότανε άνθρωποι στα Άσπρα Χώματα, για να φάνε την περίφημη “μπριτζόλα του Στελλή”.
Η ταβέρνα σιγά σιγά άρχισε να λειτουργεί και τον χειμώνα σε κλειστό χώρο, που έφτιαξε ο Στελλής με καδρόνια και κλαδιά από πάνω και στο πλάι έβαλε κουρελούδες, με το ψυγείο έξω. Καλοκαίρι- χειμώνα πλέον και χρόνο με το χρόνο τα πράγματα πήγαιναν καλύτερα, η ταβέρνα μεγάλωνε και σαν χώρος, ρίχτηκαν πλέον τσιμέντα, έγινε και χώρος κουζίνας. Κάποια στιγμή η ταβέρνα άρχισε να εμφανίζει και κρητικά φαγητά, που έφτιαχνε η Αθηνά, άρχισε να μπαίνει και η κρητική μουσική με τους λυράρηδες κάθε εποχής.
Μετά τον θάνατο του Στελλή Δασκαλάκη το 1994 την ταβέρνα ανέλαβαν τα παιδιά του , ο Γιώργος και η Φωτεινή, που συνεχίζουν μέχρι σήμερα. Κάτι τελευταίο: Ο Γιώργος Δασκαλάκης πήρε το όνομά του από τον Άη Γιώργη, τον γείτονά του. Κι αυτό γιατί, όταν είχαν χτίσει οι γονείς του ένα πρόχειρο σπιτάκι, έτρεμαν μήπως έρθει η αστυνομία και το γκρεμίσει. Ο Γιώργος ήταν αβάπτιστος και τόταξαν οι γονείς του στον Άη Γιώργη. Να μη γκρεμιστεί το σπίτι και θα βγάλουν τ΄όνομά του. Όπερ και εγένετο…
0 Comments:
Δημοσίευση σχολίου